Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Η ΣΚΙΑ ΣΟΥ

Η σκιά σου

 Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό, μα εκείνη είχε κουκουλωθεί για τα καλά κάτω απ’ τα σκεπάσματα και προσπαθούσε να το αγνοήσει. Χτες είχε κοιμηθεί πολύ αργά, μιας και μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, το πιο ωραίο αγόρι του σχολείου. Ήταν ένας μήνας που μιλούσαν συνεχώς στο Facebookαπό την ώρα που γυρνούσε σπίτι μέχρι τα χαράματα της επόμενης ημέρας. Στο σχολείο όμως ούτε κουβέντα. Μόνο κάτι μικρές κλεφτές ματιές κατάφερνε να του πάρει όλο το εφτάωρο.
 Τώρα είχε αρχίσει να την εκνευρίζει. Ξεκουκουλώθηκε, κοίταξε το ταβάνι, τα κλειστά παραθυρόφυλλα και ύστερα το κομοδίνο της. Το καταραμένο ξυπνητήρι. Σήκωσε το χέρι της βαριεστημένα και το έκλεισε. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το ταβάνι και στο τέλος πήρε την μεγάλη απόφαση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της. Τεντώθηκε, άνοιξε τα συρτάρια της κι έψαξε να βρει την αγαπημένη της μπλούζα. Αυτήν που άρεσε και στον Αγαμέμνονα. Αυτήν της είχε ζητήσει να φορέσει σήμερα. Πέταξε όλα τα ρούχα της στο πάτωμα, δημιουργώντας μια ακαταστασία που δεν θα μάζευε εκείνη. Πουθενά η μπλούζα.
-Μαμά, πού είναι η αγαπημένη μου μπλούζα.
-Στην ντουλάπα σου κρεμασμένη, ακούστηκε η κουρασμένη φωνή της μητέρας της.
 Ντύθηκε γρήγορα και, καθώς βαφόταν μπροστά στον καθρέφτη, ακούστηκε μια φωνή να την μαλώνει.
-Μα πού θα πας έτσι; Στα μπαράκια της πλατείας; Σχολείο πας, καλή μου. Άσε που κάνει κρύο έξω και η μπλούζα σου είναι πολύ κοντή. Θα κρυώσεις.
-Μην μου λες τι να κάνω! Εγώ δεν δέχομαι διαταγές από κανέναν.
 Κατέβηκε στην κουζίνα, πήρε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα στο χέρι κι έκανε να φύγει.
-Πες μια «καλημέρα» ή ένα «γεια» τουλάχιστον. Μην φεύγεις έτσι.
 Έφυγε κι έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. Οι γονείς της έμειναν ασάλευτοι στις θέσεις τους.
 Σιχαινόταν την Γυμναστική και όλα τα μαθήματα. Καθόταν σε μια γωνιά με τις φίλες της και σχολίαζαν το καθετί και τον καθένα που έβλεπαν. Η παρέα του Αγαμέμνονα τις πλησίασε. Το γέλιο τους γέμισε τον χώρο. Θα πήγαιναν για καφέ όλοι μαζί μετά το σχολείο.
 Πρώτη φορά της μιλούσε ο Αγαμέμνονας. Δεν άκουγε τι έλεγε. Απλώς τον κοιτούσε στα μάτια.
-Τι λες; Πάμε μια βόλτα; της πρότεινε.
-Γιατί όχι; αποκρίθηκε εκείνη αμέσως.
 Της μιλούσε συνέχεια, καθώς περπατούσαν στα στενά της περιοχής, κι εκείνη κρεμόταν απ’ τα χείλη του. Μόνο που η ενοχλητική φωνή δεν είχε σταματήσει να την ακολουθεί.
-Δεν φοβάσαι μην σας δει κανείς; Αν σε δουν οι γονείς σου, τι θα τους πεις; Ούτε καν τους έχεις ειδοποιήσει για το που θα είσαι. Θα ανησυχούν. Θα μπορούσες να είχες στείλει τουλάχιστον ένα μήνυμα, μα ούτε αυτό έκανες. Δεν τους αξίζει τέτοια συμπεριφορά. Τι σου είναι αυτός, Άρτεμης; Τίποτα. Δεν τον ξέρεις σχεδόν καθόλου. Είσαι με έναν ξένο.
Και τώρα η δική του φωνή ήρθε σαν αποπλάνηση στα λόγια της άλλης φωνής.
-Αυτό είναι το σπίτι μου. Οι γονείς μου λείπουν. Θα έρθεις μέσα να σε κεράσω κάτι;
-Εμ… δεν ξέρω. Οι γονείς μου θα ανησυχούν. Δεν τους έχω ειδοποιήσει.
-Για ένα ποτό μόνο. Δεν θα αργήσουμε.
-Μην πας. Δεν θα είναι μόνο ένα ποτό. Είναι πλάνη. Δεν το βλέπεις;
 Για άλλη μια φορά δεν άκουσε. Και από το ένα ποτό πήγε στο δεύτερο και στο τρίτο και στο τέταρτο. Μέχρι που μέθυσε από το αλκοόλ. Και ύστερα μέθυσε από έρωτα. Γλυκό το ποτήρι του πόνου. Οδυνηρό όμως από ένα σημείο και μετά. Γιατί σταμάτησε να την υπολογίζει και κοιτούσε μόνο την δική του ευχαρίστηση.
 Το ζεστό νερό την ανακούφισε λίγο. Το αίμα που κυλούσε στα πόδια της ήταν ασταμάτητο και φοβήθηκε πως θα πέθαινε.
-Σε προειδοποίησα. Γιατί ποτέ δεν μ’ ακούς; Κοίτα τώρα τι σου συμβαίνει. Πώς θα γυρίσεις σπίτι όντας σ’ αυτήν την κατάσταση; Μα τι σκεφτόσουν;
-Άσε με ήσυχη επιτέλους. Δεν σε χρειάζομαι. Μην με κατακρίνεις για την επιλογή μου, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα. Το κατάλαβες;
-Στ’ αλήθεια αυτό ήθελες;
-Παράτα με.
-Και οι δύο ξέρουμε τι ήθελες. Μην μας κοροϊδεύεις.
-Τι θες πια απ’ την ζωή μου;
-Το καλό σου θέλω.
-Ξέρω ποιο είναι το καλό μου.
-Τότε αυτό γιατί το έκανες. Αφού δεν ήταν επιλογή σου. Ήταν δική του επιλογή κι εσύ απλά συμβιβάστηκες.
-Ψέματα. Έγινε αυτό που θέλαμε και οι δύο. Και ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;
-Εγώ είμαι εσύ. Είμαι ο εαυτός σου. Η φωνή της συνείδησής σου. Ο φύλακας άγγελός σου. Η σκιά σου. Και σαν σκιά σου πάντα θα σε ακολουθώ. Και σαν άγγελός σου πάντα θα σε προστατεύω. Αρκεί να με ακούς.
-Εγώ δεν ακούω κανέναν. Πάντα κάνω ότι μου καπνίσει.
-Εμένα όμως με ακούς. Γιατί έχεις ανοιχτή καρδιά.
-Φύγε. Έρχεται εκείνος.
 Το αίμα είχε πλέον σταματήσει. Άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα και μετά την φωνή του.
-Άρτεμης; Είσαι καλά;
-Ναι. Μια χαρά είμαι.
-Τελείωνε, γιατί όπου να’ ναι θα γυρίσουν οι γονείς μου και δεν θέλω να σε δουν.
 Ντύθηκε και καθάρισε από το μπάνιο κάθε ίχνος της. Μόλις βγήκε, τον αντίκρισε μπροστά της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και ύστερα βγήκαν απ’ το σπίτι αγκαλιασμένοι.
-Έλα. Θα σε πάω με το μηχανάκι.
-Όχι. Άσε καλύτερα. Θα πάω με τα πόδια.
-Έλα που σου λέω. Θα σε πάω εγώ.
-Οκέι.
-Για άλλη μια φορά οφείλω να σε προειδοποιήσω. Μην πας. Κι εσύ για άλλη μια φορά με παρακούς.
 Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία. Πονούσε παντού. Το χέρι της ήταν συνδεδεμένο μ’ ένα σωληνάκι και το σωληνάκι μ’ ένα μπουκάλι με φυσικό ορό. Άσπροι τοίχοι, άσπρα σεντόνια, σιδερένια κρεβάτια. Βρισκόταν στο νοσοκομείο. Μα πώς βρέθηκε εκεί; Λίγα πράγματα θυμάται. Τον Αγαμέμνονα να γυρνάει το κεφάλι του πίσω, για να την φιλήσει. Ένα φορτηγό να εμφανίζεται από το πουθενά. Ταραχή, έκπληξη, τρόμος. Αντί για φρένο πάτησε γκάζι. Και ύστερα τίποτα. Ο Αγαμέμνονας; Πού να ήταν ο Αγαμέμνονας; Μήπως έπαθε κάτι; Άκουσε πάλι αυτήν την φωνή. Αυτήν την φορά έκλαιγε.
-Τι έγινε; Γιατί κλαις;
-Παραλίγο να σε χάσω. Δεν ξέρεις πόσο φοβήθηκα για σένα. Όλες αυτές τις ώρες έκανα αγωνιώδεις προσπάθειες να σε επαναφέρω. Γιατί δεν μ’ άκουσες;
-Πού είναι ο Αγαμέμνονας;
-Χαροπαλεύει ακόμα. Δεν έχει πολλές ελπίδες. Ούτε αυτός άκουσε τον δικό του άγγελο. Και να τώρα τι πάθατε και οι δύο.
-Πονάω. Πού είναι οι γονείς μου;
-Έξω και περιμένουν να συνέλθεις. Έχουν και αυτοί την ίδια απορία με μένα. Γιατί;
-Δεν ξέρω.
Και τώρα η δική της φωνή έβγαινε από την καρδιά της.
-Συγγνώμη. Ειλικρινά δεν ήξερα τι σκεφτόμουν και τι έκανα. Ήθελα να φανώ. Να δείξω ότι είμαι κάποια. Όχι σε κείνον, αλλά σε μένα. Δεν ήξερα ότι θα μου στοίχιζε τόσο και ότι δεν θα στοίχιζε μόνο σε μένα, αλλά και σε σένα και στους γονείς μου. Δώσε μου άλλη μια ευκαιρία.
-Θα έχεις όσες ευκαιρίες θες, καλή μου. Σου έχω δώσει ήδη αρκετές και θα σου δώσω κι άλλες. Δεν είμαι εχθρός σου. Δεν σου φώναζα τόσον καιρό για το κακό σου. Ήθελα να είσαι καλά και πάνω απ’ όλα ήθελα να είσαι εσύ.
-Μην με αφήσεις μόνη μου. Φοβάμαι εδώ μέσα. Και άλλη φορά φώναζέ μου πιο δυνατά. Γιατί υπάρχουν φωνές που μας οδηγούν στην πλάνη και φωνές που μας καλούν να γνωρίσουμε την πραγματική ευτυχία.Πάρε με από δω. Δώσε μου άλλη μια ευκαιρία.


-Δώσε μου άλλη μια ευκαιρία! φώναξε μες τα αναφιλητά της.
-Κοριτσάκι μου, ηρέμησε. Ένα κακό όνειρο ήταν μόνο. Ηρέμησε.
Η μητέρα της είχε μπει τρέχοντας στο δωμάτιο και τηνείχε πάρει αγκαλιά. Η Άρτεμης έκλαιγε γοερά. Συνειδητοποίησε ότι δεν πονούσε πουθενά. Κοίταξε καλύτερα γύρω της. Μέσα από τα δάκρυα που σκέπαζαν τα μάτια της είδε το δωμάτιό της.
-Πού βρίσκομαι;
-Στο δωμάτιό σου, καρδιά μου. Σήκω να ετοιμαστείς. Άργησες πάλι για το σχολείο.
-Τι; Μα… Ο Αγαμέμνονας; Το μηχανάκι; Το φορτηγό;
-Τι λες, γλυκιά μου; Μα τι όνειρο έβλεπες;
 Αναψοκοκκίνισε και κατέβασε το κεφάλι. Ντράπηκε να πει στην μαμά της τι είχε δει ή τι είχε ζήσει.
-Κατάλαβα. Να σου βγάλω την αγαπημένη σου μπλούζα;
-Όχι, μανούλα μου. Θα βρω μόνη μου ρούχα. Πήγαινε εσύ να κάνεις τις δουλειές σου.
-Μανούλα μου; Μάλιστα.
Μόλις έφυγε η μητέρα της, σήκωσε τα σκεπάσματα και κοίταξε τα πόδια της. Κανένα ίχνος αίματος. Έξω έκανε πολύ κρύο. Φόρεσε το φούτερ που κάποτε της άρεσε πολύ, αλλά δεν άρεσε στις φίλες της. Έπλυνε καλά το πρόσωπό της και όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη αντίκρισε ένα άβαφτο, αλλά όμορφο, πρόσωπο. Είχε ξεχάσει πώς ήταν χωρίς makeup. Αποφάσισε σήμερα να μην βαφτεί. Κατέβηκε στην κουζίνα, καλημέρισε την μητέρα της και τον πατέρα της, πήρε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα κι έκανε να φύγει. Πριν κλείσει την πόρτα άκουσε την μητέρα της να λέει:
-Όταν γυρίσεις, θέλω να μου πεις για το «μηχανάκι» που είδες στον ύπνο σου.

                                                                                   

Της χαμογέλασε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της.

                                                                                       ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΚΡΕΜΗ ΛΙΑΔΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου