Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΜΗ ΜΕ ΨΑΞΕΙΣ


                                                   

 Τα φύλλα των δέντρων που σείονταν πίσω της κι ο φλοίσβος των κυμάτων, που κατέφθαναν από το βάθος του ωκεανού στα πόδια της, χάιδευαν τ’ αυτιά της. Γέμισε τις μπαταρίες της με ηρεμία πριν γυρίσει πάλι πίσω στα μαρτύριά της. Έριξε μια τελευταία ματιά στο γράμμα που κρατούσε στα χέρια της:

Άγνωστε και μοναδικέ μου φίλε,
 αν διαβάζεις την ελπίδα μου, τότε με ξέρεις, γιατί η ελπίδα μου είναι τα γράμματα που κολυμπούν στο χαρτί, το οποίο έχεις στα χέρια σου. Ίσως να μην ξέρεις να τα διαβάσεις. Ίσως να σου γράφω σε μια άγνωστη για σένα γλώσσα. Μα σίγουρα θα νιώσεις αυτά που νιώθω, όταν θα ανοίξεις το μπουκάλι με το γράμμα μου.
 Η ζωή μου είναι δύσκολη. Δεν έχω φίλους. Στο σχολείο κανείς δεν με θέλει. Δεν είναι αυτό όμως, που με πειράζει περισσότερο. Με πειράζει που η μαμά μου δεν είναι καλά. Ο μπαμπάς μου έφυγε για έναν καλύτερο κόσμο ψηλά στον ουρανό και η μαμά μου, αντί να χαίρεται, κλαίει συνέχεια, πίνει και καπνίζει. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνει αυτό. Κι εγώ στεναχωριέμαι που ο μπαμπάς μου δεν θα είναι πια κοντά μου, αλλά θέλω να χαίρομαι που έχει πάει σ’ έναν καλύτερο κόσμο και που θα είναι χαρούμενος και θα με προσέχει από εκεί.
 Δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Δεν ξέρω αν εσύ καταλαβαίνεις. Εμένα πάντως με καταλαβαίνεις. Σίγουρα με καταλαβαίνεις. Δεν ξέρω ποιος είσαι. Δεν ξέρω αν είσαι αγόρι ή κορίτσι. Ξέρω όμως πως διαβάζεις το γράμμα μου, άρα διαβάζεις και την ελπίδα μου, η οποία είναι να γίνει καλά η μαμά μου και να ζήσουμε ευτυχισμένες, όπως πριν, έστω και χωρίς τον μπαμπά.
 Δεν περιμένω απάντηση. Θέλω μόνο τα γράμματά μου σαν θα βρίσκεις να τα διαβάζεις μέχρι το τέλος.
Σ’ ευχαριστώ που με διαβάζεις.

 Μόλις τελείωσε την ανάγνωση, τύλιξε το γράμμα, το έβαλε στο μπουκάλι και αφού το σφράγισε, το έριξε στην θάλασσα χαμογελώντας με ελπίδα ότι κάποιος θα το διαβάσει.
 Γυρνώντας σπίτι, δεν βρήκε την μητέρα της όπως πάντα στην κουζίνα να κοιμάται μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι αγκαλιά. Δεν είχε γυρίσει ακόμα. Έτσι, πήγε τρέχοντας στο δωμάτιό της, φοβούμενη μήπως γυρίσει εκείνη την στιγμή και την αντικρίσει. Η μοναξιά της την οδήγησε στο να γράψει άλλο ένα γράμμα.

Άγνωστε φίλε μου και σύντροφε,
  αισθάνομαι τόσο μόνη. Γι’ αυτό και σου γράφω πάλι. Όχι μόνο με την ελπίδα ότι θα με διαβάσεις. Μέσα μου φώλιασε άλλη μια ελπίδα. Διάβασέ την λοιπόν.
 Το σπίτι μοιάζει τόσο άδειο χωρίς τον μπαμπά και τόσο σκοτεινό χωρίς τη μαμά. Κάθε που ακούω έναν παράξενο ήχο τρέμω και κουκουλώνομαι κάτω από την κουβερτούλα μου. Μόνο αυτή έμεινε πλέον να με προστατεύει από τα τέρατα στην ντουλάπα και αυτό το περισσότερο φοβισμένο από μένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου. Μα δεν πρέπει να φοβάμαι. Είμαι πολύ μεγάλη για να φοβάμαι. Και στο κάτω-κάτω η γιαγιά είχε πει πως θα με προστάτευε ο μπαμπάς.
 Μα θέλω μια μέρα η μαμά μου να γυρίσει και να με βγάλει από αυτό το δωμάτιο και να μου πει πως θα μ’ αγαπάει και θα με προστατεύει.
 Κλείνω βιαστικά το γράμμα μου, γιατί τα τέρατα ήρθαν και πάλι στο σπίτι και πλησιάζουν την πόρτα μου.

 Τύλιξε το γράμμα, το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της, κουκουλώθηκε με την κουβέρτα της και αφουγκράστηκε τα βήματα που έφταναν έξω από την πόρτα της. Η πόρτα άνοιξε. Κρατούσε την ανάσα της όσο μπορούσε περισσότερο, αλλά τα πνευμόνια της ήταν πολύ μικρά για να αντέξουν. Ό, τι κι αν ήταν αυτό που είχε μπει στο δωμάτιό της τώρα την άγγιζε κι εκείνη είχε παραλύσει από τον φόβο. Σιγά-σιγά το άγγιγμα υποχώρησε κι εκείνη βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες.
 Όταν ξύπνησε είχε πια ξημερώσει η επόμενη μέρα. Πάλι δεν βρήκε τη μητέρα της. Τα άδεια μπουκάλια και τα αποτσίγαρα όμως, μαρτυρούσαν την παρουσία της στο σπίτι για λίγες ώρες, πριν εξαφανιστεί πάλι.
 Κατέβηκε στην παραλία κι ετοιμάστηκε να ρίξει στην θάλασσα το γράμμα που είχε γράψει το προηγούμενη βράδυ. Μα στα πόδια της έφτασε ένα άλλο μπουκάλι ίδιο με το δικό της. Το άνοιξε και διάβασε το γράμμα που είχε μέσα.

 Δεν ξέρω ποιος ή ποια είσαι, μα πρέπει να είσαι κορίτσι. Τα κορίτσια μιλούν έτσι. Εγώ είμαι αγόρι. Δεν σε ξέρω. Δεν ξέρω πού μένεις. Δεν ξέρω πόσων χρονών είσαι. Αλλά νιώθω όπως εσύ. Βέβαια, εμένα οι γονείς μου ζουν. Αυτό που κάνει την ζωή μου δύσκολη είναι οι συμμαθητές μου στο σχολείο. Όλο με πειράζουν. Και μου αρέσει ένα κοριτσάκι από την τάξη μου, αλλά ντρέπομαι να την πλησιάσω και τώρα αυτή θα είναι στεναχωρημένη, γιατί έχασε τον μπαμπά της. Εγώ ελπίζω μια μέρα να μου χαμογελάσει και να σταματήσουν τ’ άλλα παιδιά να με πειράζουν.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που με διαβάζεις.

 Ένα χαμόγελο έλαμψε στο μικρό της προσωπάκι. Είχε αποκτήσει έναν καινούργιο φίλο και θα μπορούσε να μοιραστεί τα πάντα με αυτόν. Και καθώς μεγάλωνε μαζί του έπαιρνε δύναμη και θάρρος από τη χαρά του να μοιράζεται μαζί της τα πάντα.
 Δυο παράλληλες ζωές να τις χωρίζει και να τις ενώνει το δέλτα ενός ποταμού. Δυο μικρές καρδιές που ερωτεύτηκαν το είναι τους. Δυο ψυχές που μεγάλωναν παράλληλα και ξεδιπλώνονταν η μία στην άλλη όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου. Να βλέπονται κάθε μέρα στο σχολείο, αλλά να μην ξέρουν ποιοι είναι. Μόνο να το αισθάνονται.
 Μεγαλώνοντας απέκτησαν τις δικές τους παρέες, μα τα προβλήματά τους δεν σταματούσαν. Ακόμα υπήρχαν παιδιά που τον πείραζαν. Ακόμα η μητέρα της απουσίαζε από την ζωή της. Και αυτά τα προβλήματα τους έπνιγαν. Αυτά τους έκαναν να νιώθουν την ανάγκη για δρόμους διαφυγής. Και μια μέρα που εκείνος έφυγε από το σχολείο γδαρμένος και ματωμένος έτρεξε στην παραλία και πέταξε άλλο ένα γράμμα για κείνην.
 Η ζωή μου με πνίγει, αγαπημένη μου. Τι κι αν φύτρωσαν τρίχες στο πρόσωπό μου και βάρυνε η φωνή μου; Τι κι αν γυμνάζομαι και δυναμώνουν οι μυς μου; Δεν μπορώ να τους αντιμετωπίσω. Δεν μπορώ να τους χτυπήσω, όσο κι αν τους μισώ. Ντρέπομαι να γυρίσω σπίτι. Έλα να με βρεις το ηλιοβασίλεμα στη γέφυρα του ποταμού της πόλης μας. Ελπίζω να έρθεις. Κι αν δεν έρθεις θα χαθώ για πάντα στον ουρανό που φτιάξαμε μαζί.

 Κι εκείνη το διάβασε. Μα η ζωή της την είχε φέρει σε αδιέξοδο. Στερούνταν πολλά και τα φαντάσματά της δεν την άφηναν σε ησυχία. Μόνο η θάλασσα την ηρεμούσε και η ιδέα ότι μια μέρα θα βρισκόταν κοντά στον μπαμπά της. Δυο ενδεχόμενα υπήρχαν. Από την μια το μαχαίρι και από την άλλη μια καταδικασμένη αγάπη, αφού και οι δύο ήταν δυστυχισμένοι. Το δέλτα του ποταμού μάρτυρας και διαμεσολαβητής της παιδικής τους αθωότητας. Και η αγάπη τους πλοίο έτοιμο να ναυαγήσει.
 Κι όταν για πρώτη φορά η μητέρα της γύρισε σπίτι πριν νυχτώσει δεν βρήκε τίποτε άλλο παρά ένα γράμμα.

 Μάνα μου,
  η καρδιά μου ράγισε. Αυτή η αγνή παιδική καρδιά που μόνο αγάπη σου ζήτησε. Έφυγε πια, πήγε μακριά, σε άλλα μέρη, κοντά σε πράγματα που την ζέσταιναν τις κρύες μέρες που εσύ έλειπες. Γι’ αυτό, λοιπόν, μην με ψάξεις στο άδειο, παγερό δωμάτιό μου, ούτε σ’ αυτό το σκοτεινό, στοιχειωμένο σπίτι. Μα, μητέρα, πριν να φύγω δεν σου ζήτησα τον λόγο.
  Ακόμη κι αν είναι αργά, ακόμη κι αν δεν ακούσω τις αιτίες, πες μου γιατί έλειπες τόσα βράδια από το σπίτι. Τόσες κρύες νύχτες που τα φαντάσματα με στοίχειωναν και πλενόταν το πρόσωπό μου με δάκρυα φόβου. Δεν σε κατηγορώ, αντιθέτως, προσπαθώ να σε δικαιολογώ που η απουσία σου συμπλήρωσε την απουσία του μπαμπά. Ξέρεις, κι εμένα μου έλειψε και το παιχνίδι μαζί του και η ζεστή αγκαλιά του και τα αστεία του και καθετί δικό του, μα πίστευα πως εκεί που πήγε θα είναι καλύτερα απ’ ότι εδώ και χαιρόμουν γι’ αυτόν, γιατί πίστευα και ήξερα πως κάποια μέρα θα πήγαινα να τον βρω. Ίσως αυτή η μέρα να έκανα να ‘ρθει νωρίτερα. Ίσως πάλι να αποφάσισα πως η ζωή έχει κάτι ακόμα να μου δώσει.
   Η ζωή είναι ένας κόσμος από συναισθήματα που γέννησαν οι άνθρωποι κι εγώ θα σου μιλήσω μόνο γι’ αυτά που φαίνεται να έχουν ξεχαστεί απ’ τους πολλούς.
  Συναίσθημα 1ο: η Αγάπη… Ξέρεις, μαμά, ένα μικρό αγόρι είπε πως θα μ’ αγαπάει και τώρα πάω να το βρω στον δικό μας ουρανό. Άραγε, όμως, τι να σήμαιναν τα λόγια του; Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω. Κάποιος κάποτε μου είπε πως η αγάπη ανασταίνει μια νεκρή καρδιά και την βγάζει από τον τάφο της μοναξιάς της. Μα πώς μπορεί κανείς να ξεπαγώσει μια καρδιά όταν ξέρει πως μόλις φύγει ο πάγος, θα την λούσει μαύρο αίμα απ’ τις πληγές της; Και πού έχει πάει πια αυτή η αγάπη. αυτή που κάποιος γέρος σοφός μου είπε πως είναι μια πλανεύτρα, μια λυγερή, μια όμορφη αυταπάτη. Μάνα, έμαθα πως η αγάπη μπορεί να ζεστάνει κι εσένα, μα δεν μ’ άφησες να στη δώσω, αν και σου είχα φυλάξει μπόλικη…
  Συναίσθημα 2ο: η Ελπίδα… Την έχασες πριν από καιρό, μα εγώ για σένα την βρήκα. Ένα φανάρι άναψα χτες βράδυ και το κρέμασα στην εξώπορτα, να βρεις τον δρόμο σου πριν σε καταπιεί το σκοτάδι. Κι εγώ ήμουν μόνη μέσα στην νεκρική σιγή του δωματίου μου και μια φλόγα φόβου κι ανασφάλειας έσβησε στην καρδιά μου, όταν ένας άγγελος μ’ αγκάλιασε και μου είπε: «Μην φοβάσαι, μικρή μου, θα σ’ έχω κοντά μου». Κι αμέσως το πυκνό σκοτάδι έσκισε ένα αιώνιο φως, που η ψυχή μου το συγκράτησε σαν να πίστευε ότι θα το ξαναδεί, και αποκοιμήθηκα εκεί στην αγκαλιά των φτερών του. Μάνα, θα ορκιζόμουν πως γύρισε ο μπαμπάς αν δεν ήξερα πως ο δρόμος του δεν έχει επιστροφή. Και να ‘ξερες τι δύναμη πήρα εκείνη την ώρα! Αυτή τη δύναμη ονόμασα Ελπίδα κι έχω φύγει μαζί της τώρα…
  Συναίσθημα 3ο: ο Έρωτας… Αυτό το φτερωτό αγγελάκι που έκανε τον άνθρωπο να πετάξει ψηλά, για να πέσει τόσο χαμηλά, ώστε να κερδίσει μια καρδιά από πέτρα. Αυτό το πράγμα το τόσο άγνωστο σε μένα, το τόσο αδιάφορο πια σε σένα, αν μια μέρα το γνωρίσω θα στο θυμίσω…
  Είναι πολλά τα συναισθήματα κι όλα ζουν μες την καρδιά μας και περιμένουν κάποιος να βρει το κλειδί της πόρτας τους, για να βγουν στην επιφάνεια. Τα προβλήματα πολλά, μα οι μέρες λίγες. Ας δίνουμε και λίγο χρόνο σ’ αυτά που μας γεμίζουν χαρές και λύπες μοναδικές, της ψυχής μας μυστικές. Τώρα που έχω φύγει, δεν ξέρω τι θα κάνεις. Ήμουν ό, τι είχες κι έδειχνες πως δεν με ήθελες. Και πίστεψα πως έφταιγα για όλα αυτά που σου συμβαίνουν και πως, αν έφευγα, ίσως να έφευγαν κι αυτά που σε πονούν.
 Μην με ψάξεις στα σοκάκια που τριγυρνούσες τις νύχτες. Μην με ψάξεις στα τσιγάρα που έσβησες στο τασάκι. Μην με ψάξεις στα μπουκάλια που σε πότισαν αλκοόλ. Κι αν θες να χαϊδέψεις τα μαλλιά μου, που τα ‘λεγες μεταξένια, δεν θα τα βρεις σε κανένα ύφασμα αυτού του κόσμου.
  Ψάξε με σ’ όλα αυτά που αγαπούσα. Ψάξε τα μάτια μου στο ηλιοβασίλεμα. Ψάξε την φωνή μου να σου τραγουδήσει, όπως παλιά, στα πουλιά που φωλιάζουν στο δάσος δίπλα στο σπίτι μας. Ψάξε με εκεί που η θάλασσα ξεβράζει τα όνειρά μου. Ψάξε με εκεί που η ελπίδα μου πλανιέται στον άνεμο.
  Κι αν όλα αυτά δεν ξέρεις πού βρίσκονται, τότε μην με ψάξεις. Μόνο μείνε εδώ που σ’ άφησα. Ίσως μια μέρα να γυρίσω μόνη μου αν δεν με βρεις.

   Η κόρη της. Τώρα θα ήταν δεκαπέντε. Την είχε χάσει τόσα χρόνια. Πόση αδιαφορία έδειξε; Όση έδειξε και στον εαυτό της. Δεν είχε καταλάβει τόσα χρόνια πως αυτό το κομμάτι του εαυτού της υπέφερε μαζί της. Οι τύψεις και οι ενοχές της την ταρακούνησαν άγρια κι έτρεξε να την ψάξει.

 Κι εκεί που της έλεγε ότι θα είναι, εκεί ήταν. Είδε τα ματάκια της καρφωμένα στο ηλιοβασίλεμα, τη φωνή της να ηχεί από το δάσος πίσω της και την ελπίδα της αποτυπωμένη στο πρόσωπό της και την χαιρέτησε μ’ έναν λυγμό σφραγίδα στην ζωή της «Παιδί μου, συγγνώμη!». Μόνη της στεναχώρια πλέον που άργησε να την ψάξει…

                                                                                                             ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΚΡΕΜΗ ΛΙΑΔΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου