Πτήση φυγής.
Τα όνειρα μας είναι
τα φτερά μας για το αύριο. Είναι η πηγή της ελπίδας που αναβλύζει από μέσα μας
και μας κάνει να θέλουμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι το πρωί όταν ξυπνάμε,
γιατί θέλουμε να τα πραγματοποιήσουμε. Και μπορούμε να τα κάνουμε να βγουν
αληθινά, αν κοπιάσουμε πολύ` όπως στα παραμύθια. Είναι το χέρι βοηθείας για
κάθε φορά που πέφτουμε, αφού μας τραβούν
από τα χαμηλά δίνοντας μας ένα κίνητρο για να σηκωθούμε. Τα όνειρά μας, είναι ο
θησαυρός μας, ο λόγος της ύπαρξης μας, το θαύμα μας! Κι αν μας απαγορεύσουν να
ονειρευόμαστε, τι θα κάνουμε; Αν σταματήσουμε να προσδοκούμε και να προσπαθούμε
, τι θα απογίνουμε; Αν η κατάσταση είναι σαν αυτή που επικρατεί στην Ελλάδα του
21ου αιώνα, που τα φτερά των νέων κόπηκαν από τη ρίζα, πως στο καλό
θα επιζήσουμε;
Είχα αγοράσει το
εισιτήριο για Γαλλία καιρό πριν. Το πήρα φτηνό, ίσως γιατί ήταν χωρίς
επιστροφή. Σαν να μη ζητά πλέον το
εξωτερικό τους Έλληνες για τουρίστες,
σαν να θέλει να τους κρατήσει για πάντα εκεί. Μα πράγματι, πού λεφτά για
τουρισμό; Κάτι ξέρουν λοιπόν. Γιατί εμείς τα ελληνόπουλα, όταν φεύγουμε, δεν
πάμε πια διακοπές. Πάμε για δουλειά. Πάμε για να διεκδικήσουμε το μέλλον που η
πατρίδα μας μάς στέρησε. Ναι, ξενιτευόμαστε περπατώντας στα τυφλά, μη
γνωρίζοντας τι θα μας ξημερώσει. Μη γνωρίζοντας αν στο νέο τόπο, μας φερθούν με μεγαλύτερη φροντίδα απ`
όση στην Ελλάδα που μεγαλώσαμε και αγαπήσαμε, μα που εν τέλει μας έδιωξε δίχως
δισταγμό…
Το κρατούσα σφιχτά
στο χέρι μπαίνοντας στο αεροδρόμιο. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα του έριχνα
κλεφτές ματιές, σαν να φοβόμουν μήπως κάποιος άλλος, εξίσου απελπισμένος
-κυριολεκτικά- αδράξει την ευκαιρία διαφυγής μέσα από τα χέρια μου. Αυτό το
εισιτήριο με έκανε να νιώθω μια αλλόκοτη ασφάλεια, από αυτές τις προσωρινές.
Θαρρούσα πως πλησιάζοντας τα φτερά του αεροπλάνου θα κολλούσαν και τα δικά μου`
τα εκ προθέσεως σπασμένα. Παλιότερα οι άνθρωποι μετανάστευαν εξαιτίας της
ανέχειας. Κουβαλούσαν τις αναμνήσεις τους σαν ξόρκια για τους δράκους της
ξενιτιάς κι έσερναν, εκτός από τους ταπεινούς τους μπόγους, την υπόσχεση για
επιστροφή. Τώρα φεύγουν οργισμένοι. Στις βαλίτσες κουβαλάνε τα πτυχία τους,
βουβό θυμό κι ένα δακρυσμένο <<γιατί>> για την πατρίδα τους που
τους αποβάλλει σαν ανεπιθύμητα παράσιτα. Φεύγουν νέοι μορφωμένοι, καλλιεργημένοι-
το μέλλον της Ελλάδος- μα και μεσήλικες που βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Γονείς που
δεν είχαν πια ούτε ένα πιάτο φαγητού να δώσουν στο πεινασμένο τους παιδί . Όλοι
έφευγαν, φεύγουν, και δυστυχώς θα φεύγουν, αν η τροχιά δεν αλλάξει πορεία.
Το ξανακοίταξα και
κοντοστάθηκα. Δεν θα γυρνούσα πίσω. Δεν υποσχέθηκα άλλωστε καμία επιστροφή. Η
περίοδος της ξέφρενης ανεμελιάς μου συνετρίβη κατά την προσγείωση στην
πραγματικότητα. Θα έφευγα, για να γλιτώσω, για να μην γευτώ άλλο την
απογοήτευση της κατάντιας της πατρίδος μου. Έφευγα, για να την θυμάμαι όμορφη,
λαμπερή ,γεμάτη ζωντάνια και ελευθερία, αξίες για τις οποίες κάποιοι κάποτε
θυσίασαν τις ζωές τους κι ήρθε σήμερα το χρήμα να τις πατήσει στο λαιμό
κόβοντας τους την ανάσα με λαβή επιδέξιου στραγγαλιστή. Κάθε οικογένεια κι ένας
μετανάστης. Όλοι μαζί φεύγουμε κατά
χιλιάδες, καθησυχάζοντας τους δικούς μας ότι θα τα λέμε πού και πού από την
κάμερα, λέγοντας τους πως θα έρθουμε το καλοκαίρι, αν μας δώσει άδεια η
εταιρεία. Τραγική ειρωνεία , σωστά; Θα έρθουμε διακοπές στη χώρα μας, σε αυτή
που εγκλωβίστηκε στη δίνη της κρίσης και εξαιτίας της καλπάζουσας ανεργίας,
σπρώχνει στο περιθώριο τα παιδιά της. Κι όμως, μην κρατώντας κακία ,μα μοναχά
παράπονο ,θα ερχόμαστε στην Ελλάδα μας,
για να λιαζόμαστε στον ήλιο , να
μυρίζουμε το άρωμα των πολύχρωμων λουλουδιών της και κολυμπώντας στα καταγάλανα
νερά της, να της λέμε τα νέα μας.
<<Ελλάδα
>>. Μια χώρα τόσο δα μικρή , μα και τόσο μεγάλη ταυτόχρονα. Μια κουκίδα
στο χάρτη , μα ένα κομμάτι χρυσού στην παγκόσμια ιστορία. Από την αρχαιότητα ως
και λίγα χρόνια πριν, ποιος δεν αγαπούσε την Ελλάδα; Το κέντρο των τεχνών , των
επιστημών , της δικαιοσύνης... Όλοι ένιωθαν δέος μπροστά της! Ένιωθαν όμως, δε
νιώθουν πια. Γιατί η γενέτειρα της Ευρώπης τείνει να εξοντωθεί από αυτή. Ηθικό
ξεπεσμό το ονομάζω. Και αναρωτιέμαι, είμαι η μοναδική που ονομάζει αυτή την
κατάσταση έτσι; Η άποψη των αντιπροσώπων μας ποια είναι άραγε; Ή μήπως δεν
έχουν γιατί είναι αλήθεια ότι η ντροπή και το αίσχος τους αποθαρρύνει από το να
μιλήσουν αντικειμενικά; Μακάρι να ήξερα. Μα δεν ξέρω κι ούτε θα μάθω. Γιατί το
συμφέρον των ισχυρών κατάντησε να είναι η θηλιά της αυτοκτονίας στο λαιμό
καθενός που έφυγε, όντας βουλιαγμένος σε έναν οικονομικό βάλτο.
Πριν μια ώρα περίπου,
αποχαιρέτησα τους δικούς μου, την μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που αγάπησα βαθιά, το
στήριγμα μου καθ` όλη τη διάρκεια της ζωής μου, οι καλοί άγγελοι που με
πρόσεχαν , με συμβούλευαν και με καθοδηγούσαν. Πόνεσα. Λύγισα. Έκλαψα μα και
φοβήθηκα τον εαυτό μου μακριά τους. Όταν
ήμουν μικρή, είχα τα πάντα. Διδασκόμουν κλασικό χορό, κλασική κιθάρα , μα και τρεις ξένες γλώσσες : αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Η μάνα μου, μια ζωή
ώσπου αποφοίτησα πλήρωνε φροντιστήρια... Δεν μου έλειψε τίποτα ποτέ. Είχα τα
πάντα. Μα μια μέρα ,έχοντας αφήσει πίσω την ανεμελιά της παιδικότητας
συνειδητοποίησα ότι κάτι έλειπε πια. Το χαμόγελο αυτών των ανθρώπων, που με
αγάπησαν χωρίς φραγμούς και όρια, είχε σβήσει. Έψαξα το γιατί. Πάντα
μονολεκτική η απάντηση: << Προβλήματα>> . Λες και δεν ήθελαν να με
ξυπνήσουν από ένα λήθαργο βαρύ, από έναν ύπνο που με έκανε να βλέπω τα πάντα
παραδεισένια. Μα ειλικρινά, δε δυσκολεύτηκα να καταλάβω. Μια βόλτα με μάτια
ανοιχτά στα σοκάκια μιας μεγαλούπολης ήταν αρκετή. Ρακένδυτοι πολίτες, άστεγοι
ηλικιωμένοι, υποσιτισμένα παιδιά, γυναίκες να ψάχνουν στα σκουπίδια και
τοξικομανείς να παίρνουν τη δόση τους στη μέση του πουθενά, προσπαθώντας κι
αυτοί μάταια να δραπετεύσουν από τον μίζερο κόσμο που άθελά τους ζουν. Ύστερα,
μια μικρή ενημέρωση από τα μέσα. Καθημερινοί βιασμοί και δολοφονίες, αυτοκτονίες
και ληστείες. Η εγκληματικότητα στα ύψη! Κι εγώ ; Σε ένα δωμάτιο στεκόμουν σιωπηλός
κι αδρανής παρατηρητής σε όλα αυτά,
βλέποντας κάθε μέρα τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει, διαμαρτυρόμενος κι αυτός
για μία θλιβερή ρουτίνα ξεπεσμού και φρικαλεότητας.
Ωστόσο, ενώ
περπατούσα βαδίζοντας προς την αίθουσα του αεροδρομίου, έχοντας ήδη παραδώσει
τις λιγοστές μου αποσκευές , έπιασα την καρδιά μου να ρωτάει επίμονα το μυαλό
αν είχα μετανιώσει έστω και λίγο αυτή μου την απόφαση. Και εκεί δειλά, η
συνείδηση ξεστόμισε ένα τρεμάμενο μα τολμηρό όχι. Άλλωστε το είχα σκεφτεί ήδη
πολύ. Είχα φτάσει να πιστεύω πως η φυγή ήταν η μόνη μου επιλογή. Είχα πιστέψει
ότι είχα παλέψει ήδη περισσότερο από όσο άξιζε. Είχα πειστεί ότι ό,τι είχα να
κάνω το έκανα. Και είχα αποφασίσει να προχωρήσω θυσιάζοντας ωστόσο ένα κομμάτι
της ψυχής μου. Το ελληνικό. Ήξερα τι θα μου λείψει. Οι στιγμές, οι μορφασμοί,
οι ατάκες που ειπώθηκαν και δεν θα ξαναειπωθούν, τα γέλια, τα δάκρυα … μα πάνω
από όλα οι άνθρωποι. Εκείνοι που κατάφεραν να αφήσουν ένα λιθαράκι της θύμησής τους
σε μια γωνίτσα της καρδιάς μου. Αλλά εκείνη η λύτρωση εξακολουθούσε να φαντάζει
γλυκιά… όταν τα όνειρα μου, που για τόσα χρόνια φάνταζαν άπιαστα, είχαν αρχίσει
να υλοποιούνται. Ένιωθα ότι έπρεπε να ήμουν ευγνώμων, γιατί εγώ τουλάχιστον
είχα βρει μία χώρα υποδοχής, μια νέα πατρίδα που δίνοντάς μου εργασία θα μου
έδινε και την ευκαιρία να εκπληρώσω τους στόχους και τις φιλοδοξίες μου. Και
ναι , ήξερα ότι η επιτυχία είναι κάτι αφάνταστα μοναδικό και όμορφο, που για να
διαρκούσε έπρεπε να δουλέψω σκληρά και να καταθέσω την ψυχή μου.
Η σκάλα του
αεροπλάνου είχε κατέβει. Και εγώ άφηνα τους πάντες να περνούν . Με το ένα χέρι
κρατούσα τη μπάρα και με το άλλο έκανα ίσκιο στα μάτια μου για να δω μια
τελευταία φορά ξεκάθαρα το τοπίο γύρω. Και είπα αντίο, μα τα πόδια δεν
υπάκουγαν σε καμία εντολή. Επιχείρησα να ανεβώ, μα στεκόμουν ακόμα στο ίδιο
σημείο, σαν κάτι να με κρατούσε πίσω. Και τότε , νιώθοντας αδύναμη μέχρι και να
ανασάνω, αναρωτήθηκα ποιο ήταν το πραγματικό νόημα της ζωής μου. Αυθόρμητα
απάντησα: << ό,τι με κάνει ευτυχισμένη>>.
Και κάπου εκεί εξίσωσα τις στιγμές που
υπήρξα αληθινά χαρούμενη με τα χρόνια που ζούσα. Και διαπιστώνοντας ότι το
αποτέλεσμα ήταν : <<αδύνατη>>, ένιωσα την ανάγκη να το αλλάξω. Κι
εκείνη τη στιγμή, που το σωστό και το λάθος έμοιαζαν δυο λέξεις άγνωστες δίχως
νόημα, γιατί τα πάντα είχαν θολώσει , ήρθε
το ένστικτο και τα έσωσε όλα.
Όλοι είχαν
επιβιβαστεί. Έτοιμοι για απογείωση. Μα εγώ, παρόλο που απείχα ελάχιστα από τα
φτερά του αεροπλάνου, ένιωθα πιο εγκλωβισμένη από ποτέ. Κι η αεροσυνοδός, είχε
σταθεί στην πόρτα και όλο απορία με ρώτησε:
-Δεσποινίς, θα ανέβετε;
- Όχι, της απάντησα γεμάτη αυθορμητισμό κι αυτοπεποίθηση.
Όχι. Γιατί δεν έπρεπε
να κάνω κατάθεση χρημάτων, μα κατάθεση ψυχής! Κι έμεινα στην Ελλάδα. Γύρισα στο
πατρικό μου. Όλοι έκπληκτοι με καλωσόρισαν. Μάλλον έδειχνα αρκετά αποφασισμένη
πριν. Όμως τώρα, ήμουν εντελώς σίγουρη. Θα αγωνιζόμουν, θα πολεμούσα λίγο
ακόμα. Άλλωστε κι αυτή η κρίση ένας ψυχρός πόλεμος είναι. Και θα νικούσα, γιατί
δεν θα παρέδιδα τα όπλα, ελπίζοντας ότι θα συμβάλω στην επίτευξη ενός καλύτερου
μέλλοντος. Δεν θα τα παρατούσα. Τουλάχιστον, όχι ακόμα.
ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΓΑΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου