Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Κατιαλένα Δέδε - Η χώρα των παιδιών


Ήταν Σαββατόβραδο του ’47. Οι δρόμοι άδειοι, κανέναν δεν έβλεπες  έξω. Όλοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, τρώγοντας και πίνοντας, μέσ’ στη ζεστασιά. Μόνο ο άνεμος κυκλοφορούσε στους δρόμους, κάνοντας έτσι εκείνη την παγωμένη νύχτα ακόμα πιο κρύα.

Και ενώ όλοι ήταν ξέγνοιαστοι, μέσα σ’ ένα ερειπωμένο, μισογκρεμισμένο από σεισμό σπίτι, στο κέντρο της πόλης, βρισκόταν ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Κωνσταντίνος το όνομά του, άλλα όλοι τον φώναζαν Κωστάκη. Ορφανός από μητέρα, την οποία είχε χάσει σε μικρή ηλικία, αλλά και από πατερά, ήταν πλέον μόνος του στον κόσμο και αγωνιζόταν να επιβιώσει. Δούλευε τον τελευταίο χρόνο ως μεταφορέας σε ένα εργοστάσιο, για έναν πλούσιο άντρα που είχε δύναμη και λόγο μέσα στην πόλη, με αντάλλαγμα να του δίνει έναν ελάχιστο μισθό για να καλύπτει τις ανάγκες του - αν και καμιά φορά ξεχνιόταν να τον πληρώσει, κι όταν του το θύμιζε, εκείνος χασκογελούσε λέγοντας: «Ε, μπαίνω και εγώ σε μια ηλικία…».

Σαν να μην του έφταναν όλα αυτά, τον προηγούμενο μήνα είχε χάσει σε ένα ατύχημα που συνέβη στο εργοστάσιο και τον δεκάχρονο φίλο του, τον Νικολή, ο οποίος ήταν επίσης ορφανός και δούλευαν μαζί. Το αφεντικό τού είχε πει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό το συμβάν, ωστόσο ο Κωστάκης δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο.

Στο μεταξύ, το μικρό παιδί, αρρώστησε βαριά. Από τις κακουχίες, την πολύωρη εργασία ή μήπως από τη στενοχώρια για την απώλεια του φίλου του; Ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε με σιγουριά. Είχε ξαπλώσει πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι και ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα που του είχε φέρει η φουρνάρισσα μαζί με ένα πιάτο μεσημεριανό φαγητό.

- Φάε για να γίνεις καλά, του έλεγε ενθαρρυντικά, και να επιστρέψεις στη δουλειά σου!

Ο Κωστάκης χαμογελούσε, αν και μέσα του δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω στο εργοστάσιο - γνώριζε όμως ότι δεν είχε άλλη επιλογή... Έτσι, έκανε υπομονή και κάθε βράδυ ένωνε τα μικρά του χεράκια μπροστά από το στήθος του και προσευχόταν στον Θεό, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή όλα θα άλλαζαν προς το καλύτερο.

Εκείνο το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν πιο κρύα από ό,τι συνήθως. Παρά τους σωματικούς πόνους που ένιωθε, σηκώθηκε κι άναψε μια μικρή φωτιά με κάτι ξύλα που υπήρχαν στην κατεστραμμένη κουζίνα του σπιτιού. Άρχισε να ζεσταίνεται κάπως και αφού προσευχήθηκε, παραδόθηκε στον ύπνο.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο αέρας δυνάμωσε και χτυπούσε τα τζάμια του κτηρίου. Ο Κωστάκης όμως ταξίδευε σε έναν τόπο που αισθανόταν ελεύθερος, μια πόλη όπου όλοι ήταν αγαπημένοι, είχε πολλούς φίλους, έπαιζε όλη μέρα και ζούσε μια ζωή όπως ταίριαζε σε ένα παιδί της ηλικίας του…, μέχρι που το παράθυρο άνοιξε απότομα και αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι του. Σήκωσε το κεφάλι του να ελέγξει τον χώρο και αφού δεν είδε κανέναν, έπεσε πάλι να κοιμηθεί. Ακούστηκε πάλι ένας θόρυβος, που δεν απασχόλησε όμως το παιδί, καθώς τον απέδωσε στον έντονο αέρα. Τότε διαισθάνθηκε μια κίνηση μέσα στο δωμάτιο και, όπως γύρισε, είδε με την άκρη του ματιού του μια σκιά. Τρομοκρατήθηκε, αλλά δεν κουνήθηκε, περιμένοντας να αντικρίσει τον εισβολέα και ελπίζοντας ότι δεν θα του έκανε κακό. Έχοντας ορθάνοιχτα τα καφετιά μάτια του, διέτρεξε με το βλέμμα του το δωμάτιο, ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τότε, από μια σκοτεινή γωνία ακούστηκε μια φωνή.

- «Γεια σου, Κωστάκη!» του είπε χαμογελώντας γλυκά, κάνοντας σιγά σιγά την εμφάνισή του στο φως.

Ήταν ένα νεαρό αγόρι με ξανθά μαλλιά, μέτριου αναστήματος, και τον κοιτούσε με τα καταγάλανα μάτια του γεμάτα στοργή και αγάπη…

Πώς ήξερε το όνομά του; Πώς είχε μπει μέσα στο δωμάτιο; Αυτές κι άλλες  ερωτήσεις περνούσαν από το μυαλό του και τον κυρίεψε φόβος. Δεν του απάντησε, μόνο συνέχισε να το κοιτά παραξενεμένος.

- «Είσαι καλά;» τον ρώτησε το αγόρι, χωρίς να πάρει απάντηση. «Γιατί δεν απαντάς; Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;».

- Καλά είμαι…, είπε ο Κωστάκης δισταχτικά, παρατηρώντας ταυτόχρονα τις κινήσεις του νεαρού εισβολέα. Δεν φαινόταν επικίνδυνος. Τότε σκέφτηκε μήπως ήταν εργάτης του αφεντικού και είχε έρθει να ελέγξει αν είναι καλά. «Το αφεντικό σε έστειλε; Πες του ότι σύντομα θα επιστρέψω στην δουλειά. Απλώς είμαι λίγο άρρωστος ακόμα».

- «Το αφεντικό σου δεν ξέρει ότι τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν, αλλά να πηγαίνουν σχολείο και να παίζουν;» τον ρώτησε με σοβαρό ύφος. Ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν σιωπηλά. Όταν η ώρα σήμανε δώδεκα, το ξανθό αγόρι του είπε με χαρά:

- «Πέρασε η ώρα και πρέπει να φύγουμε. Έλα!».

Ο Κωστάκης ανασήκωσε το κεφάλι του, με απορία και δισταγμό.

- «Να φύγουμε; Πού να πάμε;»

- «Μα στην πόλη που θα είσαι ελεύθερος φυσικά!

Ο νεαρός αναπήδησε και στάθηκε πάνω στο παράθυρο. Γύρισε το κεφάλι του στον Κωστάκη, ο οποίος ήταν ακόμα καθισμένος στο κρεβάτι του.

- «Τι περιμένεις;» τον ρώτησε χαμογελαστά και του άπλωσε το χέρι.

Να τον εμπιστευτεί; Αν ήθελε να τον βλάψει θα το είχε ήδη κάνει. Τα μεγάλα μάτια του Κωστάκη κοίταγαν τον νεαρό εισβολέα σκεπτικά.

Τότε σηκώθηκε από το κρεβατάκι του και με αργό βηματισμό τον πλησίασε και του έδωσε το χέρι του.

- «Πώς θα πάμε σε αυτήν την πόλη που λες;» ρώτησε γεμάτος απορία.

- «Μα πετώντας φυσικά!» του είπε με ενθουσιασμό.

Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο νεαρός πήδηξε έξω από το παράθυρο συμπαρασύροντάς τον μαζί του. Ο Κωστάκης έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Όμως δεν ένιωθε να πέφτει… Ένιωθε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι πετούσε! Κοιτούσε τριγύρω του και έβλεπε κάθε σπίτι, κάθε μαγαζί και δρομάκι. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρώνε στα σπίτια τους και να περνάνε καλά και τους συνομηλίκους του να παίζουν. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να απομακρύνονται και σε λίγο βρίσκονταν πια μακριά από την πόλη που δεν τον αγάπησε ποτέ.

Ο Κωστάκης δεν μιλούσε. Κοίταζε μόνο πού και πού τον νεαρό που είχε πάρει στα σοβαρά την αποστολή του και τον οδηγούσε στην πόλη που του είχε υποσχεθεί. Όταν ξανακοίταξε κάτω, κατάλαβε πως βρίσκονταν σε άλλη ήπειρο. Διέσχιζαν την Αφρική. Εκεί, λευκά αφεντικά, σαν το δικό του και ίσως ακόμη πιο άγρια, διέταζαν με θυμωμένες φωνές τους γηγενείς. Ανάμεσα τους διέκρινε ενήλικους άνδρες και γυναίκες, καθώς και παιδιά. Μάζευαν τσάι από τα κτήματα των λευκών που είχαν καταλάβει την αφρικανική γη και οι επιστάτες τούς επιτηρούσαν, μιλούσαν άσχημα στους εργάτες τους και σε μερικές περιπτώσεις τούς χτυπούσαν.

- «Μα γιατί τους φέρονται έτσι;» αναρωτήθηκε φωναχτά, αλλά η φωνή του χάθηκε στον αέρα.

Συνεχίζοντας το ταξίδι, πέρασαν από πολλές αφρικανικές χώρες. Ο Κωστάκης έβλεπε οικογένειες να παίρνουν χρήματα από εύπορους ανθρώπους που φαίνονταν να έχουν δύναμη. Οι γονείς αγκάλιαζαν τα παιδιά τους και έφευγαν χωρίς αυτά. Πετώντας πάνω από τα πλούσια σπίτια, έβλεπε τα παιδιά να έχουν μετατραπεί σε υπηρέτες: μικρά κορίτσια ασχολούνταν με το νοικοκυριό, ενώ τα αγόρια τριγύριζαν για να κάνουν διάφορα θελήματα… Αυτά τα παιδιά είναι σαν εμένα!

Σε πολλά μέρη του κόσμου είδε παιδιά να παίζουν με στρατιωτάκια, άλλα πάλι έπαιρναν στα χέρια τους καλοσχηματισμένα ξύλα και έπαιζαν πόλεμο προσποιούμενα ότι κρατούσαν όπλα. Όταν όμως έφτασαν στη Νότια Ασία, εκεί είδε παιδιά με αληθινά όπλα, με τρομαγμένη, αλλά ταυτόχρονα ψυχρή έκφραση προσώπου, να ορμούν μέσα στη φωτιά του πολέμου και να αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις με τις οποίες κανείς, ούτε μικρός ούτε μεγάλος, δεν θα ήθελε να βρίσκεται αντιμέτωπος. Το ταξίδι πάνω από την Ασία ήταν μεγάλο και οδυνηρό. Όπως και στην Αφρική, πολλά παιδιά, χωρίς να έχουν τους γονείς τους στο πλάι τους, βρίσκονταν στη δούλεψη μεγάλων και πλούσιων αφεντικών, στα σπίτια ή στα χωράφια τους.

Αφού διέσχισαν τον μεγάλο ωκεανό, έφτασαν και στην ξακουστή Αμερική. Δεν μπορούσε να δει πολύ καθαρά, στο νότιο τμήμα της ηπείρου πάντως έβλεπε  μικρόσωμα παιδιά που άλλοτε έμπαιναν σε σπηλιές κάτω απ’ τη γη και άλλοτε έβγαιναν από εκεί με πρόσωπα σκονισμένα, με βρώμικα ρούχα, κουβαλώντας διάφορα υλικά που φαίνονταν πολύτιμα. Μια συγκεκριμένη σκηνή τράβηξε την προσοχή του. Τρία παιδιά έβγαιναν με δυσκολία από ένα λαγούμι κρατώντας ένα τέταρτο παιδάκι στην αγκαλιά τους. Το εναπόθεσαν στο έδαφος και τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα, ενώ οι επιστάτες που είχαν μαζευτεί ολόγυρα έμεναν σιωπηλοί και αδιάφοροι. Ο Κωστάκης κατάλαβε τι είχε συμβεί. Θυμήθηκε το ατύχημα που του κόστισε τον καλύτερό του φίλο. Μπορούσε να αισθανθεί την θλίψη των παιδιών αυτών. Ήταν το ίδιο συναίσθημα που κατέκλυζε και τη δική του καρδιά για τον Νικολή, για τον πατέρα του, για τη μητέρα που σχεδόν δεν είχε προλάβει να γνωρίσει. Με όλα αυτά τα παιδιά που είχε δει στο ταξίδι του τον συνέδεε κάτι κοινό: ένα θλιβερό παρελθόν κι ένα σκληρό παρόν!

- «Σχεδόν φτάσαμε», είπε ο νεαρός οδηγός του διακόπτοντας τις σκέψεις του.

Μετά από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, ο Κωστάκης πάτησε με τα πόδια του το έδαφος ενός άγνωστου αλλά φιλόξενου τόπου. Χαμογέλασε πλατιά, καθώς αντίκρισε παιδιά που μιλούσαν και έπαιζαν ξέγνοιαστα. Πλησιάζοντας το καθένα από αυτά, μάθαινε την ιστορία του, από πού καταγόταν, πώς ήταν η ζωή τους και πώς είχαν φτάσει εκεί. Αν και δεν βρισκόταν παρά μόνο λίγες ώρες κοντά τους, ένιωθε ότι τους γνώριζε από πάντα και ότι ήταν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια.

Ξαφνικά, άκουσε μια φωνή να τον καλεί με το όνομά του:

- «Κωστάκη! Κωστάκη!»

Γύρισε το κεφάλι του και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα παιδί έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν ο Νικολής, ο πολυαγαπημένος του φίλος. Τον έσφιξε στα χέρια του και δεν ήθελε να τον αφήσει.

 - «Δεν το πιστεύω ότι ήρθες επιτέλους! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω!» έλεγε με ανακούφιση ο φίλος του. «Με το που έφτασα εδώ, μίλησα αμέσως για σένα στον νεαρό φίλο μας. Ήξερα πόσο θα λάτρευες αυτό το μέρος!» συνέχιζε ο Νικολής χωρίς να παίρνει ανάσα. «Με διαβεβαίωσε ότι θα ερχόσουν κι εσύ εδώ ούτως ή άλλως, όταν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή – και να που ήρθες!»

Ο Κωστάκης δεν μπορούσε κι αυτός να κρύψει τη χαρά του. Όταν όμως γύρισε το κεφάλι του, για να ευχαριστήσει τον νεαρό για το θαυμάσιο μέρος στο οποίο τον είχε φέρει, δεν τον είδε πουθενά. Κοίταξε τριγύρω του, τίποτα… Ύστερα έριξε μια ματιά στη γη και τότε τον ξεχώρισε. Βρισκόταν στην Αμερική, κοντά σε ένα παιδάκι που δούλευε στα βάθη ενός ορυχείου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου