Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Μία δεύτερη ευκαιρία


Δευτέρα 21 Απριλίου
  Σήμερα ήρθε στο σχολείο μας ο Στέφανος. Είναι ο καινούριος συμμαθητής μας που κάθισε στο διπλανό θρανίο. Τον παρατήρησα διακριτικά. Αυτό το δεκαεφτάχρονο αγόρι με τα κατάμαυρα μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια κέρδισε την συμπάθειά μου. Όταν τελείωσε η διδακτική ώρα, τον πλησίασα και τον καλωσόρισα στο σχολείο μας. Του χαμογέλασα για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα και τότε πρόσεξα το βλέμμα του, ένα ανέκφραστο, σχεδόν παγερό βλέμμα. Αυτό το βλέμμα με έκανε να θέλω να τον γνωρίσω καλύτερα, γι' αυτό του πρότεινα να βγούμε μετά το σχολείο μαζί με κάποιους συμμαθητές μας. Εκείνος αν και αρχικά δίστασε, τελικά δέχτηκε.
Τρίτη 22 Απριλίου
  Σήμερα ο Στέφανος δεν ήρθε στο σχολείο. Ρώτησα τους υπόλοιπους αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ανησύχησα για την απουσία του, αλλά προτίμησα να περιμένω να γυρίσει και να τον ρωτήσω η ίδια.
Τετάρτη 23 Απριλίου
  Δύο δίδυμοι συμμαθητές μου, ο Άλεξ και ο Δημήτρης, πλησίασαν το Στέφανο και άρχισαν να κουβεντιάζουν μαζί του. Χάρηκα που δεν ήταν μόνος του, παρ’ όλο που δεν έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την παρέα τους. Αποφάσισα να μην ρωτήσω τίποτα. Βγήκα από την τάξη και πήγα στο κυλικείο για να πάρω ένα χυμό. Ετοιμαζόμουν να κατέβω τη σκάλα, όταν ένας βιαστικός μαθητής έπεσε επάνω μου. Ύστερα, πριν το καταλάβω καλά-καλά έχασα την ισορροπία μου πέφτοντας προς τα πίσω, πάνω στο Στέφανο. Εκείνος όμως, αντί να προφυλαχθεί, αυτομάτως γύρισε και αγκαλιάζοντάς με, δημιούργησε μια προστατευτική ασπίδα και με κράτησε! Δεν γινόταν να μη σοκαριστώ. Είμαι απόλυτα σίγουρη πως από εκείνη τη στιγμή και μετά τον είχα ερωτευτεί.
  Μετά το σχολείο πηγαίνουμε στο πάρκο. Ο καιρός είναι υπέροχος, τίποτα δεν θυμίζει τη χτεσινοβραδινή βροχόπτωση. Ο ήλιος λάμπει και ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι του χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Δεν μπορώ να σταματήσω να τον κοιτάζω μέσα στα γκρίζα ανέκφραστα μάτια του. Εκείνος όμως, κοιτάζει  χαμηλά συνεχώς, χωρίς να μιλάει. Δυσκολεύομαι να διακόψω αυτή τη σιωπή, αλλά πρέπει. Το νιώθω!  Έτσι αποφασίζω να του πω:
 - Είσαι πολύ χλωμός σήμερα... Τρέχει κάτι; Ανησυχώ για σένα.
  Εκείνος συγχυσμένος γυρίζει απότομα και με κοιτάζει. Τα μάτια του γίνονται φωτεινά. Έπειτα χαμηλώνει το βλέμμα και λέει:
- Αλήθεια δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, με συγχωρείς απλά...
  Κάνει μια παύση, δείχνει να διστάζει. Έπειτα, γυρίζει και χαμογελά πλατιά προσπαθώντας να κρύψει τη λύπη του και απαντά:
- Ξέχνα το! Το βλέμμα του καρφώνεται σε ένα κτήριο, στο ψηλότερο κτήριο της πόλης και μένει για πολλή ώρα εκεί.
  Τι ανόητη κι εγώ; Εκείνη τη στιγμή αποφασίζω να αλλάξω το θέμα συζήτησης.
- Ξέρεις, ήθελα να σε ευχαριστήσω  που με προστάτεψες από τη  πτώση στις σκάλες. Συγγνώμη που δεν μίλησα και το έβαλα στα πόδια μετά από αυτό, αλλά είχα τρομάξει.
  Εκείνος με κοιτάζει με ένα ελαφρύ χαμόγελο και λέει:
- Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς! Αν και δεν σου κρύβω πως θα έκανα τα πάντα για να μην ξανακινδυνέψεις.
  Μιλάει χαμηλόφωνα και κοιτάζει αλλού. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνό μου. Έχω αργήσει να πάω σπίτι! Του λέω πως πρέπει να φύγω. Εκείνος, δεν γυρίζει να κοιτάξει. Φαίνεται να περιμένει κάτι όμως,  τί; Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ. Του δίνω το τηλέφωνό μου και φεύγω βιαστικά. Παρ' όλα αυτά ανησυχώ!
Πέμπτη 24 Απριλίου
  Αποφασίζω να διασχίσω το πάρκο για να περάσω από το σημείο που συναντηθήκαμε. Εκεί η μοίρα μου επιφυλάσσει μια έκπληξη! Απ' ότι φαίνεται και ο Στέφανος είχε την ίδια ιδέα! Αφού χαιρετιόμαστε χαρούμενα ξεκινάμε να πηγαίνουμε στο σχολείο μαζί.
  Καθώς περπατάμε, σκέφτομαι πως δείχνει τόσο χαρούμενος. Μιλάει συνεχώς, για τα παιδιά στο σχολείο, για τον καιρό και άλλα πράγματα. Δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω. Το μυαλό μου τρέχει αλλού. Ένα άσχημο προαίσθημα που έχω για αυτόν με κάνει να θέλω να μάθω περισσότερα. Πρέπει να γίνω πιο διακριτική. Έτσι αφηρημένη, αναφωνώ καταλάθος:
- Τέλος, από εδώ και πέρα θα πρέπει να είμαι πιο προσεκτική!
  Τότε ο Στέφανος σταματά να μιλά, με κοιτάζει περίεργα και έπειτα λέει γελώντας:
- Προφανώς!
  Εγώ κοκκινίζω και ζητώ συγγνώμη. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ πως βρισκόμαστε στην είσοδο του σχολείου. Μπαίνουμε μέσα τρέχοντας μιας και το κουδούνι έχει ήδη χτυπήσει! Καθόμαστε στα θρανία μας και ξεφυσάμε ταυτόχρονα. Βλέποντας ο ένας τον άλλον ξεσπάμε σε γέλια.
Παρασκευή 25 Απριλίου
  Σήμερα δεν ήθελα να πάω στο σχολείο. Το γεγονός ότι έμεινα όλη τη νύχτα άυπνη μου χάλασε τη διάθεση και προτίμησα να μείνω σπίτι μου. Το απόγευμα η Έμιλι , ο Δημήτρης και ο Άλεξ μαζί με το Στέφανο με επισκέπτονται ανήσυχοι για να δουν αν είμαι καλά. Εγώ τους διαβεβαιώνω πως είμαι καλά και τους ευχαριστώ που νοιάστηκαν για εμένα και που μου έφεραν τα μαθήματα. Έχουν φέρει και εκείνοι τα δικά τους και καθόμαστε να διαβάσουμε παρέα. Όταν τελειώνουμε πηγαίνουμε μια βόλτα, σταματούμε στο πάρκο και χαζεύουμε τους περαστικούς. Ο Στέφανος όμως, απομακρύνεται και κοιτάζει συνεχώς το ίδιο κτήριο, το ψηλότερο της πόλης. Επιστρέφοντας, χωριζόμαστε σιγά σιγά, έτσι μένω μόνη γυρνώντας σπίτι. Εκείνη τη στιγμή, μου επιτίθεται ένας άντρας με κουκούλα, μου παίρνει το κινητό και όσα χρήματα είχα. Όταν συνέρχομαι από το πρώτο σοκ τρέχω σπίτι! Ξαπλώνω και προσπαθώ να ηρεμήσω.
Σάββατο 26 Απριλίου
  Σήμερα έχω μια ανησυχία αδικαιολόγητη. Οι αισθήσεις μου βρίσκονται σε συναγερμό. Νιώθω ότι κάτι κακό θα συμβεί και θέλω να το εμποδίσω. Τί όμως να είναι αυτό; Οι ώρες κυλούν αργά και ‘γω αναρωτιέμαι χωρίς όμως να βρίσκω απάντηση.
  Το βράδυ ξυπνάω απότομα! Ευτυχώς αύριο δεν έχουμε σχολείο. Σηκώνομαι γρήγορα, ντύνομαι και φεύγω τρέχοντας χωρίς να πω τίποτα σε κανένα. Θέλω να φτάσω γρήγορα στον προορισμό μου. Ποιόν προορισμό όμως; Στο μυαλό μου είναι χαραγμένη η εικόνα του ψηλότερου κτηρίου της πόλης. Φτάνοντας εκεί, βλέπω μια μαύρη σκιά στην οροφή του κτηρίου. Ανεβαίνω τα σκαλιά τρέχοντας και ορμάω στη ταράτσα. Ο Στέφανος είναι εκεί και στέκεται στην άκρη. Με κοιτάζει έκπληκτος.
  Εκείνη τη στιγμή φωνάζει :
- Μην προσπαθήσεις να μου αλλάξεις γνώμη, δεν μου αξίζει να ζω.
  Εγώ σοκαρισμένη, βρίσκοντας ελάχιστο κουράγιο λέω αποφασιστικά:
- Μην τολμήσεις να πέσεις! Δεν υπάρχει λόγος να τελειώσεις εδώ τη ζωή σου. Φυσικά και αξίζεις να ζεις! Μοιράσου μαζί μου αυτό που σε βαραίνει τόσο καιρό.
  Εκείνος, δακρύζει και χαμηλώνει το κεφάλι του. Μετά από λίγο λέει:
- Πολύ καλά. Θα σου πω. Εξάλλου, δεν έχω κάτι να χάσω. Κατάγομαι από μία οικογένεια με πολλά προβλήματα. Ο πατέρας μου πέθανε πριν γεννηθώ σε ένα τροχαίο ατύχημα. Η μητέρα μου, απ' την άλλη εδώ και έντεκα χρόνια υποφέρει από καρκίνο. Έχει μείνει παράλυτη και τη φροντίζω εδώ και οκτώ χρόνια καθημερινά μόνος. Βέβαια, τη Δευτέρα, όταν ήρθα για πρώτη φορά σχολείο, μετά από τόσα χρόνια αθέτησα την υπόσχεση που της είχα δώσει το πρωί, να γυρίσω αμέσως σπίτι και βλέπεις, βγήκα μαζί σας. Προτίμησα να διασκεδάσω και να παρακούσω τη μητέρα μου που έγινε το θύμα του εγωισμού και της αναβλητικότητάς μου.
  Εγώ μη μπορώντας να καταλάβω καλά τον ρώτησα:
- Τι εννοείς;
  Εκείνος δεν απάντησε. Αντιθέτως, γύρισε και κοίταξε το κενό. Δεν άντεξα, έτρεξα και τον αγκάλιασα φωνάζοντας:
 - Μην πέσεις, σε παρακαλώ! Τον έσφιξε περισσότερο! Εκείνος φώναξε:
 - Σταμάτα... Άσε με!
  Ύστερα, γύρισε για να κρύψει το εξαγριωμένο του πρόσωπο. Εγώ είδα όμως, πολύ καλά δύο δάκρυα να κυλούν από τα μάγουλά του και χάνονται στο κενό. Ξεφυσώντας του είπα:
 - Όταν έπεσα εγώ, εσύ με προστάτεψες, έτσι λοιπόν, είναι η σειρά μου να σε προστατέψω από την πτώση. Αν και δε σου κρύβω πως θα έκανα τα πάντα για να μην ξανακινδυνέψεις ποτέ!
   Εκείνος γύρισε και με κοίταξε έκπληκτος και πριν καλά-καλά να το καταλάβω με αγκάλιαζε σφιχτά και ακόμη κι αν δεν έβλεπα το πρόσωπό του μπορούσα να καταλάβω από τη ανάσα του που γινόταν όλο και πιο κοφτή πως έκλαιγε. Τότε ήταν που παρατήρησα τον ουρανό. Ήταν μια πανέμορφη νύχτα, τα αστέρια έμοιαζαν με διαμάντια και το φεγγάρι ήταν τόσο φωτεινό και όμορφο. Συνεχίσαμε να καθόμαστε στην άκρη του κτηρίου. Ο Στέφανος μου έπιασε το χέρι και άρχισε να εξηγεί:
  - Άκου, τη Δευτέρα, το πρωί η μητέρα μου δεν αισθανόταν πολύ καλά, έτσι μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι όσο το δυνατόν γρηγορότερα μπορούσα. Εγώ βέβαια, γνωρίζοντας τόσο πολλά συνομήλικα μου παιδιά μετά από χρόνια και για την ακρίβεια, από την πέμπτη τάξη μου, ένιωσα ξανά χαρούμενος, ένιωσα να ανακαλύπτω ένα κόσμο που θα μπορούσα να τα συνδυάσω όλα νιώθοντας ξανά ελεύθερος και ελαφρώς απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις μου. Παρασυρόμενος από όλα αυτά, αποφάσισα να αγνοήσω για μία μονάχα φορά την αδιαθεσία της μητέρας μου και να ξεφύγω από τις καθημερινές μου υποχρεώσεις. Βέβαια, δεν γνώριζα πως η εύθραυστη υγεία της δεν θα άντεχε την απουσία μου. Κλείνοντας λοιπόν, συνειδητά το τηλέφωνό μου τη Δευτέρα, τη στιγμή που διασκέδαζα ουσιαστικά, γύρισα την πλάτη μου στην τελευταία έκκληση βοηθείας της μητέρας μου, που κατέληξε νεκρή. Γι' αυτό πρέπει να με αφήσεις να πέσω. Δεν καταλαβαίνεις, είμαι ένας εγκληματίας! Σε παρακαλώ!
- Αυτό δεν είναι αλήθεια, απλά είδες πως είναι να ζει κανείς ελεύθερος. Λυπάμαι κι εγώ για την μητέρα σου αλλά, όσο κι αν λυπάσαι, είναι αργά για να την σώσεις. Δεν καταλαβαίνεις; Αποκλείεται να ήθελε να βάλεις ένα τόσο άδοξο τέλος στη ζωή που σου χάρισε. Έφτασε η ώρα να ζήσεις ελεύθερος! Να ζήσεις για εκείνη!
  Έκλαιγα πλέον. Εκείνος με κοίταξε σκουπίζοντας τα δάκρυά μου και λέγοντας:
- Μα τώρα δεν έχω ούτε στέγη, αυτή τη στιγμή με αναζητά η πρόνοια, επειδή θεωρούμαι ορφανός! Ίσα που πρόλαβα να το σκάσω από το σπίτι. Δεν έχω μέλλον! Βλέπεις, σε καλούσα μα δεν απαντούσες. Ένιωσα τόσο μόνος και αβοήθητος! Γι' αυτό πήρα αυτή την απόφαση.
- Μη λες ανοησίες! Θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη. Πιστεύω σε σένα, όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.
  Τελειώνοντας τη φράση αυτή, έσκυψε και με φίλησε απαλά. Ύστερα απάντησε:
-Μια δεύτερη ευκαιρία λοιπόν … Μαζί σου.
  Θα τη θυμάμαι αυτή τη μέρα.
Κυριακή 27 Απριλίου
Θα τη θυμάμαι για πάντα αυτή τη μέρα.
Μια δεύτερη ευκαιρία λοιπόν... Μαζί σου. 

                                                                                                         Σοφία Χουλιάρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου