Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙ

                                         
  Χτύπησε το τηλέφωνο. Στην αρχή σιωπή. Μα ύστερα κατάλαβα. Αυτός ήταν. Δεν μου μίλησε πολύ, παρά μόνο με ρώτησε τι χρώμα έχει ο έρωτας. Ξαφνιασμένη, του απάντησα << Κόκκινο>>. Γέλασε κι ύστερα μου είπε ότι είναι χλωμός. Η γραμμή διακόπηκε. Τον ξαναπήρα, μα η γραμμή ήταν κατειλημμένη. Του έστειλα μήνυμα και τον ρώτησα γιατί γέλασε. Μου απάντησε  σε μήνυμα ότι με ξεγέλασαν. <<Απλώς, τον βάφουν με αυτό  το χρώμα>>, είπε.<< Όπως και οι παπαρούνες είναι κόκκινες , γιατί απλούστατα βάφτηκαν κάποτε με αίμα>>.
  Το να αγαπάς είναι ένα τόσο όμορφο και μοναδικό συναίσθημα. Το να αγαπιέσαι όμως, τι είναι; Μάλλον  είναι ένα εξίσου όμορφο συναίσθημα, απλώς λίγο πιο ξεχωριστό , λίγο πιο γοητευτικό.                             
  Τελειώνοντας τη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου, ένιωσα για πρώτη το φορά το μυαλό μου να στοιχειώνεται απ` αυτή την απορία. Ένιωθα ότι είχα αγαπήσει κάποιον, που δεν με είχε αγαπήσει. Ήταν στιγμές που δεν με πείραζε. Άλλωστε η αγάπη, για να είναι αληθινή ,λένε , πρέπει να είναι ανιδιοτελής. Μα ήταν στιγμές, που σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να αγαπώ κάποιον που δεν με αγαπά. Ίσως να μην άξιζε την αγάπη μου, αφού δεν την λάμβανα πίσω. Από την άλλη όμως, η καρδιά μου είχε επιλέξει να αγαπήσει αυτό το συγκεκριμένο άτομο. Δεν έπρεπε μεν, αλλά που να έβρισκα δε τη δύναμη εγώ για να της απαγορεύσω να νιώσει; Κι εκείνη τι δύναμη είχε άραγε και μπορούσε να νιώθει;       
  Ήταν πολύ όμορφος .Ψηλός , γυμνασμένος, με  λευκό δέρμα, μαύρα μαλλιά και πράσινα σαν από δυο σμαράγδια φτιαγμένα τα μάτια του. Κάθε φορά που μου μιλούσε, στα χείλη του ζωγραφιζόταν ένα παιδικό χαμόγελο. Και με μιας, φωτιζόταν το πρόσωπο του,  μα και το δικό μου παράλληλα. Ένιωθα ότι μου γελούσε ο ήλιος. Και ώρες - ώρες  δεν μπορούσα να στέκομαι μπροστά του , γιατί καιγόμουν… ή ντρεπόμουν.  Με τον καιρό όμως, είχαμε γίνει αχώριστοι . Μαζί στο σχολείο, στις βόλτες, στο γήπεδο. Μαζί  στις χαρές, μαζί στις λύπες. Μαζί στην κάθε στιγμή.
  Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Στην κεντρική πλατεία του χωριού η σχολική μπάντα είχε συναυλία. Ήμασταν και οι δυο μέλη της, μα εγώ δεν έπαιζα γιατί μόνο οι μελλοντικοί απόφοιτοι  μπορούσαν να συμμετάσχουν. Ήταν από τις πιο ωραίες συναυλίες που έχω πάει. Θαρρώ πως ένιωθα τον παλμό της κάθε νότας από την κιθάρα του  να πάλει το φυλλαράκι της καρδιάς μου. Μου είχε αφιερώσει μάλιστα ένα τραγούδι... Μετά τη λήξη της συναυλίας με πλησίασε. Με ρώτησε αν μου άρεσε η αφιέρωση του. Του είπα <<πολύ>>. Ύστερα με αγκάλιασε. Με φίλησε στο μέτωπο και έπειτα με άφησε. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του. Ξαφνιασμένη πάλι τον ρώτησα <<γιατί>>. Δεν απάντησε. Παρά μόνο ξεστόμισε <<σ αγαπάω μικρή, συγγνώμη>>.
  Δυο λέξεις τόσο μικρές, μα και τόσο μεγάλες ταυτόχρονα. Αγάπη, συγχώρεση. Συγχώρεση, αγάπη. Οι σημασίες τους συγχέονταν ή αλληλοσυμπληρωνόταν, γιατί όπως λένε, συγχωρείς ανάλογα με το πόσο αγαπάς. Μα δεν καταλάβαινα. Και εν τέλει εγώ ολόκληρη ήμουν μια σύγχυση. Τι εννοούσε; Τι είχε συμβεί; Τι είχε κάνει; Ή τι μου είχε κάνει ; Oι ώρες, οι  μέρες, οι μήνες περνούσαν, μα εκείνο το δάκρυ παρέμεινε ένα καλά σφραγισμένο μυστικό. Η ζωή συνεχίστηκε και η καθημερινότητα γινόταν ολοένα και πιο γλυκιά.
  Παραμονές των πανελληνίων του είχαμε πάει στο γήπεδο για να παίξουμε μπάσκετ. Είχα καιρό να τον δω, μου είχε λείψει. Εκείνο το παιχνίδι ήταν όσο κουραστικό, τόσο και υπέροχο. Μιλούσαμε, γελούσαμε, τρέχαμε, παίζαμε σαν παιδιά. Νίκες, ήττες, στοιχήματα, καλάθια, συζητήσεις, φωτογραφίες, αναμνήσεις. Μα ήρθε και ένα μήνυμα στο κινητό του. Δεν ήταν δίπλα μου. Το άνοιξα. Έλεγε << αγάπη μου, το μπουκάλι της Heineken είναι έτοιμο, έλα να το πάρεις.>> Σάστισα. Κοίταξα πανικόβλητη τριγύρω. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. Ποια ήταν η αγάπη του; Και… εμένα μου είχε πει ότι δεν έπινε! Τι στο καλό συνέβαινε; Έφυγα βιαστική… δίχως να τον χαιρετίσω, δίχως να σκεφτώ ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα.
  Γυρνώντας στο σπίτι, κύλησε και στο δικό μου μάγουλο ένα δάκρυ. Μπορεί να ήταν και δυο. Ίσως και τρία . Ή πολλά περισσότερα. Μόλις  έφτασα, κλειδώθηκα στο δωμάτιό  μου. Παρόλο που έκλαιγα βουβά, είχα βάλει δυνατά τη μουσική γιατί φοβόμουν ότι θα με άκουγε κάποιος. Ήθελα να μείνω μόνη μου, να διαλεχθώ με τις ανασφάλειες μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, πρόσεχα τους στίχους και προσπαθούσα να πιαστώ από αυτούς, να τους αναγκάσω να εκφράσουν τα συναισθήματα μου, ήθελαν δεν ήθελαν… και δίχως να το καταλάβω ,είχα αποκοιμηθεί. Ξύπνησα νωρίς το πρωί, από τα τηλεφωνήματα του. Δεν σήκωσα κανένα. Διάβασα όμως ένα μήνυμα. Έλεγε <<σ αγαπάω μικρή, συγγνώμη.>>
  Δεν μιλούσαμε για μέρες. Ώσπου ένα μεσημέρι, παρέλαβα ένα μπουκέτο από παπαρούνες και χαμομήλια. Μέσα τους ήταν καλά κρυμμένο ένα σημειωματάκι. <<Αυτές είμαι εγώ, αυτά είσαι εσύ. Μη μου θυμώνεις μικρή, απλώς δεν πρέπει. Σε θέλω κοντά μου, μα οφείλω να σε κρατήσω  μακριά μου. Σ αγαπώ.>>  ``Πρέπει``. Ποιος ανόητος γέννησε αυτό το λόγο, και ποιος τρελός πίστεψε σε αυτόν; Δεν υπάρχουν πρέπει στην αγάπη! Γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν όρια και φραγμοί. Ήταν ψεύτης,  υποκριτής. Κατάφερε ωστόσο να με κάνει να του μιλήσω. Να τον ρωτήσω τι δεν πρέπει. Και η απάντηση; Ένα αρνητικό γνέψιμο του κεφαλιού και ένα πικραμένο χαμόγελο. Τι δεν έπρεπε; Τι είχε συμβεί; Τι του είχε συμβεί; Ή μήπως… τον είχα βλάψει εγώ άθελα μου; Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου, τρέμοντας στην ιδέα ότι εγώ ευθυνόμουν για τη θλίψη που σκέπαζε τα μάτια του. Και τότε, μάλλον διέκρινε τον φόβο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο μου. Κι έκλαψε κι αυτός.
  Δε δόθηκε συνέχεια στο περιστατικό. Δεν ήταν απαραίτητο.  Κάποια πράγματα πιστεύω ότι είναι καλύτερο  να αποσιωπούνται. Άλλωστε <<η σιωπή είναι χρυσός >> λένε . Μα η σιωπή φέρνει και παρεξηγήσεις… γιατί παραδείγματος χάριν αν είχα προσπαθήσει τότε να ερμηνεύσω τη σιωπή του δεν θα απορούσα τώρα  με το τι εννοούσε αποκαλώντας τον παπαρούνα και εμένα χαμομήλι. Αλλά δεν πειράζει` και τα δυο είναι όμορφα λουλούδια. Το χαμομήλι μάλιστα, είναι και καταπραϋντικό...
   Συνεχίσαμε να βγαίνουμε και κατά τη διάρκεια των πανελληνίων του. Προσπαθούσα να τον πείσω να διαβάσει, μα άδικος κόπος. Ήταν τόσο ξεροκέφαλος και πεισματάρης ώρες ώρες. << Θα γίνω ζωγράφος>>,  έλεγε.  Ήταν έξυπνος, μα είχε αποφασίσει την εξυπνάδα του να την διοχετεύει αποκλειστικά και μόνο στο να σκέπτεται τι φάρσα  θα μου κάνει κάθε μέρα για να τρομάξω, ώστε να με αγκαλιάσει για να ηρεμήσω.
  Όταν είχαμε γνωριστεί,, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τι θα σήμαινε  για μένα αυτό το αγόρι δυο χρόνια μετά. Η μαμά μου ,έλεγε να μην κάνω παρέα μαζί του. Δεν ήταν καλός μαθητής, οι γονείς του ήταν χωρισμένοι και το όνομα του ιδίου κακό. Όμως, τα μάτια του φανέρωναν μια τόσο αγνή και αξιολάτρευτη ψυχή. Και τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής, το κάτοπτρο της αλήθειας, έτσι δεν είναι; Ασυναίσθητα λοιπόν,  μπήκε στην καρδιά μου και κυριάρχησε σε αυτήν.  Άθελα του, έγινε <<εγώ>>. Η μουσική που ακούω, ο τρόπος που σκέφτομαι, που αντιμετωπίζω καταστάσεις , ο χαρακτήρας μου, όλα είναι αυτός. <<Στιγμές είναι όλα>> μου έλεγε συχνά. Και με έκανε να το πιστέψω. Μα είναι στιγμές, που μετανιώνω για τις στιγμές που μου χάρισε, γιατί με πιάνω να τις σκέπτομαι σε κάθε αφηρημάδα μου. Όταν ήμουν μαζί του, γελούσα αληθινά, με  την καρδιά μου. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει περισσότερη ζεστασιά απ` όση όταν ήμουν στην αγκαλιά του, περισσότερη ασφάλεια και σιγουριά απ` όση  όταν με έκλεινε μέσα στα δυο του χέρια, περισσότερη γαλήνη απ` όση όταν με χάιδευε και περισσότερη ευτυχία απ` όση  όταν ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Ήταν ο φίλος μου, το στήριγμα μου, η κρυψώνα μου. Τον είχα ερωτευτεί.                                                                                                                                     
  Αυτός όμως πιθανότατα να είχε ερωτευτεί άλλο κορίτσι, αφού είχε φιλήσει το κορίτσι που του πρόσφερε εκείνο το μπουκάλι μπύρας. Το είχε φιλήσει στη συναυλία... Από τότε ήταν μαζί. Μου είχε εξηγήσει ότι είχαν μια πιο <<ανταλλακτική>> σχέση. Του έδινε ποτά, της έδινε γλυκά. Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε. Έπειτα όμως, μου είχε πει ήμουν ανεκτίμητα σημαντική γι αυτόν- το διαμάντι του. Ότι δεν θέλει να με χάσει. Ότι με χρειάζεται. Ότι είμαι το διαμάντι του. Ότι ήμουν ανεκτίμητα σημαντική γι αυτόν. Ότι χωρίς εμένα δεν θα μπορούσε να ζήσει. Μου είχε υποσχεθεί ότι για χάρη μου θα κατόρθωνε να επιβληθεί στον ίδιο του τον εαυτό και θα επιτύγχανε έτσι τη μεγαλύτερη και την ευγενέστερη όλων των νικών... Τι εννοούσε; Ήλπιζα ότι θα μάθω κάποια άλλη στιγμή, όπως και έγινε.
  Είχε φτάσει καλοκαιράκι. Η ανεμελιά και η ξεγνοιασιά ζούσαν  τα μεγαλεία τους και εμείς τις πιο ευτυχισμένες μας στιγμές αντίστοιχα. Βόλτες στα χαλίκια, βουτιές στη θάλασσα, χορός τα βράδια στα μαγαζιά. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που δεν γυρνούσαμε σπίτι το βράδυ, γιατί μας έπαιρνε ο ύπνος  στην ακρογιαλιά κοιτώντας και μετρώντας τα αστέρια. Κι οι δυο μας πιστεύαμε στα ζώδια, στο κάρμα που μας στιγμάτιζε και στη μοίρα που όρισε να έρθουν κοντά τόσο τα σώματα όσο και οι ψυχές μας. Μα το καλοκαίρι έφυγε, ο χειμώνας ξαναήρθε, ανίκανος ωστόσο να διώξει το αυγουστιάτικο φως από μέσα μας.
  Αλλά ξάφνου κάτι έκανε την πυγολαμπίδα που κυνηγούσαμε όλο αυτόν τον καιρό να χαθεί στο σκοτάδι. Προσπαθούσα να βρω αυτό το κάτι, να το διορθώσω. Μάταια. Εκείνος ο χειμώνας ήταν κρύος, με χιόνια. Αυτό που με μελαγχολούσε περισσότερο  όμως, ήταν ότι ένιωθα κρύα και την ψυχή μου. Είχα ένα κακό, πολύ κακό προαίσθημα, που με έκανε να βλέπω εφιάλτες αντί για όνειρα, όταν κοιμόμουν.   Ώσπου ένα βράδυ, ενώ ήμουν  ολομόναχη στο σπίτι χτύπησε η πόρτα. Η φωνή της αδελφής μου ακουγόταν ξεκάθαρα. Έχοντας  μάτια βουρκωμένα μου είπε να  ανοίξω την τηλεόραση στο τοπικό κανάλι κι ύστερα κάθισε σκυθρωπή στον καναπέ. Μα η τηλεόραση δεν έπιανε σήμα εξαιτίας της καταρρακτώδους βροχής και του δυνατού αέρα. Της φάνηκε παράλογο, ενώ δεν ήταν. Έπειτα άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω, ωσότου η αλλόκοτη κίνηση της μετατράπηκε σε λυγμούς. Έσκυψα να την καθησυχάσω. Απαλά, έτεινα να την αγκαλιάσω. Με εμπόδισε. Με κοίταξε με ένα γεμάτο απόγνωση βλέμμα και όλο δυσκολία συλλάβισε μια λεξούλα:                                                                                                                                                 -Έφυγε.                                                                                                                                                       –Ποιος έφυγε ;                                                                                                                                               - …                                                                                                                                                                         - Πού πήγε αυτός που έφυγε  ;                                                                                                               -…                                                                                                                                                                              - Για πόσο καιρό  θα λείπει, αδερφούλα ;                                                                                                                     - Για πάντα.  
Απρόσμενα,  απάντηση έδωσε η τηλεόραση:  << Δεκαεννιάχρονος τοξικομανής βρέθηκε νεκρός  στην παραλία της περιοχής, ύστερα από  κατανάλωση ηρωίνης. Ο νεαρός πιθανότατα να είχε μπει σε διαδικασία απεξάρτησης, και γι αυτό παρόλο που η δόση δεν ήταν σπουδαία, του στοίχισε τη ζωή. Στο χέρι του κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο, έχοντας γραμμένο ένα μήνυμα που ξεκίνησε να γράφει, μα δεν πρόλαβε να στείλει, γιατί έχασε τις αισθήσεις του:  `` σ αγαπώ μικρή μου, συγγνώμη`` .
  Ήταν εκείνος.  Έκλεισα  την τηλεόραση. Έφυγα από το σπίτι, χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Έτρεχα δίχως να ξέρω που πάω. Ακολουθούσα τα πόδια μου, που ασυναίσθητα ακολουθούσαν την καρδιά μου. Πήγα στην παραλία. Άρχισα να φωνάζω το όνομα του.  Τον έψαχνα. Δεν ήταν εκεί. Μετά πήγα σπίτι του. Μάλλον θα έπαιζε ηλεκτρονικά ως συνήθως. Μα δεν τον βρήκα ούτε εκεί. Ύστερα πάγωσα…  Μου  είχε πει πως χωρίς εμένα δεν θα μπορούσε να ζήσει!
  Ξημερώματα της προηγούμενης νύχτας, τσακωθήκαμε.  Του είπα ότι δεν τον θέλω πια στη ζωή μου... Του είπα επίσης ότι ήταν τόσο μυστικοπαθής που ώρες ώρες με φόβιζε. Συγκεκριμένα, αφορμή για τον τσακωμό μας στάθηκε  ένας φίλος του όταν τον ρώτησε :       - Να της βάλω λίγο σιρόπι σοκολάτας στο ποτό της;                                                                         - Όχι , δεν θέλει! Μην τολμήσεις να την πειράξεις, του απάντησε εξαγριωμένος, παρόλο που  ήξερε πόσο μ` αρέσει η σοκολάτα! Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη. Ωστόσο επέμεινε κατηγορηματικά λέγοντας όχι.
  Άρχισα να ψάχνω τα πράγματα του. Γιατί θα με έβλαπτε η σοκολάτα; Τι συνέβαινε επιτέλους; Είχα κουραστεί. Και εκεί πάγωσα για δεύτερη φορά. Ξάπλωσα στο κρεβάτι του και έφερα στο νου μου το δελτίο των ειδήσεων. Ήταν χρήστης ναρκωτικών, που προσπαθούσε να απεξαρτηθεί γιατί  για χάρη της κοπέλας που θα λάμβανε το μήνυμα αν είχε προλάβει να το στείλει, θα κέρδιζε ένα στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του… Ανάθεμα! Αυτή η κοπέλα ήμουν εγώ!  Σηκώθηκα και , σαν αγρίμι που σπάραζε από τον πόνο, μανιωδώς συνέχισα να ψάχνω το δωμάτιο του. Δεν άργησα να βρω σακουλάκια με χασίς και κοκαΐνη σε ένα συρτάρι του γραφείου του. Το χασίς ήταν πράσινο σαν τη μπύρα. Και η κοκαΐνη καφέ σαν τη σοκολάτα. Κατάλαβα. Μα ήταν αργά!
  Πήρα τα σακουλάκια στο σπίτι μου. Τα ακούμπησα στο κρεβάτι και ξάπλωσα δίπλα τους. Ίσως, αν τα κατανάλωνα να με βοηθούσαν να ξεχάσω. Τι ακριβώς να ξεχάσω όμως; Και κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι οι αναμνήσεις ήταν το μόνο αξιόλογο που μου είχαν απομείνει από εκείνον. Ναι, είχα χάσει αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί όμως να χάσω και τις αμέτρητες στιγμές που είχαμε ζήσει μαζί; Στην τελική, δεν γίνεται να χάνεις στιγμές… Ναι, σκουριάζουν και μένουν πίσω, αλλά μένουν! Και δίχως ιδιαίτερη δυσκολία αναδύονται στην επιφάνεια. Και ξάφνου  χαμογελούν τα αισθήματα, ώσπου δάκρυα νοσταλγίας αναβλύζουν. Δάκρυα που άλλοτε λυτρώνουν κι άλλοτε πικραίνουν. Έτσι, ενώ ήξερα ότι δεν έπρεπε να κλάψω επειδή έφυγε, απλά να χαμογελάσω γιατί ήρθε, δάκρυσα. Λύγισα. Πόνεσα. Η καρδιά μου θρυμματίστηκε. Δεν με είχε αγαπήσει στ` αλήθεια. Αν η αγάπη του ήταν αληθινή, δεν θα με άφηνε μόνη μου. Θα με πρόσεχε έστω και από μακριά . Ήταν το σπίτι μου κι έμεινα άστεγη. Φέρθηκε εγωιστικά. Γιατί τα παράτησε; Γιατί δεν μου είχε μιλήσει;  Άρα όχι… όχι! η σιωπή δεν είναι χρυσός. Η σιωπή είναι το χώμα που κρύβει τον χρυσό. Ο χρυσός είναι η αψεγάδιαστη ειλικρίνεια. Αν είχε μοιραστεί μαζί μου την αδυναμία του και το πρόβλημα του  η ζωή του θα ήταν καλύτερη… ή έστω ίσως είχε ζωή! Μα υπάρχουν μονοπάτια δίχως γυρισμό. Τρία χρόνια και δεν άγγιξα τα χείλη του. Πλέον όμως,  αυτός ο εκείνος πήρε τη μορφή του πιο υπέροχου απωθημένου μέσα μου. Γιατί  δεν θα τον ξαναντικρίσω  ποτέ! Με είχε μάθει ποτέ να μην λέω <<ποτέ>>, μα για μια ακόμη φορά ήταν λάθος. Αφού ποτέ ξανά δεν θα τον δω, ούτε από μακριά. Δεν θα με ξανασφίξει ποτέ στην αγκαλιά του, ποτέ. Γιατί έφυγε. Για πάντα.
  Από  το χαμομήλι παράγεται φάρμακο και από την παπαρούνα ναρκωτικό. Με διέλυσε. Και θεωρητικά τώρα πρέπει να χρησιμοποιήσω το φάρμακό μου για να επουλώσω την πληγή μου . Μα μόνη μου;  Και ποιο είναι το φάρμακο μου; Οι αναμνήσεις μου ή η αγάπη μου;  Αυτός για μένα ήταν το ναρκωτικό μου. Εγώ όμως δεν στάθηκα αρκετή για να τον σώσω! Αλλά δεν ήξερα… πού να ξέρα ; Γιατί παπαρούνα μου; Γιατί;
 Έκλεισα  τα μάτια και έσφιξα τα βλέφαρα.  Ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. . Στην αρχή σιωπή. Μα ύστερα κατάλαβα. Αυτός ήταν. Δεν μου μίλησε πολύ, παρά μόνο με ρώτησε τι χρώμα έχει ο έρωτας. Ξαφνιασμένη, του απάντησα << Κόκκινο >>. Γέλασε κι ύστερα μου είπε ότι είναι χλωμός. Η γραμμή διακόπηκε. Τον ξαναπήρα, μα η γραμμή ήταν κατειλημμένος. Του έστειλα μήνυμα και τον ρώτησα γιατί γέλασε. Μου απάντησε, σε μήνυμα, ότι με ξεγέλασαν. <<Απλώς, τον βάφουν με αυτό  το χρώμα>>, είπε.<< Όπως και οι παπαρούνες είναι κόκκινες, γιατί απλούστατα βάφτηκαν κάποτε με αίμα>>.
 Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και είχα τη δυνατότητα να αλλάξω κάτι στη ζωή μου, θα το έκανα; Ναι, θα το έκανα. Γιατί το μόνο που χρειάζομαι είναι μονάχα μια στιγμούλα. Μία στιγμή , που πάντα θα θέλω πίσω. Μα δυστυχώς ή ευτυχώς , στιγμές είναι όλα. Και κάποια πράγματα δεν έχουν γυρισμό. Και κάπως έτσι, ενώ μια αστραπή φαντάζει να είναι η ζωή μας, θαρρώ πως προλαβαίνουμε!
                                                                                                                          ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΓΑΡΑ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου