Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ

        
Ήταν Παρασκευή και εκείνη περπατούσε την γνωστή διαδρομή που έκανε κάθε μέρα. Τόσες πολλές φορές την είχε κάνει αυτή την διαδρομή που ήξερε απέξω κάθε λακούβα του δρόμου και κάθε πλακάκι του πεζοδρομίου. Ενώ τις μέρες που βαριόταν αφόρητα, μετρούσε τα δέντρα που στέκονταν καμαρωτά δίπλα της και την συνόδευαν σαν γνήσιοι ιππότες στη διάρκεια της διαδρομής. Αυτή η διαδρομή ήταν σχεδόν όλα τα κομμάτια του ανολοκλήρωτου ακόμα πaζλ της ζωής της.
Θυμόταν αμυδρά την πρώτη μέρα που πήγε στο νηπιαγωγείο με τη μαμά της από το χέρι, μια τσάντα ροζ με λουλούδια που την κρατούσε με καμάρι και ένα ανυπόμονο βλέμμα για το τι θα συναντούσε. Τα χρόνια περνούσαν, η διαδρομή όμως παρέμενε η ίδια όλα τα χρόνια της σχολικής της σταδιοδρομίας, δημοτικό, γυμνάσιo και τώρα  λύκειο, τελευταία τάξη! Τώρα περπατούσε χωρίς να χρειάζεται τη μαμά από το χέρι, ήταν πλέον «ολόκληρη γυναίκα» όπως συνήθως την αποκαλούσαν οι συγγενείς. Ήξερε να ορίζει τον εαυτό της. Τώρα η τσάντα δεν είχε λουλούδια, αλλά ήταν μια απλή μονόχρωμη τσάντα  και αυτό το βλέμμα ανυπομονησίας είχε σβήσει από τα μάτια της.
Κάθε μέρα έπρεπε να περπατήσει από το σπίτι της μέχρι το μικρό παρκάκι της γειτονιάς και  να διασχίσει τη μεγάλη λεωφόρο. Λίγα βήματα πιο πέρα ξεπρόβαλε το γκρίζο και άχαρο κτίριο που καλούσε «σχολείο». Προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό, κατσουφιασμένη. Δεν ήταν στις καλές της και αναπολούσε τη ζωή της. Σκεφτόταν πόσο γρήγορα πέρασαν όλοι αυτοί οι μήνες, τα χρόνια λες και βρισκόταν σε αγώνα δρόμου και ήθελε οπωσδήποτε να βγει πρώτη. Σκεφτόταν πως τελείωσαν τα Χριστούγεννα και ούτε που το κατάλαβε. Αυτή η απέραντη, πηγαία χαρά που ένιωθε τέτοια εποχή του χρόνου, όταν ήταν πιτσιρίκι, είχε κρυφτεί στα βάθη της ψυχής της, και τα λαμπιόνια, το στολισμένο δέντρο και οι κατάφωτοι δρόμοι την έφεραν πάλι στην επιφάνεια.
Σκεφτόταν πως τώρα ήταν Μάρτιος, πλησίαζε άνοιξη αλλά γύρω της τίποτα δεν θύμιζε κάτι τέτοιο. Μα αυτό που την πλήγωνε περισσότερο ήταν πως χθες είχε τα γενέθλιά της, είχε κλείσει τα δεκαοκτώ και ήταν πλέον μια ενήλικη γυναίκα. Μόνο που η τόσο ξεχωριστή μέρα στην ζωή της πέρασε ακριβώς όπως οι υπόλοιπες συνηθισμένες μέρες, με μόνη εξαίρεση μια τούρτα σοκολάτα που της πήραν οι γονείς της για να της ευχηθούν «χρόνια πολλά!»
Όλα της φαίνονταν αδιάφορα, βαρετά, λυπητερά. Δεν είχε φανταστεί έτσι τη ζωή της στα δεκαοκτώ. Όλο μέσα στο πρόγραμμα και την καταπίεση, στο διάβασμα και τα φροντιστήρια. Εκείνη ήθελε να έχει την δυνατότητα να κάνει όλα όσα αγαπά και μόνο στην ιδέα ότι δεν μπορούσε, ένιωθε να ασφυκτιά, ένιωθε τόσο δυστυχισμένη! Και ενώ βρισκόταν στην ονειροπόληση της κάποιες κόρνες την επανέφεραν απότομα στην πραγματικότητα.
-“Τι φαγητό έχουμε;» ήταν η πρώτη κουβέντα που βγήκε από το στόμα της
-«Γεια σου κοπέλα μου! Πως ήταν η μέρα σου; Φακές μαγείρεψα!» απάντησε με την αγάπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της η μητέρα της
-«Πωπω μωρέ μαμά φακές; Παρασκευή και έχουμε φακές;;;» παραπονέθηκε με ένα μορφασμό απέχθειας
-«Δεν πρόλαβα να μαγειρέψω κάτι άλλο κορίτσι μου! Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά!» της εξήγησε με έναν ήρεμο τόνο στην φωνή η μητέρα της
Έφαγε με το ζόρι δύο μπουκιές και πήγε στο δωμάτιό της. Έκατσε στο γραφείο της, τοποθέτησε τα βιβλία της και τα τετράδιά της σε σειρά, έβγαλε την κασετίνα από την τσάντα και ετοιμάστηκε  να διαβάσει. Όμως ένας ανυπόφορος πονοκέφαλος δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί. Ζήτησε από τη μαμά της το θερμόμετρο, το έβαλε στη μασχάλη της ενώ η μαμά της της άγγιζε με απαλές κινήσεις το μέτωπο. Το θερμόμετρο έδειχνε 38,5! Πήγε και έκατσε στην πολυθρόνα του σαλονιού. Η μητέρα της της έφτιαξε τσάι και την σκέπασε με μια κουβέρτα. Εκείνη την στιγμή επέστρεψε και ο μπαμπάς της, την είδε έτσι κουκουλωμένη και ανησύχησε
-«Τι έχει το κορίτσι μου;» ρώτησε με ενδιαφέρον
-“ Είμαι άρρωστη μπαμπά, δεν θα πάω στο φροντιστήριο σήμερα» αποκρίθηκε εκείνη. Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του και πήγε στην κουζίνα
Δεν είχε τι άλλο να κάνει γι’ αυτό άνοιξε την τηλεόραση. Ήταν η ώρα των μεσημεριανών ειδήσεων. Άρχισε να παρακολουθεί το δελτίο ειδήσεων, χωρίς κάποιο ενδιαφέρον. Σε κάθε νέα είδηση όμως ήταν όλο και πιο προσηλωμένη, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που έβλεπε! Οικονομική κρίση, φτώχεια, η ανεργία στα ύψη, θρησκευτικοί φανατισμοί , πόλεμοι σε όλο τον κόσμο, κύματα προσφύγων που κατακλύζουν κάθε σπιθαμή του πλανήτη, πνιγμοί παιδιών στα βάθη της θάλασσας. Είχε μείνει αποσβολωμένη! Η τηλεόραση είχε μετατραπεί σε ένα χείμαρρο φρικιαστικών εικόνων, καταστάσεων , γεγονότων που ένιωθε να την πνίγουν. Όλες οι μορφές βίας αναμειγμένες σε ένα απάνθρωπο κοκτέιλ. Κάπου κάτι μέσα της λύγισε, όμως δεν έκλεινε την τηλεόραση, γιατί αντιλαμβανόταν πως όλη αυτή η ασχήμια και η δυστυχία ήταν η αλήθεια!
Έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο της και κρύφτηκε κάτω από τα παπλώματα. Κάθε φορά που ήθελε να μείνει μόνη της, να μην την βλέπει κανείς και να μην βλέπει κανέναν, εκεί ήταν η κρυψώνα της. Ο χώρος και η μυρωδιά ήταν τόσο οικεία που είχε την απόλυτη ελευθερία να είναι ο εαυτός της. Κρύφτηκε εκεί και άρχισε έτσι απότομα να κλαίει ανεξέλεγκτα. Το κλάμα της ήταν ζωντανό, με λυγμούς και αναφιλητά!
Έκλαιγε γιατί ένιωθε παράπονο και εκνευρισμό μαζί. Παράπονο για όλους αυτούς τους ανθρώπους που υποφέρουν και χάνουν τις ζωές τους χωρίς λόγο και αιτία και εκνευρισμό γιατί εκείνη είχε συμπεριφερθεί τόσο εγωιστικά.
Όλο αυτό τον καιρό είχε κλειστεί στον μικρόκοσμο της και περιστρεφόταν συνεχώς γύρω από τα δικά της προβλήματα, τα τόσο ανούσια σε σχέση με τα υπόλοιπα προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο. Εκείνη την πείραζε που πήγαινε σχολείο, που είχε διάβασμα και καθόλου ελεύθερο χρόνο, που είχε φακές το μεσημέρι που, που, που..!!!
Ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό, πόσο τυχερή ήταν που είχε σπίτι, που είχε φαγητό κι ας ήταν φακές, που είχε φίλους και γονείς που εργάζονταν και ήταν υγιείς, που είχε κάτι στο στέρνο της, την καρδιά της που έκανε συνεχώς τακ τακ και δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Θα μπορούσε να ήταν εκείνη το παιδάκι στις ειδήσεις που έχασε τους γονείς του, που ζει στον πόλεμο  και την φτώχεια , που είναι στοιβαγμένο σ’ ένα σαπιοκάραβο χωρίς να ξέρει που πάει, που το άψυχο κορμάκι του το κατάπιε η θάλασσα.
Κι όμως δεν ήταν! Και τότε αντιλήφθηκε πως είχε όλα τα απαραίτητα για να είναι ευτυχισμένη! Σκέφτηκε πως το όμορφο και το τραγικό μαζί είναι ότι η ζωή συνεχίζεται, πάντα κυλάει με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια. Οι γονείς της και οι φίλοι της όμως θα ήταν τα αλεξίπτωτά της κάθε φορά που θα έπεφτε στο κενό! Δεν άντεχε άλλο όμως , έπρεπε να το φωνάξει , να το μάθει όλος ο κόσμος!
Βγήκε στο μπαλκόνι. Στον δρόμο άνθρωποι σκυθρωποί  με το κεφάλι στραμμένο στο πεζοδρόμιο μην τυχόν και ανταλλάξουν βλέμματα, οδηγοί νευριασμένοι, κόρνες, βρισιές ..τόσος αρνητισμός για το τίποτα! Έβαλε τα δυνατά της και έβγαλε την πιο δυνατή και σίγουρη φωνή
-«Ξυπνήστε! Είμαστε τόσο τυχεροί! Η ζωή είναι τόσο όμορφη!» Συνέχισε να φωνάζει κι ας την κοιτούσαν οι περαστικοί με μισό μάτι, κι ας την έβριζαν μερικοί, δεν την ενδιέφερε. Εκείνη τουλάχιστον ήξερε πόσο ανούσιο ήταν οι λόγοι που λίγο πριν την έκαναν δυστυχισμένη, ενώ εκείνοι δεν ήξεραν, πετούσαν τις μικρές χαρές στο καλάθι των αχρήστων και εξακολουθούσαν να κάνουν τη ζωή τους μίζερη. Εκείνη όμως ήταν πλέον ευγνώμων για ό,τι είχε και δεν είχε και για τα δεκαοκτώ της χρόνια. Αυτό της ήταν υπεραρκετό!

                                                                                                                 ΚΥΡΙΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ



    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου