Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο νέος στρατιώτης


 Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον λοχία να σπρώχνει σιγά σιγά τους στρατιώτες για να βγουν από τις λακούβες που είχαν δημιουργήσει τα αεροπλάνα με τους βομβαρδισμούς χτες το βράδυ. Ένας βαθύς πόνος στο στήθος μου από το φόβο με έκανε να θέλω να κουβαριαστώ και να κλείσω τα αυτιά μου, αλλά πριν σκύψω, ο λοχίας με γράπωσε με τα σφιχτά από πίεση χέρια του και λίγο πριν με σπρώξει έξω για να πολεμήσω,  με διέταξε να κρατάω το κεφάλι μου χαμηλά και να τρέξω όσο πιο πολύ μπορώ. Εκείνη την ώρα έναν στρατιώτη λίγο πριν βγει έξω από την λακούβα, μια σφαίρα του διαπερνάει το κεφάλι, αφήνοντας τον ελεύθερο να πέσει κάτω σαν η σφαίρα να του έλεγε ότι όλα τελείωσαν, ότι τώρα μπορείς να ηρεμήσεις. Το πτώμα του αδικοχαμένου στρατιώτη έπεσε πάνω στον λοχία και εκείνος το έσπρωξε σαν να ήταν σακί με άμμο.
Μόλις βγήκα έξω, χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν  δίπλα μου. Το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι τα λόγια του λοχία και έσκυψα αμέσως το κεφάλι καθώς μια σφαίρα περνούσε πάνω από το κράνος μου με ένα φοβερό τρίξιμο. “Ήμουν τυχερός “ είπα στον εαυτό μου, αφού ήταν ο μόνος φίλος που μου είχε απομείνει σε μια τέτοια άβυσσο. Καθώς έτρεχα, σκόνταφτα σε μικρά λοφάκια από πτώματα στρατιωτών που ήλπιζαν να γυρίσουν σπίτι, σε αυτούς που αγαπούν.
Δεν χρειαζόταν πολύ για να σηκώσω το κεφάλι μου και να αντικρίσω κάτι χειρότερο από μια σφαίρα στο κεφάλι μου. Ακριβώς απέναντι μου, βρισκόταν ένας στρατιώτης από το αντίπαλο στρατόπεδο. Ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει από τον φόβο της. Το σώμα μου μου έλεγε ότι τώρα πρέπει να πατήσω την σκανδάλη, αλλά η καρδιά μου δεν με άφηνε. Ανταλλάξαμε βλέμματα φόβου ο ένας στον άλλο. Δεν ορμούσε, απλά με κοίταζε. Πήρα το ρίσκο και κατέβασα το όπλο μου και εκείνος άρχισε σιγά να το χαμηλώνει μέχρι που το έβαλε στα πόδια. Φοβόταν μήπως τον πυροβολήσω πισώπλατα αλλά δεν είχα την δύναμη να το κάνω. Η μοναξιά που ένιωθα στην αρχή είχε εξαφανιστεί, αφού δεν ήμουν ο μόνος που δεν ήθελε να βρίσκεται  σε αυτό το μέρος. Ο λοχίας με πλησίασε και με επέπληξε, επειδή δεν σκότωσα τον στρατιώτη. 
Δεν μπορούσα να συνέλθω από αυτά που αντίκρισα εδώ και ένα μήνα πολέμου. Είχα πέσει κάτω σπαράζοντας στα κλάματα, φοβόμουν. Και τι δεν θα έδιναν για να τελειώσουν όλα και να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου, στους γονείς μου; Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να σηκωθώ να πολεμήσω ή αλλιώς θα πέθαινα σαν δειλός. Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω και να ρίχνω αδέσποτες. Μετά από δύο ώρες πολέμου, το αντίπαλο στρατόπεδο υποχωρούσε και ο λοχίας φώναζε να μην δείξουμε έλεος. Ευτυχώς, δεν κατάφερα να πετύχω κανέναν. Ξαφνικά, μια άσπρη σημαία ξεδιπλώθηκε στον αέρα και τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί. Επικράτησε μια ησυχία  στο πεδίο της μάχης και μετά από λίγο όλοι ζητοκραύγαζαν. Ποτέ δεν ένιωσα πιο ανακουφισμένος και χαρούμενος. Όλα είχαν τελειώσει.

                                                                                        Σάββας Γκρέμης Λιαδής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου