Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

                                                           
   Στις 28 Δεκεμβρίου του 2000, λίγο πριν περάσουν τα μεσάνυχτα, ένα κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο . Είχε καθυστερήσει να γεννηθεί. Οι γιατροί έλεγαν ότι ίσως είναι τόσο πολύ έξυπνη, που ενστικτωδώς γνωρίζει την ασχήμια και την αθλιότητα του κόσμου  και απλώς αρνείται να τον γνωρίσει. Αλλά εν τέλει η μικρούλα υπέκυψε.  Ήταν ένα τόσο όμορφο μωράκι σαν αληθινή πορσελάνινη κούκλα. Κατάλευκο κουφετί  δέρμα, μεγάλα καταγάλανα μάτια με μακριές βλεφαρίδες και ροζ τριανταφυλλένια χείλη. Και όπως την έβλεπες να κοιμάται, διόλου απίθανο να σκαφτόσουν ότι είχε βγει από το παραμύθι της ωραίας κοιμωμένης.
Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε, όταν τρεις ημέρες μετά την γέννηση της άνοιξε τα ματάκια της,  ήταν ο μπαμπάς της, ο Ευθύμης. Σαν τα άνοιξε ,εκείνα τα μάτια, που θαρρούσες ότι ήταν ένας ολόκληρος ωκεανός που σε καλούσε να τον εξερευνήσεις, ο μπαμπάς της χαμογέλασε. Μετά την πήρε αγκαλιά και άρχισε να χαϊδεύει με κυκλικές και απαλές κινήσεις το βελούδινο της δέρμα. Την κρατούσε τόσο σφιχτά, που φοβόσουν ότι το βρέφος θα σπάσει από την ασφυκτική αγάπη του γονιού. Μα  ύστερα από τα μάτια του κύλησε ένα δάκρυ, που προσγειώθηκε άτακτα στο μάγουλο του βρέφους. Τότε η μικρούλα έκλαψε και η μαμά της πήρε το μωρό από την αγκαλιά του συζύγου της και του αποκρίθηκε : «Μην γίνεσαι η αιτία για να φεύγουν κρυσταλλάκια από τα μάτια της. Θα την πονέσουν. Είναι μικρή ακόμα» . Ο Ευθύμης   έπειτα σηκώθηκε, φίλησε τρυφερά την σύζυγο του και το μωρό, ξεστόμισε  ένα ανούσιο για την Ευτυχία  εκείνη τη στιγμή «συγγνώμη…» και βγήκε από το δωμάτιο.                                 
Βαπτίστηκε ‘’Κρυσταλλένια’’. Ο πατέρας της δεν γύρισε ποτέ. Η μικρούλα δεν γνώρισε την πατρική αγάπη και συντροφιά. Ο πρώτος της πρίγκιπας την απαρνήθηκε. Τα μόνα συναισθήματα που της προκάλεσε ήταν  εκείνα που την οδήγησαν στο να τρέξουν κρυσταλλάκια από τα μάτια της.
Βαπτίστηκε Κρυσταλλένια. Όσον αφορά τις αναμνήσεις που είχε από τον μπαμπά της, δεν αξίζει καν να αναφερθούν. Ήταν μηδαμινές. Εκτός και αν μετριέται σαν ανάμνηση ότι το μάγουλο της είχε νοιώσει κάποτε  ένα χάδι από το χέρι του. Αλλά όχι δεν το θυμόταν πια. Η πρώτη φορά που την είδε , ήταν και η τελευταία. Την εγκατέλειψε. Ίσως δεν είχε καν αναρωτηθεί αν του έμοιαζε καθώς μεγάλωνε. Τόσο στην εμφάνιση όσο και στον χαρακτήρα. Αυτός δεν ήξερε καν το όνομα της, την εξέλιξη της θα σκεπτόταν; Δεν νοιάστηκε ποτέ του. δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εκείνο το αθώο και αγνό πλασματάκι που παράτησε κάποτε. Μόνο μια φορά παρουσιάστηκε. Στα έκτα γενέθλια της Κρυσταλλένιας η Ευτυχία τον είδε να κοντοστέκεται πίσω από το κατώφλι της πόρτας. Η μικρή  δεν πρόλαβε να δει  τη μορφή του, παρά μόνο τον  άκουσε να λέει στην μητέρα της μια πρόταση περίεργη για το  παιδικό της  μυαλό , που όμως ποτέ δεν ξέχασε. `` Να της το δώσεις , όταν ενηλικιωθεί``. Η φωνή του ήταν βαριά. Η χροιά της, θύμιζε χαλασμένο κόντρα μπάσο.  Ωστόσο ήταν ξεχωριστή
 και  από τότε την άκουγε κάθε βράδυ στον ύπνο της να την συμβουλεύει και να της λέει πόσο πολύ την αγαπά , καθώς επίσης και  πόσο πολύ την προσέχει από κει που είναι- περισσότερο και από τον φύλακα άγγελο της.  
Μεγαλώνοντας  ολοένα γινόταν πιο έξυπνη ,πιο εφευρετική, πιο δημιουργική και πιο… υπέροχη. Το παιδί που κάθε μάνα θα ποθούσε να έχει. Ποτέ κανείς δεν άπλωσε χέρι πάνω της, θα ήταν και άδικο άλλωστε. Πάντοτε ήταν παραδειγματική μορφή για τα άλλα παιδιά . Βέβαια πρέπει να ειπωθεί πως ήταν και τυχερή. Η οικονομική ευμάρεια  της μητέρας  της την βοήθησε να καλλιεργήσει στο έπακρο  την προσωπικότητα της και να αναπτύξει όλες της τις ικανότητες . Έτσι για χρόνια διδασκόταν πιάνο, κιθάρα και κλασικό χορό. Στο μεταξύ  πήρε το πτυχίο ανώτατης επάρκειας γνώσεων σε τρεις γλώσσες. Μέχρι που τελείωσε το Λύκειο ήταν η αδυναμία όλων των καθηγητών και αντίπαλος κάθε μαθητή. Και αυτό η αλήθεια είναι πως της στοίχισε… Δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να έχει φίλους, να  γίνει  μέλος  μιας παρέας .Γι` αυτό ήταν αρκετά κλεισμένη στον εαυτό της και η μόνη διέξοδός της ήταν η μουσική. Έγραφε τραγούδια, χορογραφούσε κομμάτια , ζωγράφιζε και ξεχνιόταν. Οι τέχνες γενικότερα  ήταν η ψυχή της.
 Η Ευτυχία ήταν πάντα στο πλευρό της. Σε κάθε λύπη και σε κάθε της χαρά στεκόταν δίπλα της. Ήταν εκεί για να της σκουπίσει κάθε της  δάκρυ και για να χαμογελάσει με την καρδιά της σε κάθε της ευτυχισμένη στιγμή. Και όταν η Κρυσταλλένια ένοιωθε στο περιθώριο την καθησύχαζε λέγοντας : «κοριτσάκι  μου, μην στενοχωριέσαι. Απλώς να θυμάσαι πως είσαι ένα κομμάτι χρυσού που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα. Πιστεύω πως σύντομα θα σε ανακαλύψει κάποιος που θα εκτιμήσει  όσο το δυνατόν περισσότερο  τον θησαυρό που κρύβεις μέσα σου. Μην φοβάσαι άγγελε μου, η μανούλα σου να ξέρεις πως θα είναι για πάντα εδώ, να σου κρατά το χέρι, προσφέροντας σου την συντροφιά της . Εντάξει κρυσταλλάκι μου ;». η Κρυσταλλένια πάντα σιωπούσε και χανόταν στην αγκαλιά της μητέρας της. Καμιά φορά μάλιστα έκλαιγε με λυγμούς μέσα στην αγκαλιά της και τα κρύσταλλα που ξεγλιστρούσαν από τα μάτια της έκοβαν το στήθος της μάνας της, ώσπου στο τέλος  ράγιζαν και την καρδιά της.
Ήταν που απλώς είχε βαρεθεί να ακούει τα ίδια και τα ίδια. Τα λόγια της Ευτυχίας φάνταζαν ανύπαρκτα από ένα σημείο και ύστερα στην νεαρή. Την είχαν ανακαλύψει… άνθρωποι σπουδαίοι  για την καρδιά της. Κατ αρχάς, ο πατέρας της. Κατά δεύτερον η παιδική της φίλη. Κατά τρίτον, ο πρώτος της έρωτας. Τρεις διαφορετικές ιστορίες χωρίς καμιά τους να έχει  αίσιο τέλος. Όλοι έβλεπαν μια κοπέλα δυναμική. Μια κοπέλα τόσο χαρούμενη. Μια κοπέλα που έλεγε αστεία, χαμογελούσε, περνούσε υπέροχα όταν ήταν με φίλους. Μα δεν είχε φίλους. Είχε γνωστούς. Και δεν ήταν ούτε χαρούμενη, ούτε ευτυχισμένη. Και ναι χαμογελούσε, γιατί δεν ήθελε να επιζητεί την προσοχή, την λύπηση και τον οίκτο των άλλων. Όμως, μέσα της πενθούσε. Πνιγόταν. Ήταν κουρασμένη από όλο το δράμα της ζωής, από όλη την προδοσία που πρόσφεραν οι άνθρωπο γύρω της. Ήταν κουρασμένη που ενώ όλοι την επιβράβευαν συνεχώς για το είναι της, εκείνη να το μισεί, να το απεχθάνεται. Αλλά τα κρατούσε όλα μέσα της. Τα μοιραζόταν μοναχά με το ημερολόγιο της. Κι έτσι, τα πάντα ήταν τέλεια την ημέρα, μέχρι που στον ουρανό έβγαινε το φεγγάρι. Και τι κατάφερνε; Όλοι πίστευαν ότι ήταν το πιο καλότυχο και χαρούμενο πλάσμα που ήξεραν, ότι δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα και ότι δεν είχε συναντήσει το παραμικρό εμπόδιο στην ζωή της, παρόλο που αυτή η κοπέλα είχε μέχρι στιγμής βιώσει την απόρριψη σε όλο της το μεγαλείο. Ήξερε επίσης ότι η μοναξιά ήταν ένα καλό μέρος για να επισκεφτεί, ένα άσχημο μέρος όμως για να μείνει. Απλά εκείνη ξέχασε ή δεν μπόρεσε να φύγει. Μα οι άλλοι δεν ήξεραν. Η μάσκα της μέρας ανέκαθεν νικούσε το πρόσωπο της νυκτός.

Στα τρία της , όταν ξεκίνησε μπαλέτο , γνώρισε ένα κοριτσάκι εξίσου όμορφο και γλυκό, την Αλεξάνδρα. Έγιναν φίλες αχώριστες. Φίλες για πάντα όπως όλα τα μικρά κοριτσάκια λένε, όντας ανήξερα τι η λέξη φιλία εστί, μα ούτε τι σημαίνει η έκφραση για πάντα. Φιλία είναι μεγάλη λέξη. Φίλος είναι αυτός που σε νοιάζεται πάντα. Αυτός που θα τρέξει για σένα , που θα αγωνιστεί. Που όταν πέσεις στον δρόμο, θα γελάσει αφότου σε σηκώσει. Αυτός που θα λυγίσει όμως μαζί σου σε πραγματικές στιγμές αδυναμίας. Αυτός που θα δει μια φωτογραφία και θα θυμηθεί ακριβώς την σκηνή, σαν να μην πέρασε μια μέρα! Αυτός που σε νιώθει, κι ας είστε μακριά. Αυτός που δεν θα σε ξεχάσει μέσα στις υποχρεώσεις. Θα βρει χρόνο για σένα. Θα σου δείξει την αγάπη του, θα υπάρξουν στιγμές. Αυτός που του λείπεις, που σας γεμίζουν πελώριες αναμνήσεις, από αυτές που δεν ξεχνιούνται, καλές και κακές, τσακωμοί ασήμαντοι και σημαντικοί, που συνεχίζει να βρίσκεται συνεπιβάτης μέσα στον χρόνο δίπλα σου, μαζί σου. Κι αν όλα αυτά πέρα από ιδέα γίνουν τρόπος ζωής, τότε η ίδια η ζωή σου επιτρέπει να χρησιμοποιήσεις το για πάντα. Μα η Αλεξάνδρα χάθηκε νωρίς. Στις πρώτες δυσκολίες αποφάσισε να ψάξει καινούρια ``φίλη``.
Αναγκαστικά έψαξε και η Κρυσταλλένια για νέους φίλους. Μα δεν βρήκε. Βρήκε όμως ένα αγόρι, που την έκανε να νιώθει αλλιώτικα.  Βρήκε έναν άνθρωπο που την έκανε να πιστέψει ότι στην αγκαλιά του θα ήταν όλα όμορφα  και πως θα ήταν εκεί να την αγαπάει ακόμα και τις στιγμές που η ίδια δεν αγαπούσε τον εαυτό της. Τον έλεγαν Αχιλλέα. Πίστευε ότι είχε φτάσει η ώρα να ζήσει για πρώτη φορά το δικό της παραμύθι. Ως τότε, δεν είχε ιδέα τι σήμαινε να είσαι ερωτευμένος μέχρι που ένιωσε. Μέχρι που αγάπησε, με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε αγαπήσει την Αλεξάνδρα ή τη μαμά της. Μέχρι που ένας κρύος αέρας διαπέρασε για πρώτη φορά το τρέμουλο της καρδιάς της. Αυτό το ανεξήγητο , που έμπαζε απρόσμενα, ολάκαιρα κύματα. Σαν ταινία, που με το που τέλειωνε , ξεκινούσε πάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Και κάπου εκεί, μπερδεύτηκε. Είχε δώσει όλο της το είναι στον δεύτερο πρίγκιπα που πίστευε πως  είχε συναντήσει. Και αντί να ζήσει ένα παραμύθι, παραμυθιάστηκε η ίδια. Γιατί μια μέρα βρέθηκαν λακκούβες στον δρόμο. Και τότε κάποιες σκιές  άρχισαν να σβήσουν σημάδια που θεωρούσε πέτρινα, χαραγμένα . με την ψευδαίσθηση πως δεν θα αλλοιωθούν ποτέ. Ένιωθε ότι καθόταν στο κέντρο μιας μπόρας συναισθημάτων σε μορφή χρονομέτρου. Τικ, τακ, τικ , τακ. Χρονόμετρο άλλοτε μιας ζωής , άλλοτε μερικών μόνο δευτερόλεπτων. Γιατί ξαφνικά όλα τελείωσαν. Ο πρίγκιπας πάλι την απαρνήθηκε. Κι η Κρυσταλλένια έμεινε μόνη, με ένα τσιγάρο στα χείλη για να κρατήσει ζωντανή την αίσθηση του φιλιού του Αχιλλέα.
Μισούσε λοιπόν τη μοναξιά της. Γιατί στη ζωή της, έρχονταν και έφευγαν οι άνθρωποι  σαν λεωφορεία με αλλαγμένο δρομολόγιο αφήνονταςένα λιθαράκι της θύμησης τους σε μια γωνίτσα στην αποθήκη της καρδιάς της. Εκεί σαν βράχος  η κάθε ανάμνηση να περιμένει σιωπηλά πως σιγά σιγά όλα θα έρθουν, μα και θα φύγουν , γιατί άλλωστε , όλα κάποτε τελειώνουν. Η μικρή δόση πόνου που πήγαζε στο αίμα της. Το κάρμα που την στιγμάτιζε, και γεύτηκε πολύ. Κι ενώ ήξερε, τι είδους αντίσωμα έπρεπε να αποκτήσει, δεν το πάλεψε. Τα παράτησε. Έχασε όλο το πείσμα από μέσα της, ενώ ήξερε ότι το λάθος της ήταν ότι απλώς δέθηκε με ακατάλληλους ανθρώπους. Και κάνοντας αυτό το λάθος, ήρθε το επόμενο. Χάνοντας αυτού του είδους ανθρώπους έχασε και τον εαυτό της.  Ήξερε ότι το θέμα ήταν να την ψάξει η ίδια καλά. Είχαν υπάρξει αρκετές φορές που είχε μισήσει τον εαυτό της. Λάθη ασυγχώρητα που πλήγωσαν. Λέξεις που ποτέ δεν είδαν φως να ξεγλιστρήσουν. Λέξεις κύριες που σήμαιναν πολλά μα δεν ξεστόμισε. Κλάματα που ποτέ δεν έριξε, παρά μόνο έβλεπε κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέπτη. Λυγμοί που δεν ακουστήκαν κι ας φώναζε. Συνήθειες που ποτέ δεν έκοψε όσο κι αν προσπάθησε. Στιγμές που νόμιζε πως ήξερε ποια ήταν, μα βγήκε εκτός εαυτού. Υπομονές που κράτησε και δεν αντέδρασε. Ήξερε πλέον τι χρειαζόταν. Να γνωρίσει τον εαυτό της. Να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της, για την ίδια! Να προσπαθήσει να διορθώσει ό,τι χειροτέρευε τη γλυκιά ζωή. Γιατί η ζωή ήταν, είναι και θα είναι όμορφη. Έπειτα , όφειλε να αγαπήσει και να αποδεχτεί ό,τι δεν μπορούσε να αλλάξει. Να προσπαθήσει να το συνηθίσει κι ύστερα να το συμπαθήσει. Να λατρέψει το θεμέλιο του είναι της. Είχε καταλάβει πια ποιο ήταν το μυστικό. Αν μάθαινε πώς να αγαπήσει τις πτυχές του εαυτού της , που ως τότε σιχαινόταν.. θα ελευθερωνόταν ! Είχε καταλάβει ότι έπρεπε για αρχή  να αυτοαγαπηθεί !
Μα δεν έβρισκε καν τη δύναμη για να προσπαθήσει, είχε πληγωθεί πολύ. Η καρδούλα της ήταν θρύψαλα. Ήταν ανήμπορη να αγωνιστεί, μιας πριν ακόμα ξεκινήσει είχε κουραστεί. Κι ενώ ένα βράδυ είχε κουρνιάσει ως συνήθως στην αγκαλιά της μητέρας της, αντί να κλάψει, της μίλησε. Ξεδίπλωσε τα μυστικά της, τον σκοτεινό της κόσμο. Εξέφρασε μέχρι και την πιο απόκρυφη της σκέψη. Όπως παραδείγματος χάριν, να βλάψει τον εαυτό της, να δώσει τέρμα στη ζωή της ή τουλάχιστον να το σκάσει. Να φύγει μακριά, να αρχίσει μια καινούργια ζωή μακριά από όλους και από όλα. Να υπήρχε μονάχα αυτή να παλεύει  για ένα καλύτερο, ομορφότερο και λαμπρότερο μέλλον! Έτσι κι αλλιώς, βρισκόταν στο μηδέν, στον πιο υπέροχο αριθμό για να αρχίσει να μετρά δίχως να χει παρελθόν. Δίχως να χει αναμνήσεις να την κρατούν πίσω. Γιατί είχε αντιληφτεί πως η συνήθεια κάποιων ανθρώπων είναι αυτό που σε σκοτώνει. Αυτές οι μικρές στιγμές από δω και από κει, οι μικρές ατάκες που ξέρεις πως θα ειπωθούν, οι χαρακτηρισμοί, οι μορφασμοί, τα γέλια. Σκηνές του χθες που  κάνουν να αναπολείς ό,τι έφυγε και δεν θα ξαναρθεί, όπως πουλιά που έχουν φτερουγίσει ή σύννεφα πίσω από την δύση.
Κι η Ευτυχία βουβή. Σαστισμένη. Ανέκφραστη. Φοβήθηκε. Τρομοκρατήθηκε. Το επόμενο πρωί, πήγε την Κρυσταλλένια σε μια ψυχολόγο. Μετά την συνέδρια , η ψυχολόγος ανακοίνωσε στη μητέρα ότι η κόρη της πάσχει από κατάθλιψη.
Η μάνα έμεινε άπραγη. Απλώς παρακολουθούσε τη ζωή της κόρης της να κυλά ανούσια, μα και πονεμένα. Δεν θέλησε να αποδεχτεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Δεν την βοήθησε. Αρνούταν να παραδεχτεί το τι συνέβαινε. Προσπαθούσε να ξεχάσει μέχρι και το βράδυ εκείνο, που η μικρή της άνοιξε την ψυχή της ζητώντας απελπισμένα βοήθεια. Και απλά άφησε την κόρη της να βουλιάξει σε έναν ωκεανό τόσο βαθύ, όσο και των ματιών της.
Τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν ανελέητα. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Χωρίς να περιμένουν τίποτα και κανέναν. Το ημερολόγιο έδειχνε 28 Δεκεμβρίου του 2018. Η Κρυσταλλένια είχε γενέθλια. Ενηλικιωνόταν. Ήταν φοιτήτρια στη σχολή ψυχολογίας στην Αθήνα. Είχε διαλέξει αυτή την σχολή, με την ελπίδα να γιατρέψει τις δικές της πληγές. Μα επειδή πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, είχε γυρίσει στο πατρικό της. Η μητέρα της είχε βγει για τα ψώνια. Κι ενώ έπινε μια ζεστή σοκολάτα , χαζεύοντας το χιονισμένο τοπίο έξω από το παράθυρο,  άκουσε εκείνη τη φωνούλα, την πατρική. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή γύρισε χρόνια πίσω και θυμήθηκε τα έκτα της γενέθλια. Καθώς και κάτι που θα την περίμενε για τα δεκαοκτώ της χρόνια. Ήταν ένα γράμμα. Ήταν σίγουρη ότι είχε δει τη μαμά της να κρατά έναν φάκελο τότε. Άρχισε να ψάχνει. Έπρεπε να τον βρει γρήγορα. Είχε καταλάβει πως η μάνα της δεν θα της το έδινε, άρα όφειλε στον άνθρωπο που την είχε δημιουργήσει να λάβει το δώρο της εγκαίρως. Ύστερα από ώρα ψαξίματος , σκέφτηκε να ανέβει στη σοφίτα. Άνοιξε ένα καλά σφραγισμένο μπαούλο. Ήταν εκεί. Το διάβασε. Δάκρυσε. Γονάτισε. Άρχισε να κλαίει σπαρακτικά , όλο παράπονο.
<<… κορούλα μου, θαρρείς πως σε εγκατέλειψα. Και δεν έχεις άδικο. Ίσως ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου ως σήμερα, μα το έκανα για σένα. Ήμουν άρρωστος κοριτσάκι μου. Αυτήν τη στιγμή, που διαβάζεις αυτό το γράμμα, δεν ζω πια. Λογικά, έφυγα πριν χρόνια. Μακάρι ο καρκίνος να ήταν απλά ένα ζώδιο καρδούλα μου. Μα δεν είναι. Με διέλυσε, με νίκησε κι έμενα. Αν έμενα δίπλα σας, δεν θα σου έκανα καλό. Θα με έβλεπες να λιώνω μέρα με τη μέρα σαν το κερί και θα λυπόσουν. Και επειδή λοιπόν για τους ανθρώπους που αγαπάμε κάνουμε θυσίες, αποφάσισα να κάνω τη μεγαλύτερη, να φύγω…>>
Αποκλείεται. Έλεγε ψέματα. Είναι δυνατόν να πίστευε ότι υπάρχει χειρότερος πόνος από αυτόν του ατέρμονου κενού μέσα της; Του κενού που κτίστηκε από τα δάκρια της εγκατάλειψης, της απουσίας του και της μοναξιάς της; Αν ήταν εκεί, ίσως να συμπαραστεκόταν ο ένας στον άλλο και τώρα όλα θα ήταν καλύτερα! Αν δεν είχε φύγει, θα είχε μπαμπά! Αν… αν… αν… αν έδινε τέλος στη ζωή της, θα είχε την ευκαιρία να ζήσει μαζί του  στο εξής.
Κάθισε στο πάτωμα. Στην πίσω σελίδα του γράμματος ξεκίνησε ένα δεύτερο. Αφιερωμένο στη μαμά της. Θα της εξηγούσε , ό,τι δεν είχε καταλάβει για την κόρη της ή ό,τι δίστασε να καταλάβει Σαν το τελείωσε  βγήκε έξω. Στάθηκε για λίγο μεγαλόπρεπα μπροστά στη λευκή μαρμάρινη σκάλα. Τα σκαλιά ήταν πολλά, μα φοβόταν μήπως δεν ήταν αρκετά. Ωστόσο θα προσπαθούσε. Της φαινόταν καλή ιδέα. Κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε. Ένιωθε μια ιδιαίτερη αγαλλίαση. Μα ξάφνου, άκουσε μια φωνούλα να της ψιθυρίζει… `` όχι ακόμα μικρή μου, είναι νωρίς κοριτσάκι μου``. Την ήξερε αυτή την φωνή, αλλά η βροχή την έκανε να αργήσει να συνειδητοποιήσει ότι ήταν του μπαμπά της. Και πάγωσε, μπερδεύτηκε. Δεν την ήθελε κοντά του; Γιατί την έδιωχνε; Κατέβηκε ένα σκαλοπάτι και κάθισε στο πρώτο. Κάρφωσε ξανά στον ουρανό τα γαλανά της μάτια. Κι ύστερα στο τέλος της σκάλας. Την φαντάστηκε να κείτεται νεκρή, το άψυχο σώμα της να έχει χλομιάσει και  μετάνιωσε. Ο μπαμπάς της είχε δίκιο. Δεν ήταν η ώρα ακόμη. Γέλασε δυνατά. Σκέφτηκε ότι μάλλον έπρεπε να κάνει πρώτα άλλα πράγματα ,όμορφα, μοναδικά, να κατακτήσει τον κόσμο κι ύστερα να ανέβει ψηλά για να πει στον πατερούλη της όλα της τα καμώματα. Για πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό της να ονειρεύεται. Είχε αποφασίσει να ζήσει!
Μα η ζωή,  η ζωή γέλασε με τη φλόγα ελπίδας που είχε ανάψει στην ψυχή του κοριτσιού και κάνοντας ένα απλό ``Φου`` αποφάσισε να την σβήσει. Ενώ η Κρυσταλλένια σηκωνόταν, έχασε την ισορροπία της. Γλίστρησε. Τα μαύρα της μαλλιά μέσα σε κλάσματα δευτερόλεπτου είχαν σκουπίσει ολόκληρη τη σκάλα. Βρέθηκε εκεί όπου πριν λίγο  είχε φανταστεί τον εαυτό της, αναίσθητη. Μοναδική θύμηση ζωντάνιας αποτελούσε το χέρι της μέσα στο οποίο είχε κλείσει το καταραμένο γράμμα, καθώς κι εκείνα τα ορθάνοικτα, αδικημένα μάτια.  Έφυγε κι η Κρυσταλλένια  για πάντα.
Το ασθενοφόρο και η αστυνομία έφτασαν πριν προλάβει να επιστρέψει η μητέρα της. Για όλους ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν αυτοκτονία. Το γράμμα ήταν άλλωστε αποδεικτικό στοιχείο. Μα δεν ήταν. Και εκείνη, η μάνα της, που μια ζωή αμφισβητούσε το πρόβλημα της κόρης της, τώρα το πίστεψε, ήταν αυτοκτονία. Μα δεν ήταν ! Τι ειρωνεία! Για μια ακόμη φορά δεν ήξεραν  και πλέον  το κρυσταλλάκι  δεν μπορούσε να τους φωνάξει  πως ήταν απλά ένα ατύχημα, γιατί είχε φύγει για πάντα!

                                                                                                                          ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΓΑΡΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου