Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΙΑ

                                         

   Τα μαχητικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ανά διαστήματα ακούγαμε δυνατούς θορύβους και ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περίμενα τη στιγμή που θα έπεφτε και πάνω στο σπίτι μας ένας πύραυλος. Ήμουν στο υπόγειο μαζί με τα αδέρφια μου. Είχαμε καθίσει στο πάτωμα, αυτοί στον έναν τοίχο και εγώ απέναντι τους. Έβλεπα την  κατά τρία χρόνια  μεγαλύτερη αδερφή μου, να παρηγορεί τον μικρό αδερφό μας, ενώ προσπαθούσε να μην ξεσπάσει σε κλάματα. Είχα την πλάτη μου ακουμπισμένη στον τοίχο και τα γόνατα μου στο στήθος μου, με τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω τους.
   Οι γονείς μας είχαν φύγει πριν από αρκετή ώρα, λέγοντας να μην βγούμε από το υπόγειο. Δεν ήμουν σίγουρη, αν ήταν πλέον ζωντανοί και η ώρα κυλούσε αργά, βασανιστικά αργά.
 Ύστερα από λίγο ακούστηκε ξανά ο ίδιος θόρυβος. Αυτή τη φορά πιο δυνατά. Ολόκληρο το έδαφος τραντάχτηκε και είδα τον αδερφό μου να κρύβεται περισσότερο στην αγκαλιά της Σουνά. Δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει για πολλή ώρα κυλούσαν στο πρόσωπό της.
   Έβλεπα τον φόβο στα μάτια τους και τους λυπόμουν. Ήταν πάντα τόσο ξέγνοιαστοι και δεν νοιάζονταν για τον κόσμο γύρω τους. Τώρα όμως, όλα καταστρέφονταν, σπίτια γκρεμίζονταν, βόμβες έπεφταν και ζωές ανθρώπων χάνονταν. Ομάδες στρατιωτών έκαναν επιδρομές, ψάχνοντας, άτομα για να πολεμήσουν. Σε μια από αυτές τις επιδρομές πήραν και τον φίλο μου τον Μοχάμετ. Ήταν μόλις δεκατριών, αλλά δεν τους ένοιαζε. Είπαν “αν μπορεί να κρατήσει όπλο, μπορεί να πολεμήσει”.
  Είχα χαθεί στις σκέψεις μου και δεν συνειδητοποίησα πως ο Αχμέτ και η Σούνα είχαν αποκοιμηθεί. Σηκώθηκα, πήρα μια κουβέρτα και τους σκέπασα. Ύστερα ανέβηκα στο ισόγειο. Αν καθόμουν κι άλλο εκεί κάτω θα τρελαινόμουν. Πήγα κοντά στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Στρατιώτες οπλισμένοι περνούσαν τον δρόμο. Είδα τον Αλή μπέη, τον γείτονα μας, έξω από ένα σπίτι. Δεν ήμουν η μόνη που τον είδε, ένας στρατιώτης μετρίου αναστήματος, σήκωσε το όπλο του και πατώντας την σκανδάλη, ο Αλή μπέη ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, με μια τρύπα στο κεφάλι του.“Τυχερέ, Αλή μπέη. Πέθανες και ησύχασες.”Αναστέναξα και πήγα ξανά στο υπόγειο. Ξάπλωσα στη γωνία που καθόμουν πριν και έκλεισα τα μάτια μου.
   Ένιωσα ένα σκούντηγμα  στον ώμο μου και άνοιξα αμέσως τα μάτια μου. Ήταν η μητέρα μου. Ήταν εκεί, δίπλα μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη την αγκάλιασα.“Σήκω να μαζέψεις τα πράγματα σου. Φεύγουμε.”Αυτό είπε και ήξερα πως είχε έρθει η ώρα να κάνουμε ό,τι έκανε και ο θείος Μετίν. Θα ανεβαίναμε σε ένα πλοίο και θα γινόμασταν πρόσφυγες. Μάζεψα τα ρούχα μου και όσα πράγματα χρειαζόμουν.
   Κατά τα μεσάνυχτα, περάσαμε το κατώφλι της πόρτας του σπιτιού μας. Κοιτάγαμε δεξιά και αριστερά. Μπροστά και πίσω. Ήμασταν πολύ προσεχτικοί και φροντίζαμε να μην μας δει κανείς.
  Ύστερα από ένα τέταρτο βρισκόμασταν στο λιμάνι. Εκατοντάδες άτομα βρίσκονταν ήδη εκεί, ηλικιωμένοι, ενήλικες, έφηβοι ακόμα και μωρά. Πιο δυνατά από τις φωνές των ανθρώπων, ακούστηκε μια άλλη φωνή που έλεγε να ανέβουμε στο πλοίο. Γύρω στα σαράντα λεπτά αργότερα, ήμασταν έτοιμοι να σαλπάρουμε προς την Ελλάδα.
   Καθόμασταν στο αμπάρι του πλοίου στριμωγμένοι και κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Επικρατούσε βαβούρα. Άλλοι συζητούσαν και άλλοι προσεύχονταν. Μωρά στις αγκαλιές των μανάδων τους, έκλαιγαν, προσθέτοντας έναν ακόμα διαπεραστικό ήχο στην όλη φασαρία. Αρκετές ώρες πέρασαν και είχαν σχεδόν όλοι αποκοιμηθεί. Ήμουν σίγουρα πολύ κουρασμένη ,αλλά τα μάτια μου, δεν έλεγαν να κλείσουν. Σκεφτόμουν τι θα γινόταν στην Ελλάδα. Ήξερα πως ήταν μια ωραία χώρα με ευγενικούς και καλόκαρδους ανθρώπους. Όμως στο μυαλό μου, στριφογύριζε η σκέψη πως καμιά φορά τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως δείχνουν. Μέσα σε έναν ωκεανό από σκέψεις κατάφερα να αποκοιμηθώ.
   Ξυπνώντας, βρισκόμουν στον ίδιο χώρο, με την ίδια βαβούρα που επικρατούσε όταν επιβιβαστήκαμε. Τα αυτιά μου βούιζαν και το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Προέβλεπα μια ανυπόφορη μέρα.
  Ύστερα από πολλές ώρες που μου φάνηκαν αιώνες, ο καπετάνιος ήρθε στο αμπάρι. Μας  είπε να βγούμε και να ανέβουμε στο κατάστρωμα. Στη συνέχεια μας κατέβασαν όλους σε σωσίβιες λέμβους και ύστερα το πλοίο έφυγε. Οι βάρκες μας δεν είχαν κουπιά, οπότε περιμέναμε αρκετά για να φτάσουμε στην ακτή. Αυτή βρισκόταν πολλά μέτρα μακριά, όμως ήταν ευδιάκριτη, με τη βοήθεια των κυμάτων της θάλασσας. Πλέαμε σιγά καθώς έπεφτε η νύχτα.
   Όταν έδυε ο ήλιος, η βάρκα μας αναποδογύρισε και εμείς βρεθήκαμε στη θάλασσα. Το νερό ήταν παγωμένο και δε βοηθούσε στην κατάσταση που βρισκόμασταν. Όλοι μας παλεύαμε να κρατηθούμε στην επιφάνεια, άλλοι κολυμπούσαν προς την στεριά και δύο-τρείς είχαν ήδη χαθεί. Τότε ένα άλλο πλοίο, μικρότερο σε μέγεθος, βρέθηκε δίπλα στην αναποδογυρισμένη βάρκα. Άντρες με πορτοκαλί γιλέκα έπεφταν στη θάλασσα. Ήρθαν να μας βοηθήσουν, σκέφτηκα και συνειδητοποίησα πως οι Έλληνες ήταν όντως καλόκαρδοι.
   Άρχισαν να μας ανεβάζουν στο πλοίο. Ήμουν ακόμα στο νερό, τα δάχτυλα μου είχαν μπλαβίσει και έτρεμα. Σήκωσα το βλέμμα μου στην κουπαστή του πλοίου και είδα την οικογένειά μου. Ευτυχώς ο καθένας τους ήταν τυλιγμένος με μια κουβέρτα, αλλά στο πρόσωπο τους ζωγραφισμένος ήταν ο τρόμος. Ήταν καλά, θα τα κατάφερναν και θα ζούσαν μια καλύτερη ζωή. Με αυτή τη σκέψη έκλεισα τα μάτια μου και χαμογέλασα όσο πιο πλατιά μπορούσα. Είχε έρθει η σειρά μου, Δεν ένιωθα ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια μου. Άνοιξα το δεξί μου μάτι, ρίχνοντας ακόμα μια κλεφτή ματιά στην οικογένειά μου. Το έκλεισα ξανά και παραδόθηκα ανακουφισμένη στα παγωμένα νερά της θάλασσας.


                                                                                                                ΡΟΖΑΛΙΝΤΑ ΣΟΥΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου