Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο νεαρός στρατιώτης



      Σε ένα μικρό χωριό της Γαλλίας ζούσε ο Πέτρος, ένα νεαρό και γενναίο αγόρι. Έμενα μαζί με τους γονείς του και ήταν αρκετά ευτυχισμένος, ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος.
    Μέσα στις άθλιες συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος ο Πέτρος ωρίμασε απότομα και σε σύντομο χρονικό διάστημα ο νεαρός έδειξε τη σοβαρότητα και τη δύναμη που είχε μέσα του. Κατάφερε να επιβιώσει μαζί με τους γονείς του, ακόμα κι όταν το σπίτι του έγινε σωρός από συντρίμμια βρίσκοντας κατάλυμα σε εγκαταλελειμμένα σπίτια στην άκρη του χωριού. Εκείνο  που δεν κατάφερε να συνηθίσει είναι ο θάνατος αθώων ανθρώπων, φίλων, συγγενών ή συγχωριανών.
    Μέσα στη δίνη του πολέμου αναγκάστηκε και αυτός να γίνει στρατιώτης και να πολεμήσει για την πατρίδα του. Ήθελε να προσφέρει  κι αυτός τις δυνάμεις του για την ελευθερία της πατρίδας του και ήλπιζε ότι θα τα καταφέρει  και θα είναι περήφανος για τον εαυτό του.
    Μέσα του φοβόταν πολύ, γιατί κάθε φορά η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Οι εχθροί του ήταν πολλοί και τα όπλα τους στραμμένα απειλητικά εναντίον του. Όμως ο Πέτρος αψήφησε το θάνατο και πολέμησε σκληρά όπως άλλωστε όλοι οι συμπολεμιστές του. Οι μέρες περνούσαν μέσα σε μια κόλαση φωτιάς και θανάτου και οι νύχτες ήταν το μοναδικό διάστημα ηρεμίας γι’ αυτόν.
    Μετά από αρκετούς μήνες ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του αφήνοντας πίσω του νεκρούς, τραυματίες, ερείπια και καταστροφές. Όμως το σημαντικό ήταν πως ο Πέτρος και οι στρατιώτες του είχαν νικήσει. Τότε ο Πέτρος γύρισε στο σπίτι του. Όλο αυτό το διάστημα του είχε λείψει πολύ η οικογένεια του.
    Στενοχωρήθηκε πολύ όταν αντίκρισε το σπίτι του μισογκρεμισμένο. Ένιωσε ότι είχε χάσει ένα κομμάτι του εαυτού του και αυτό τον πόνεσε πολύ. Όμως δεν είχε χρόνο να σκεφτεί περισσότερο. Έπρεπε να βρει τους δικούς του ανθρώπους.  Λαχταρούσε να σφίξει στην αγκαλιά του τον πατερά και τη μητέρα του, να τους διηγηθεί τα κατορθώματα του και να μοιραστεί μαζί τους τη χαρά και την υπερηφάνεια που ένιωθε.
    Όμως όσο και να έψαξε, δεν βρήκε τους γονείς του. Η ανησυχία του αυξανόταν όλο και περισσότερο. Άρχισε να ρωτάει κάθε επιζήσαντα, αλλά κάνεις δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Η ανησυχία του έγινε αγωνιά και η αγωνιά του σπαραγμός. Πονούσε αφάνταστα στην ιδέα ότι δε θα τους ξαναέβλεπε. Ένιωθε άδειος και ολομόναχος γιατί πλέον δεν είχε κανένα στήριγμα στη ζωή του.
    Μηχανικά περπάτησε έως την άκρη του χωριού. Τα βήματα του τον οδήγησαν στη σπηλιά που κρυβόταν, όταν ήταν μικρός και έπαιζε με τα άλλα παιδιά του χωριού. Εκεί ήθελε να κρυφτεί από την απελπισία του και από τη σκληρή πραγματικότητα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα από το κλάμα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα έκλαιγε. Τα έτριψε και κάθισε σε μια γωνιά της σπηλιάς.
    Του φάνηκε ότι άκουσε ομιλίες στο βάθος και προχώρησε για να δει αν υπήρχαν άνθρωποι εκεί. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του, όταν αντίκρισε τους γονείς του. Γεμάτος συγκίνηση του πλησίασε, τους αγκάλιασε και τους είπε <<Τα κατάφερα , τα καταφέραμε >>. 

                                                                                                               Σπυριδούλα Βαβουράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου