Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

ΦΑΤΙΟΝΑ ΓΚΙΟΚΑ - ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ

 Πλέον τα δάκρυά μου είναι λίγα, το χαμόγελο μου μισό και η χαρά μου σε άλλο μονοπάτι. Αλλά αυτό που παραμένει ακόμη το ίδιο  είναι ο πόνος της ψυχής μου χαραγμένος στην καρδιά μου.

Έτσι λοιπόν ξεκινά η ιστορία μου, τον Δεκέμβριο του 1933. ΄Ηταν η μέρα που γεννήθηκα, σαν σήμερα, και όλοι τους ήταν τόσο χαρούμενοι αντικρίζοντας αυτή την όμορφη μικρή φατσούλα που μόλις είχε έρθει στη ζωή. Όμως πού να ’ξερα ότι μεγαλώνοντας αυτός ο κόσμος θα φάνταζε σαν μία ψευδαίσθηση, ένας κόσμος δίχως αύριο, χωρίς προοπτικές. Έφτασε λοιπόν η στιγμή που άρχισα να έχω συνείδηση και να καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου και από εκείνη τη στιγμή θα άρχιζε η καταδίκη μου.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν σήμερα. Ήταν χειμώνας βαρύς, ένιωθες το κρύο να παγώνει τις φλέβες σου, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που με απασχολούσε. Η μέρα έγινε νύχτα, οι ώρες λεπτά και τότε εγώ κι η μικρότερη αδερφή μου έπρεπε να πέσουμε για ύπνο, διότι αύριο ξημέρωνε μια καινούργια μέρα... επομένως μια νέα αρχή. Πάντα βίωνα το τέλος της μέρας δυναμικά και ευχάριστα, γιατί σήμαινε ότι συνεχίσω να ζω. Κι όμως, εκείνη τη νύχτα πετάχτηκα όρθια, τρομαγμένη αλλά προσπαθώντας ταυτόχρονα να ηρεμήσω την αδερφή μου, που είχε αρχίσει να κλαίει ταραγμένη από τις φωνές που ακούγονταν στο βάθος του διαδρόμου. Με θάρρος, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες, έτρεξα να δω τι συνέβαινε στο δωμάτιο των γονιών μου. Αυτό που αντίκρισα ήταν μάλλον ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί... Ο πατέρας μου ασκούσε στη μητέρα μου σωματική και λεκτική βία. Εκείνη, αδύναμη να αντιδράσει, δεχόταν το κύμα της οργής με όλη τη σημασία των λέξεων. Έμεινα ακίνητη για ένα λεπτό καθώς δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι γινόταν. Γρήγορα όμως ξύπνησα και μπήκα μπροστά από τη μητέρα μου για να την προστατέψω.

Παρακαλούσα με κλάματα τον πατέρα μου να σταματήσει και απειλούσα ότι θα καλέσω την αστυνομία. Εν τούτοις τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν τόσο καλά για μένα... Άθελά μου έκανα τον πατέρα μου να σκεφτεί ότι μπορούσε να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα της φυλακής για αρκετά χρόνια, απλώς και μόνο με ένα τηλεφώνημά μου. Φυσικά δεν θα άφηνε να συμβεί κάτι τέτοιο. Έπρεπε κάτι να κάνει για να σταματήσει τις φωνές που ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά και να με εμποδίσει να τον καταγγείλω. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε ένα ποτήρι που είχε στο κομοδίνο και -πονάω ακόμη και τώρα που το αφηγούμαι- το έσπασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι μου. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισα ήταν τα όμορφα και πονεμένα μάτια της μητέρας μου να φωνάζουν με σπαραγμό στον πατέρα μου. Από το χτύπημα έπεσα στην αγκαλιά της, την ένιωσα, τη μύρισα και ίσως για τελευταία φορά της είπα με όλη μου την καρδιά και τη δύναμη που μου είχε απομείνει: «Μαμά, σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια μου. Το φως αντικαταστάθηκε με το σκοτάδι και έπεσε η μαύρη αυλαία.

Όταν ξύπνησα ήμουν στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν ότι είχαν περάσει δύο μέρες από εκείνο το βράδυ. Πριν προλάβω να ενημερώσω τη νοσοκόμα για το συμβάν, άνοιξε η πόρτα και είδα το τελευταίο άτομο που ήθελα να δω, έναν ξένο πλέον για μένα. Μόλις μείναμε μόνοι, όπως ήταν αναμενόμενο, το πρώτο πράγμα που έκανε ο αποκαλούμενος πατέρας μου ήταν να με απειλήσει ότι αν μιλούσα θα έθετα σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας και της αδερφής μου. Με την καρδιά μου πλέον πέτρα προσπαθούσα να αντλήσω κουράγιο από κάπου αλλά ήταν αδύνατον. Οι ώρες περνούσαν, μα άφαντα τα δύο αγαπημένα μου πρόσωπα. Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως «ο πατέρας μου» τους είχε κάνει κακό. Τότε μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα αθόρυβα, λες και έκρυβε κάποιο μυστικό, με πλησίασε και μου έδωσε διακριτικά έναν φάκελο. Πριν προλάβω να την ρωτήσω οτιδήποτε, είχε εξαφανιστεί.

Δεν θα το διακινδύνευα να ανοίξω τον φάκελο εκείνη τη στιγμή όσο και να το ήθελα, όσο και να φανταζόμουν ποιος ήταν ο αποστολέας. Ξημέρωσε. Δεν ήταν στο δωμάτιο κάνεις. Λογικά ο πατέρας μου είχε πάει να πάρει καφέ. Έτσι άρπαξα την ευκαιρία και άνοιξα τον φάκελο. Όπως το είχα υποψιαστεί... Ήταν από τη μητέρα μου και η μόνη φράση που έγραφε ήταν «σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα», τα ίδια λόγια που της είχα πει προτού καταρρεύσω. Εκείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε για μένα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και η ελπίδα μου είχε χαθεί. Δεν θα τις ξανάβλεπα. Η ζωή μου πια δεν είχε νόημα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως δεν θα άντεχα όλη αυτήν τη θλίψη να με κυριεύει και σταδιακά να με σκοτώνει, όπως ο άνθρωπος τη γη.

Τα χρόνια περνούσαν, ο πατέρας μου γινόταν όλο και περισσότερο επικίνδυνος και βίαιος. Μια μέρα τον βρήκα αναίσθητο στο βρώμικο χαλάκι της εξώπορτας με αφρούς να βγαίνουν από το στόμα του. Κατάλαβα πως η υπερβολική δόση ουσιών και ο συνδυασμός με το οινόπνευμα τον είχε εξοντώσει σωματικά. Όμως το μίσος μου γι’ αυτόν και για τη δυστυχία που μου είχε προκαλέσει με έβαλαν σε μεγάλο δίλημμα. Να τον βοηθήσω και να συνεχίσω να βασανίζομαι για την υπόλοιπη ζωή μου ή να τον εγκαταλείψω και να απαλλαχθώ από αυτόν αλλά να με πνίγουν οι τύψεις; Δεν ξέρω τι με τρόμαζε πιο πολύ… Που τον βοήθησα τόσες φορές ή που θα τον βοηθούσα άλλες τόσες επειδή είμαι αυτή που είμαι. Ύστερα από λίγη ώρα ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Αναγκάστηκα να πάω κι εγώ μαζί του γιατί ήμουν ο μόνος άνθρωπος που του είχε απομείνει πια - αν και δεν άξιζε τη συμπαράστασή μου. Οι γιατροί με ενημέρωσαν πως, αν δεν είχα πάρει τόσο άμεσα τηλέφωνο, τώρα ο πατέρας μου θα ήταν νεκρός. Του έσωσα λοιπόν τη ζωή. Και πού να ’ξερε αυτός ο άνθρωπος που με πλήγωνε καθημερινά ποιος ήταν ο λόγος που συνέχιζε να αναπνέει.

Πέρασαν οι μέρες και θα γυρνούσαμε σπίτι. Όμως η ψυχή μου ήταν τόσο ματωμένη που δεν ήξερα πόσο θα άντεχα να ζω μαζί του πια... Μόλις φτάσαμε, έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου από τον φόβο μήπως μου κάνει κάτι κακό. Είχε νυχτώσει πλέον. Είχε έρθει η ώρα να ελευθερώσω τη θλίψη μου και ν’ αρχίσω να ζωγραφίζω τα όνειρά μου. Άρχισα να σιγομουρμουρίζω τη μελωδία που τραγουδούσε η μαμά μου όταν ήμουν μικρή σε μένα και στην αδερφή μου. Ωραίες αναμνήσεις από τους αγαπημένους μου γέμιζαν τη μοναξιά μου. Αχχ, μου λείπουν και οι δυο τους τόσο πολύ... Γιατί να είναι τόσο άδικη η ζωή μαζί μου; Για το μόνο πράγμα που χαιρόμουν είναι που κατάφεραν και ξέφυγαν απ’ αυτό το μαρτύριο που τις βάραινε τόσα χρόνια. Δεν ήμουν θυμωμένη μαζί τους. Ξέρω... με παράτησαν, με εγκατέλειψαν μονάχη μου, αλλά είχα μάθει να ζω με τα χαστούκια που μου έδινε η ζωή. Έτσι κι αλλιώς, η καθημερινότητά μου ήταν ένα παιχνίδι επιβίωσης. Έπρεπε να παραμείνω ζωντανή.

Τα χρόνια περνούσαν. Είχα γίνει πλέον 18. Έφτασε η μέρα που έπρεπε να κάνω κι εγώ την επανάστασή μου και να γλιτώσω απ’ αυτήν την οδύνη της ζωής. Αποφάσισα να φύγω κρυφά από το σπίτι. Δεν μπορούσα να υπομένω άλλο τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα μου. Για τον λόγο αυτό ξύπνησα ξημερώματα. Είχα μαζέψει τη βαλίτσα μου από την προηγούμενη μέρα. Πήρα τα πράγματά μου και βγήκα αθόρυβα από το δωμάτιό μου για να μη με αντιληφθεί ο πατέρας μου. Για μια στιγμή νόμιζα ότι με άκουσε και η καρδιά μου σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο... Ευτυχώς ήταν η ιδέα μου. Μόλις κατάφερα να βγω από το σπίτι πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα τη διαδρομή μου δυναμικά και με θάρρος. Φυσικά δεν είχα κανένα φίλο που θα μπορούσε να με φιλοξενήσει. Έτσι η μόνη λύση ήταν να πάω σε ενα ίδρυμα για κακοποιημένες γυναίκες, εφόσον πλέον είχα ενηλικιωθεί. Εκεί θα ήταν το καταφύγιό μου μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να σταθώ ξανά στα πόδια μου.

Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Περπατούσα αρκετή ώρα, καθώς είχα λίγα λεφτά μαζί μου μόνο για το λεωφορείο. Επιτέλους έφτασα στη στάση και επιβιβάστηκα, αποφασισμένη να φύγω μακριά και ν’ αφήσω πίσω μου όλες τις άσχημες αναμνήσεις. Δεν μετάνιωνα για τίποτα και δεν σκεφτόμουν κανέναν. Πλέον θα κοιτούσα μόνο μπροστά. Ένα πράγμα κρατώ - έστω και αν το κατάλαβα αργά: το παρελθόν μου ήταν ένα μάθημα ζωής και δεν υπήρχε λόγος να νιώθω τύψεις και ενοχές για τις επιλογές μου. Τελικά αυτήν την ιστορία που γράφω θα τολμούσα να τη διαβάσω ξανά από την αρχή ως το τέλος; Θα είχα το κουράγιο να νιώσω πάλι αυτά τα συναισθήματα και να γυρίσω πίσω ξανά στις άσχημες αναμνήσεις;

Οι ώρες περνούσαν... Στο λεωφορείο είχα αρκετό χρόνο να συλλογιστώ για όλους τους στόχους που ήθελα να πετύχω στο μέλλον. Μετά από τόσο καιρό μπορούσα να κάνω αυτή τη σκέψη - ήταν απίστευτο! Να, ξέρετε, δεν ήταν τυχαίος ο προορισμός μου. Από μικρό παιδί ήθελα να προστατέψω όλους τους ανθρώπους που κακοποιούνταν κι ένιωθαν μόνοι και αβοήθητοι. Μόλις έφτασα στον προορισμό μου, αντίκρισα μπροστά μου ένα τεράστιο κτήριο γεμάτο με χρώματα που συμβόλιζαν την ενότητα, την αγάπη και το ξεκίνημα μιας καινούργιας αρχής. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Όταν μπήκα μέσα, είδα την ελπίδα και τη λάμψη της ελευθερίας στα μάτια αυτών των παιδιών και των γυναικών. Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό ένιωσα μέσα μου τόσο όμορφα. Είχα ξεχάσει πόσο ανακουφιστικό είναι αυτό το αίσθημα, το αίσθημα της ελευθερίας. Πήγα στη διευθύντρια του Ιδρύματος και της εξήγησα τους λόγους που με είχαν οδηγήσει εκεί και πως θα ήθελα κι εγώ μια θέση σε αυτόν το δικό τους μικρόκοσμο, πως θα ήθελα να μοιράσω αγάπη, να πάρω και να δώσω κουράγιο σε αυτούς τους ανθρώπους, να τους δείξω πως δεν είναι μόνοι αλλά όλοι μαζί ενωμένοι είμαστε μια γροθιά. Αυτή η καλοπροαίρετη κυρία, χωρίς δεύτερη σκέψη, μού έδωσε την έγκρισή της. Λυτρωμένη πια θα έκανα μια νέα αρχή, θα εργαζόμουν σε αυτό το ίδρυμα, εκεί που υπήρχαν τόσο καλοί άνθρωποι που πάλευαν για το δίκιο το δικό τους και των άλλων.

Από το επόμενο κιόλας πρωί γνώρισα τόσα πολλά πρόσωπα και χαρακτήρες που έχουν γίνει ήρωες στη συνείδησή μου. Είδα τόσα χαμόγελα και τόση αισιοδοξία, ανθρώπους που μετέδιδαν αυτόματα τη θετική τους ενέργεια. Και τότε κατάλαβα ότι αυτή η απόφαση, να βρεθώ εκεί, ήταν η πιο σωστή που είχα πάρει ως εκείνη τη στιγμή. Δεν θα άφηνα κανέναν πια να μου στερήσει την όρεξη για ζωή, να παραβιάζει τα όνειρά μου και να σβήνει το χαμόγελό μου. Πλέον ανήκα στον εαυτό μου και θα κρατούσα τη συμβουλή που μου έδωσε μια κυρία του Ιδρύματος: «Ζήσε την κάθε σου στιγμή λες και θα ήταν η τελευταία σου». Και αυτό είχα σκοπό να κάνω, αλλά υπήρχε ακόμη μια εκκρεμότητα. Να αναζητήσω τη μητέρα μου και την αδερφή μου, που τόσο επιθυμούσα να ξαναδώ μετά από τόσο καιρό. Οι κυρίες του Ιδρύματος βρήκαν πολύ εύκολα τη διεύθυνσή τους και μου κάλεσαν ένα ταξί. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλά μπήκα μέσα και έκανα την εξής ερώτηση τον εαυτό μου. Και τι έχω να χάσω; Απολύτως τίποτα... Το αντίθετο, θα ερχόμουν αντιμέτωπη με ερωτήματα που με βασάνιζαν τόσο καιρό και είχε έρθει η στιγμή να απαντηθούν.

Έφτασα, πήρα μια βαθιά ανάσα, χτύπησα το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε κι αντίκρισα τη μαμά μου και την αδερφή μου. Μόλις τις είδα, κατέρρευσα. Όταν συνήλθα, στέκονταν από πάνω μου και με κοιτούσαν με αγωνία. Αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά που νόμιζα ότι ο χρόνος είχε σταματήσει και ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Τότε κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα πια να ζήσω μακριά τους. Ήθελα να είναι μέρος της καθημερινότητάς μου και της ευτυχίας μου. Το δίδαγμα που αποκόμισα απ’ όλα αυτα είναι πως η ζωή είναι σαν ένα καρδιογράφημα... Κάποιες φορές έχει τα πάνω της και άλλες φορές τα κάτω της, κανείς δεν θα ήθελε να δει μια ευθεία γραμμή. Γι’ αυτό, θα πω ένα πράγμα:  Η ζωή είναι στιγμές που εμείς δημιουργούμε και κανείς δεν έχει δικαίωμα να καθορίζει το «καρδιογράφημα» της δικής μας ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου