Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΚΛΕΙΩ ΚΑΙ ΑΝΘΗ

   Κλειώ

            Με κοιτούσε πάλι με τα μεγάλα πράσινα μάτια της και ήταν σαν να με χάιδευε με το βλέμμα της. Στεκόμουν μακριά της. Δεν ήθελα να νιώθει τον πόνο μου. Τελευταία την απέφευγα. Δεν την ήθελα δίπλα μου. Όχι επειδή δεν την αγαπούσα. Την αγαπούσα και με το παραπάνω. Απλώς δεν ήθελα να την βαραίνω με τα δικά μου, γιατί ήξερα πως κι εκείνη κουβαλούσε πολλά μέσα της. Όταν στεκόμουν δίπλα της αισθανόμουν τη ζεστασιά της ψυχής της και έβλεπα τα μελανά σημεία να υψώνονται μπροστά μου σαν τέρατα. Τέρατα που την κατασπάραζαν καθημερινά. Καθημερινά έδινε τις μάχες της και πάσχιζε να μη λυγίσει. Δεν λύγιζε ποτέ. Ήταν μια πολύ δυνατή γυναίκα και γι’ αυτό την θαύμαζα και την είχα ως κύριο πρότυπό μου.
            «Λοιπόν;» ήρθε λίγο πιο κοντά μου, μα εγώ απομακρύνθηκα, προκειμένου να διατηρήσω την απόσταση, από την οποία πίστευα πως δεν θα μπορούσε να νιώσει τα συναισθήματά μου, «Θα μου πεις τι έχεις ή να το μαντέψω;»
            Όταν μου μιλούσε με αυτόν τον τρόπο και με κοιτούσε με αυτά τα μάτια, δεν μπορούσα να της αντισταθώ και της άνοιγα την καρδιά μου. Μα αυτή τη φορά, αντιστεκόμουν σαν βράχος απέναντι στα κύματα της αγάπης της.
            Υπήρχε ένα ερώτημα που με βασάνιζε πολύ καιρό. Αλλά να ήταν μόνο ένα... Ήταν πολλά τα ερωτήματα που με βασάνιζαν από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι. Κανένας, όμως, δεν έμπαινε στον κόπο να μου απαντήσει. Ούτε από εκείνην περίμενα απάντηση. Απλά ήθελα να ρωτήσω, για να αποφύγω να της πω τι μου συνέβαινε.
            «Γιατί είσαι ακόμα δίπλα μου;»

                                                                                                                        Δεκέμβρης, 1993
Ανθή
            Περίμενα υπομονετικά τη μαμά μου να γυρίσει από το νοσοκομείο. Θα την έφερνε ο μπαμπάς, όπως μου είχε υποσχεθεί. Μου είχε υποσχεθεί πως βρέξει χιονίσει θα περνούσαμε τα Χριστούγεννα όλοι μαζί.
            Θυμάμαι το σπίτι σκοτεινό. Μήτε στολίδι, μήτε καράβι, μήτε φωτάκια, μήτε γλυκίσματα. Τίποτα μέσα στο σπίτι μας δεν θύμιζε τη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Έξω, όμως, μπορώ να θυμηθώ τα γειτονικά σπίτια στολισμένα με χιλιάδες λαμπιόνια και τους γείτονές μας να πηγαινοέρχονται στα σπίτια τους με σακούλες γεμάτες δώρα και γλυκίσματα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους. Ο μπαμπάς μας είχε πει πως δεν θα στολίζαμε εάν δεν ήταν και η μαμά εδώ. Από το παράθυρο παρατηρούσα μαγεμένη μαζί με την αδερφή μου τα φωτάκια να αναβοσβήνουν. Αυτό, όμως, που με μάγευε περισσότερο ήταν οι χιονονιφάδες που έπεφταν στον δρόμο, αφού χόρευαν τον χειμερινό χορό τους κάνοντας επίδειξη των δεξιοτήτων τους. Χόρευαν μπαλέτο με τον άνεμο, ο οποίος έκανε τις πιρουέτες τους ακόμα πιο συναρπαστικές. Τις έφερνε από εδώ κι από εκεί, μέχρι που τις άφηνε απαλά στον δρόμο, για να πιάσει τις επόμενες ντάμες του.
            Ακούσαμε τα κλειδιά στην πόρτα, πεταχτήκαμε πάνω και τρέξαμε προς την πόρτα να υποδεχτούμε τη μαμά και τον μπαμπά. Από το κατώφλι μας πέρασε μόνο ο μπαμπάς. Είχε ήδη νυχτώσει και το σκοτάδι είχε απλωθεί σε κάθε γωνιά του σπιτιού, μα υπήρχε κάτι στο βλέμμα του που άπλωνε ένα άλλο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό της νύχτας. Αυτό το σκοτάδι άπλωνε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα στο σπίτι μας και κάλυπτε ακόμα και τα φώτα που έμπαιναν από έξω.
            «Πού είναι η μαμά;» πήρε το θάρρος να ρωτήσει η αδερφή μου σαν μεγαλύτερη και πιο γενναία. Ο μπαμπάς σήκωσε το κεφάλι του αργά και με μάτια βουρκωμένα της απάντησε.
            «Η μαμά δεν θα έρθει».
            «Και πότε θα έρθει;» ρώτησα εγώ με παράπονο.
            «Η μαμά δεν θα ξαναέρθει… ούτε σήμερα ούτε ποτέ…». Από την πνιχτή φωνή του και τα αιχμηρά λόγια του η αδερφή μου κατάλαβε, έβαλε τα κλάματα και έπεσε στην αγκαλιά του. Έκλαψε κι εκείνος μαζί της και άρχισε να μας απολογείται.
            «Συγγνώμη, κοριτσάκια μου, αλλά δεν κατάφερα να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι χτες και σήμερα… Δυστυχώς, φέτος δεν θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, γιατί η μαμά δεν θα είναι εδώ».
            Δεν καταλάβαινα τίποτα. Γιατί δεν θα ερχόταν η μαμά; Αφού μας το υποσχέθηκε και η μαμά πάντα κρατούσε τις υποσχέσεις της. Γιατί θα αθετήσει αυτή την υπόσχεση της; Όχι, δεν ήταν αλήθεια...
            «Η μαμά θα έρθει!» φώναξα με πείσμα.
            «Όχι, Ανθούλα μου, η μαμά δεν θα έρθει. Έφυγε». Ο μπαμπάς με πήρε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να με παρηγορήσει. Μα εγώ δεν ήθελα παρηγοριά. Τη μαμά μου ήθελα και ήμουν ξεκάθαρη.
            «Και πού πήγε;»
            «Ψηλά στον ουρανό, κοριτσάκι μου. Πήγε δίπλα στον Θεούλη και δεν θα ξαναέρθει».
            Γλίστρησα από την αγκαλιά του και με μούτρα κατεβασμένα πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έβγαλα κάτω από το μαξιλάρι μου το γράμμα που θα έστελνα στον Άγιο Βασίλη. Ήξερα πως η μαμά μου είχε μια «κακιά» αρρώστια. Γι’ αυτό φέτος ζητούσα από τον Άγιο να γίνει καλά η μάμα μου και να γυρίσει σπίτι, αντί για κάποιο παιχνίδι. Μέχρι την τελευταία στιγμή κοιτούσα από το παράθυρό μου πιστεύοντας πως θα δω τη μαμά μου να μπαίνει στην αυλή φορτωμένη με σακούλες, όπως έκανε κάθε χρόνο. Γελάστηκα εκείνη τη χρονιά. Η μαμά δεν ήρθε ποτέ κι εγώ έσκισα το γράμμα μου και το πέταξα στο τζάκι και δεν ξαναέγραψα σε αυτόν τον ψευτο-άγιο. Όλα αυτά τα περί αγίου των παιδιών ήταν παραμύθια για χαζά παιδιά. Αργότερα έμαθα στο σχολείο πως αυτός ο άγιος υπήρξε πριν από πάρα πολλά χρόνια και όντως μοίραζε δώρα στα παιδιά, αλλά τώρα πια είχε πάει στον ουρανό και δεν μπορούσε να μοιράζει δώρα και πως τα χριστουγεννιάτικα δώρα στην πραγματικότητα τα αγοράζουν οι γονείς μας. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που δεν πραγματοποίησε την ευχή μου.
            Μαύρα τα Χριστούγεννα από τότε. Κάθε χρόνο ήλπιζα πως θα ερχόταν η μαμά μου, μα κάθε χρόνο οι ελπίδες μου πήγαιναν στον βρόντο μέχρι που άρχισα να πιστεύω πως μας εγκατέλειψε. Σκληρή η εγκατάλειψη στην ηλικία των εννέα χρόνων και πώς να αντέξεις το βάρος της απουσίας; Πώς να δεχτείς πως το πρόσωπο που αγαπάς δεν υπάρχει πια; Όταν όλα γύρω σου τα μαυρίζει η θλίψη και η δυσπιστία, καμία ηλιαχτίδα ελπίδας και κανένα χαμόγελο δεν μπορεί να τα φωτίσει.



                                                                                                            Δεκέμβρης, 2012
Κλειώ
            «Γιατί είσαι ακόμα εδώ;» την ξαναρώτησα περιμένοντας να δω την έκφραση του προσώπου της.
            «Δώσε μου έναν καλό λόγο για να φύγω».
            Τελικά κατάφερε εκείνη να με αιφνιδιάσει. Αλλά δεν θα την άφηνα έτσι.
            «Δεν σε θέλω δίπλα μου. Σου αρκεί αυτό;»
            «Δώσε μου ένα λόγο που δεν με θες δίπλα σου».
            «Απλά δεν σε θέλω. Θέλω να φύγεις. Δεν σε θέλω στη ζωή μου. Κάποια στιγμή θα φύγεις ή μπορεί και να φύγω εγώ. Δεν θα είσαι για πάντα δίπλα μου. Γι’ αυτό σε διώχνω. Γιατί αν φύγεις, θα στενοχωρηθώ, ενώ έτσι δεν στενοχωριέμαι».
            «Αυτό που λες είναι χαζομάρα. Ίσως κάποια στιγμή να χωριστούμε, αλλά μέχρι τότε γιατί να μη ζήσουμε κάποιες καλές στιγμές μαζί που θα τις θυμόμαστε ύστερα από χρόνια και θα γελάμε;»
            Είχε δίκιο όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Πάντα είχε δίκιο και πάντα με έβαζε στη θέση μου. Με συμβούλευε και με ενθάρρυνε. Ήταν το μόνο άτομο που ήθελα να έχω στη ζωή μου και το έδιωχνα. Τι χαζή που ήμουν! Την είχα ανάγκη, αλλά δεν της το είπα ποτέ.
            «Λοιπόν, άσε τις χαζομάρες και τα παιδιαρίσματα και πες μου τι σου συμβαίνει».
            «Δεν θέλω να σου πω».
            «Γιατί; Δεν με εμπιστεύεσαι;»
            «Σε εμπιστεύομαι, αλλά…»
            «Αλλά τι; Μίλησέ μου και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να λύσουμε το κουβάρι που έχεις στο κεφαλάκι σου. Ό,τι κι αν σου συμβαίνει θα το αντιμετωπίσουμε μαζί, όπως πάντα».
            Η αλήθεια είναι πως ήταν πάντα δίπλα μου σε ό,τι την χρειαζόμουν. Με στήριζε και με υποστήριζε και με νοιαζόταν πιο πολύ από τον καθένα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και χαιρόμουν να την έχω δίπλα μου. Πώς ήταν δυνατόν μια παλιά δασκάλα μου να με νοιαζόταν πιο πολύ από τους γονείς μου; Δεν το χωρούσε ο νους μου και όσο μεγάλωνα τόσο με ενοχλούσε, αλλά το αγνοούσα. Εκείνη πρώτη παρατήρησε ότι με πονούσε συχνά το κεφάλι μου και το είπε στους γονείς μου. Αυτοί δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στο πρόβλημά μου και ο πονοκέφαλος γινόταν όλο και πιο οξύς. Μπήκαν στον κόπο να με πάνε στον γιατρό μόνο όταν είδαν ότι δυσκολευόμουν να περπατήσω και πως ζαλιζόμουν σε κάθε μου βήμα. Ο γιατρός έκανε τη διάγνωσή του.

                                                                                                            Δεκέμβρης, 2011
Ανθή
            Ο διορισμός μου ήταν κάτι που το περίμενα υπομονετικά και δεν άργησε να γίνει χάρη στις γνωριμίες του πατέρα μου και στις υψηλές επιδόσεις μου στις εξετάσεις.
            Όταν ήμουν παιδί είχα αποφασίσει να αφοσιωθώ στα παιδιά του κόσμου. Με τα χρόνια περιορίστηκα στα παιδιά της χώρας μου. Ήθελα ένα επάγγελμα που να με φέρει κοντά στα παιδιά και κυρίως στα παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Ήμουν βέβαιη ότι το να καταπιαστώ με την εκπαίδευση σωστών πολιτών και ανθρώπων ήταν κάτι που θα με βοηθούσε να ξεπεράσω εκείνα τα τραυματικά Χριστούγεννα της ζωής μου. Έκανα λάθος. Αισθανόμουν χειρότερα όταν πλησίαζαν οι γιορτές και έπρεπε να ετοιμάσω  για τα παιδιά δραστηριότητες που θα είχαν να κάνουν με τη γιορτή αυτή. Κάρτες και γράμματα για τον Αϊ-Βασίλη, ζωγραφιές και μια ατμόσφαιρα τόσο εύθυμη για τα παιδιά όσο πένθιμη για μένα. Αντί να επισκέπτομαι τον πατέρα μου και την αδερφή μου κλεινόμουν στο σπίτι μου και έπινα μέχρι να αποκοιμηθώ με το μπουκάλι του ουίσκι αγκαλιά.
            Μέχρι που εκείνη τη χρονιά την ώρα που άφησα τους μαθητές μου να ασχοληθούν με τις χριστουγεννιάτικες κατασκευές τους, παρατήρησα πως η Κλειώ καθόταν μόνη στο πρεβάζι του παραθύρου και κοιτούσε απέξω τα δέντρα του προαυλίου. Την πλησίασα και κάθισα δίπλα της. Εκείνη ξαφνιάστηκε από την κίνησή μου, κατέβηκε από το πρεβάζι και κάθισε στη θέση της. Απομονωμένη στο τελευταίο θρανίο στη γωνία της αίθουσας.

                                                                                                            Νοέμβρης, 2012
Κλειώ
            Γύρισα απότομα και κοίταξα τον γιατρό εμβρόντητη από όσα είχα ακούσει. Δεν περίμενα να είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και τον κοιτούσα με την παράκληση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. Περίμενα να μου πει  πως όσα μου έλεγε ήταν ένα φτηνό αστείο ή κάποια κακόγουστη φάρσα. Και κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν περίμενα να μου πει πως είχε γίνει κάποιο λάθος στη διάγνωση. Μα κάθε φορά απογοητευόμουν.
            Κοίταξα έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου. Οι γονείς μου στέκονταν πίσω μου. Η αδιαφορία τους με σκότωνε.
            «Πείτε κάτι. Κάντε κάτι. Το παιδί σας πεθαίνει κι εσείς αδιαφορείτε», φώναζε μια φωνή μέσα μου, την οποία κρατούσα εγκλωβισμένη όλα αυτά τα χρόνια. Απορώ γιατί δεν την άφηνα να βγει. Κάτι μέσα μου μού υπενθύμιζε πως είναι γονείς μου και πως δεν έπρεπε να τους στενοχωρώ.
            «Πείτε μου ότι δεν είναι αλήθεια όλα αυτά», κατάφερα να πω καταβάλλοντας όλες μου τις δυνάμεις και αγνοώντας τον έντονο πονοκέφαλο.
            «Οι εξετάσεις αυτό έδειξαν. Είναι κάτι που αντιμετωπίζεται, οπότε δεν χρειάζεται να απελπίζεσαι. Όλα θα πάνε καλά. Εμπιστεύσου με».
            «Γιατί μου συμβαίνει αυτό;»
            «Αυτό είναι δύσκολο να σου το απαντήσω. Μπορεί να είναι θέμα κληρονομικότητας ή μόλυνσης. Από όσα μου είπες δεν πέρασες πρόσφατα κάποια γρίπη ή ιλαρά, οπότε δεν μπορώ να το αποδώσω εκεί».
            «Κληρονομικότητας;» στράφηκα προς τους γονείς μου.
            «Δεν νομίζω να είναι κάτι τέτοιο, γιατρέ. Δεν είχε ποτέ κανείς καρκίνο στην οικογένειά μας», βιάστηκε να απαντήσει η μητέρα μου.
            «Στη δική σας όχι, αλλά…»
            Ο πατέρας μου έβηξε δυνατά και η μητέρα μου κοίταξε έντονα τον γιατρό. Σηκώθηκα όρθια και κατευθύνθηκα προς το μέρος τους. Κοίταξα τη μητέρα μου βαθιά μέσα στα μάτια. Ο πάγος που είχε μέσα της με ξάφνιασε και σταμάτησα την αναζήτηση στο άδυτο της ψυχής της.
            «Δεν νομίζετε πως είναι ώρα να μάθει;», είπε επιπρόσθετα στην πρόταση που δεν τον είχαν αφήσει να ολοκληρώσει.
            «Τι να μάθω; Τι μου κρύβετε;» η ανήσυχη φωνή μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα από μέσα μου από μια άγνωστη πηγή.
            «Τίποτα. Πάμε να φύγουμε. Ευχαριστούμε, γιατρέ». Η ειρωνεία στα λόγια της με σύγχυζε. Οι αντιδράσεις μου περιορίστηκαν στη βιαστική έξοδό μου από το ιατρείο. Δεν άκουγα τις φωνές του πατέρα μου που με πρόσταζαν να σταματήσω ούτε έβλεπα τον διάδρομο με τους δεκάδες αρρώστους που απλωνόταν μπροστά μου. Βυθισμένη στις σκέψεις μου και στα χιλιάδες γιατί, που ξετρύπωναν από το πουθενά και τσιγκλούσαν το μυαλό και την καρδιά μου, βγήκα από το μεγάλο κτίριο.
            Είχε πια σκοτεινιάσει. Τα φώτα της πόλης αντικαθιστούσαν τον ήλιο και μείωναν το φως των αστεριών. Το μισοφέγγαρο μου δημιουργούσε την επιθυμία να ανέβω στον ουρανό, να ξαπλώσω πάνω του, να ανάψω τ’ αστέρια και να ξεχαστώ στο χάδι μιας νεφέλης.
            Ένα δυνατό χαστούκι χάλασε τον συνειρμό των σκέψεών μου και το τσούξιμο στο μάγουλό μου μού δημιούργησε άλλο ένα παράπονο που δεν πρόλαβα να διατυπώσω, γιατί την επόμενη στιγμή είχα βρεθεί λιπόθυμη στην άσφαλτο.

                                                                                                            Δεκέμβρης, 2011
Ανθή
            Δεν την ξαναπλησίασα. Ήθελε τον χώρο της κι έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία της. Δεν ήταν δραστήρια μαθήτρια και ούτε που είχα καταλάβει την παρουσία της μέσα στην τάξη. Την θυμόμουν να είχε μιλήσει μόνο μια-δυο φορές από την αρχή της χρονιάς. Στο τέλος της ημέρας κι ενώ όλα τα παιδιά έφευγαν, την φώναξα να έρθει κοντά μου.
            Με πλησίασε διστακτικά. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα και τα γόνατα της έτρεμαν.
            «Κλειώ, γιατί τρέμεις; Μήπως κρυώνεις;»
            «Όχι, κυρία».
            «Τότε τι σου συμβαίνει; Για έλα εδώ να μου πεις».
            Έκανα να την πιάσω από το μπράτσο, μα εκείνη τραβήχτηκε φοβισμένη. Έκανα ένα βήμα πίσω και ήρθα στο ύψος της, για να την κοιτάω ευθεία στα μάτια.
            «Γιατί με φοβάσαι; Σου έχω δώσει την εντύπωση πως είμαι κάποιος κακός μπαμπούλας;»
            «Όχι, κυρία».
            «Τότε γιατί απομακρύνεσαι; Δεν θες να σε αγγίζω; Άμα δεν θες να σε αγγίζω, δεκτό. Και για να σου δείξω ότι δεν πρόκειται να το ξανακάνω, θα έχω τα χέρια στην πλάτη μου, όποτε σε πλησιάζω. Εντάξει;». Το τελευταίο το είπα με μια παιδιάστικη φωνή, προκειμένου να την καλοπιάσω και να την κάνω να γελάσει.
            «Ναι, κυρία».
            Οι μονολεκτικές απαντήσεις της με δυσκόλευαν να καταλάβω τι της συνέβαινε, αλλά για να ήταν τόσο κλειστή σε αυτήν την ηλικία σήμαινε πως της συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό που την είχε κάνει να χάσει την πίστη της στους ανθρώπους.
            Κάθισα στο πρώτο θρανίο και της έτεινα με το χέρι μου τη θέση δίπλα μου. Άφησε την τσάντα της και κάθισε δίπλα μου μαζεμένη στην άλλη άκρη του θρανίου. Έβαλα τα χέρια πίσω από την πλάτη μου. Με κοίταξε ξαφνιασμένη από την κίνηση μου, που της είχα υποσχεθεί προηγουμένως ότι θα έκανα, αλλά μάλλον δεν με είχε πιστέψει. Πρώτη φορά την είδα να μου χαμογελάει, έστω κι ελαφρά. Το βλέμμα συνέχισε την καταναγκαστική εργασία του και στράφηκε προς το πάτωμα.
            «Λοιπόν, θα μου πεις τι έχεις ή να το μαντέψω;»
            Με ξανακοίταξε παραξενεμένη και με ρώτησε με σουφρωμένα φρύδια. «Πώς θα το μαντέψετε;»
            «Αυτό είναι το μυστικό μου».
            «Ψέματα λέτε».
            «Μα είναι δυνατόν κοτζάμ δασκάλα να σου λέω ψέματα;»
            Σκέφτηκε για λίγο τη ρητορική ερώτηση μου και με ξαναρώτησε λίγο πιο αγριεμένα. «Και πώς θα το μαντέψετε;»
            «Με έναν μαγικό τρόπο».
            «Πάλι λέτε ψέματα. Δεν υπάρχει μαγεία».
            «Αλήθεια; Και ποιος τα λέει αυτά;»
            «Η μαμά».
            «Ε, λοιπόν, εγώ σου λέω ότι υπάρχει».
            «Εγώ δεν έχω δει κανέναν αληθινό μάγο».
            «Και τι σημαίνει αυτό; Πώς ό,τι δεν βλέπουμε δεν υπάρχει;»
            «Ναι, έτσι είναι».
            «Χωρίς να κοιτάξεις θέλω να μου πεις τι βλέπεις πίσω σου».
            «Θρανία, καρέκλες και τη βιβλιοθήκη στον τοίχο».
            «Μα, καλά, πού τα βλέπεις όλα αυτά; Γιατί εγώ όταν κοιτάω μπροστά μου βλέπω μόνο την έδρα μου και τον πίνακα πάνω στον τοίχο. Δεν μπορώ να δω αυτά που είναι πίσω μου».
            «Ξέρω ότι είναι εκεί».
            «Πώς το ξέρεις, αφού δεν τα βλέπεις;»
            «Το ξέρω».
            «Άρα ξέρεις πως υπάρχουν μάγοι και ας μην έχεις δει ποτέ κανέναν από δαύτους».
            Γούρλωσε τα μάτια της και οι μελί ανταύγειες τους τονίστηκαν περισσότερο.
            Τότε πρόσεξα πόσο όμορφη ήταν. Είχε το πιο αθώο και το πιο γλυκό προσωπάκι που είχα δει. Θα μου πείτε πως τα περισσότερα μάτια είναι καστανά. Εγώ, όμως, έβρισκα κάτι το ξεχωριστό και μοναδικό στα συγκεκριμένα καστανά μάτια. Έβγαζαν μια αύρα, που με γαλήνευε και με ηρεμούσε.

                                                                                                Δεκέμβρης, 2011
Κλειώ
            Μα ποια νομίζει ότι είναι; Πώς τολμά να με πλησιάζει και να με ρωτάει τι έχω; Νομίζει πως τα ξέρει όλα και μας το παίζει έξυπνη. Τίποτα δεν ξέρει. Είναι χαζή. Αν είχα την δυνατότητα θα την έσπρωχνα, για να την ρίξω κάτω, και μετά θα έφευγα τρέχοντας. Και θα της έβγαζα και γλώσσα. Και θα της πέταγα και τα χαζοβιβλία της. Και…
            Μα τι όμορφα μάτια! Καταπράσινα σαν τα φύλλα των δέντρων. Και είναι τόσο όμορφη. Μπορεί να μην μου είναι εύκολο να της ανοιχτώ, αλλά νιώθω όμορφα δίπλα της. Είναι ένα πολύ περίεργο συναίσθημα που γεμίζει την καρδούλα μου και ταυτόχρονα με προβληματίζει. Με βάζει σε σκέψεις. Τι συναίσθημα είναι αυτό; Δεν το έχω ξανανιώσει. Νιώθω σαν να πετάω στον ουρανό. Σαν να έχω ξαπλώσει σε ένα σύννεφο φτιαγμένο από ευωδιαστά λουλούδια όλων των ειδών και των χρωμάτων. Επικρατεί ένα άρωμα. Το δικό της άρωμα. Νιώθω να θέλω να πετάξω. Μα τι λέω; Εγώ φοβάμαι τα ύψη. Κι όμως, όσο είμαι δίπλα της, τίποτα δεν με φοβίζει. Νιώθω… τόση ασφάλεια. Ναι, αυτό νιώθω. Ασφάλεια. Και είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω έτσι. Και γι’ αυτό τελικά της μίλησα για ό,τι με απασχολούσε, για ό,τι με προβλημάτιζε, ό,τι μου κινούσε το ενδιαφέρον ή την περιέργεια, για όλα.
            Έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να με ηρεμεί η παρουσία της. Νομίζω λέγεται ενδιαφέρον. Με κάνει να μη θέλω να γυρίσω σπίτι. Να θέλω να μείνω δίπλα της για πάντα.
            Ένα αίσθημα ανασφάλειας και φόβου με πλημυρίζει ξαφνικά. Ακούω βιαστικά τακούνια να ανεβαίνουν τις σκάλες. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Σηκώνομαι όρθια και στρέφω το βλέμμα μου προς την πόρτα της τάξης τη στιγμή που πέρασε από αυτήν η μητέρα μου. Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και με κοίταξε έντονα.
            «Εδώ είσαι εσύ; Γιατί αργείς τόσο πολύ; Μήπως σκοπεύεις να κοιμηθείς εδώ σήμερα;»
            «Με συγχωρείτε. Η ευθύνη είναι όλη δική μου. Αν ήξερα ότι βιαζόσασταν, δεν θα την καθυστερούσα», μίλησε η κυρία Ανθή, για να με βγάλει από τη δύσκολη θέση να δίνω εξηγήσεις στον τύραννό μου.
            «Και γιατί, παρακαλώ, να την καθυστερήσετε; Συνέβη κάτι;»
            Την κοίταξα με μια παράκληση ευχόμενη να μην πει τίποτα απ’ όσα είπαμε, γιατί αλλιώς…
            «Όχι, δεν συνέβη κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς η κόρη σας είχε μια απορία».
            «Απορία; Σε ποιο μάθημα;»
            «Εμ… Στην ιστορία. Ναι, δυσκολεύεται να κατανοήσει το μάθημα. Ίσως, αν την βοηθούσατε λίγο με το να διαβάσετε το μάθημα μαζί της…»
            «Δεν μπορώ να την βοηθήσω. Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Πάμε, Κλειώ».

                                                                                                Γενάρης, 2013
Ανθή
            Την ώρα που ήμουν σε μάθημα, μπήκε αστραπιαία ο υποδιευθυντής στην τάξη μου και μου ζήτησε να πάω στο γραφείο των δασκάλων επιβεβαιώνοντας την παρουσία του στην τάξη όσο εγώ θα έλειπα. Κατάλαβα πως κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί και έτρεξα μέχρι το γραφείο. Με κομμένη την ανάσα αντίκρισα την Κλειώ να την κρατάνε δύο συνάδελφοί μου και να προσπαθούν να τη συνεφέρουν. Μάταια, όμως, γιατί ο πονοκέφαλος ήταν πολύ έντονος και την γονάτιζε. Μάταιη κάθε προσπάθειά της να σηκωθεί. Μάταιος ο κόπος να δείξει ότι δεν πονάει. Μάταιοι και οι κόποι μου να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
            Με σκούντηξε ο διευθυντής βγάζοντάς με βίαια από την παγίδα των συνειρμών στην οποία είχα μπλεχτεί.
            «Την έφερε ο δάσκαλός της λιπόθυμη και επέστρεψε στο μάθημά του, γιατί είχε αφήσει τα παιδιά μόνα τους. Καταφέραμε να την συνεφέρουμε και το μόνο που έχει πει εδώ και πέντε λεπτά είναι το όνομά σου. Γι’ αυτό υπέθεσα πως θέλει εσένα και σε φώναξα. Τι της συμβαίνει;»
            «Μεγάλη ιστορία, Δημήτρη. Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ, αλλά σε κλινική», κατάφερα να ξεστομίσω και πήγα κοντά της. Την πήρα αγκαλιά. Έφερα το κεφάλι της στο στήθος μου και προσπάθησα να το σταθεροποιήσω εκεί. Την φίλησα απαλά στα μαλλιά της και την χάιδεψα, για να νιώσει ασφάλεια. Αυτό μου είχε πει η ίδια ότι ήθελε, για να νιώσει ασφάλεια. Μια ζεστή αγκαλιά ή ένα απαλό χάδι της αρκούσαν.
            «Πώς αισθάνεσαι, κοριτσάκι μου;»
            «Ανθή…»
            «Πες μου».
            «Πονάω… πολύ», ήταν οι τελευταίες τις λέξεις. Το σώμα της αφέθηκε εντελώς στα χέρια μου. Μάτια κλειστά και ίσα που ανέπνεε.
            «Κλειώ! Κλειώ!» φώναξα ξανά και ξανά. Την σήκωσα στα χέρια μου και βγήκα έξω από το σχολείο. Ο Κώστας με ακολούθησε.
            «Πού θα την πας;»
            «Στην κλινική. Πρέπει να την δει ο γιατρός της επειγόντως».
            «Μπες στο αυτοκίνητό μου. Θα σας πάω εγώ»
            Σε μισή ώρα είχαμε φτάσει στην κλινική. Ενώ εγώ προσπαθούσα να βγω με τη μικρή από το αυτοκίνητο, εκείνος έτρεξε να φέρει ένα φορείο με μια νοσοκόμα. Την πήραν αμέσως οι γιατροί και την πήγαν στα επείγοντα.
            Τις επόμενες δύο ώρες τις περάσαμε στον χώρο αναμονής. Δύο ώρες γεμάτες αγωνία και φόβο. Τι της είχε συμβεί; Θα έβγαινε από εκεί μέσα; Και οι γονείς της πόσο ανεύθυνοι μπορεί να ήταν; Οι γονείς της! Πάνω στην ταραχή μου και στην βιασύνη μου δεν τους είχα ειδοποιήσει.
            «Δημήτρη, δεν ειδοποιήσαμε τους γονείς της!»
            «Τους ειδοποιήσαμε όταν μας την έφερε ο Κώστας λιπόθυμη και είπαν πως δεν μπορούσαν εκείνη τη στιγμή. Ξαναμίλησε μαζί τους πριν από λίγο η Χρύσα και είπαν πως είναι καθ’ οδόν».
            Δεν μπορούσαν εκείνη την στιγμή; Τι πάει να πει αυτό; Για το παιδί τους πρόκειται. Ο κάθε γονιός θα τα παρατούσε όλα για το παιδί του. Τι γονείς! Τι ανευθυνότητα!
            Καλώς τους κι ας άργησαν. Μόνο ο πατέρας της φαινόταν ανήσυχος και ταραγμένος. Λογικά θα είχε έρθει κατευθείαν από τη δουλειά του, αφού φορούσε τα ρούχα με τα οποία εργαζόταν. Η μητέρα της απ’ όσα μου είχε πει η Κλειώ δεν δούλευε και είχε έρθει περιποιημένη και καλοντυμένη λες και πήγαινε σε δεξίωση. Από έναν τσακωμό που είχαν πιο μετά διαπίστωσα πως μόλις είχε έρθει από το κομμωτήριο. Πλήρης αναισθησία.
            «Πώς είναι η κόρη μου; Πού την έχουν τώρα;» ρώτησε ο πατέρας αρκετά ανήσυχος.
            «Την έχουν στα επείγοντα εδώ και δύο ώρες. Δεν έχει μπει ούτε έχει βγει κανένας γιατρός. Ήταν πολύ άσχημα όταν την φέραμε. Ίσα που ανέπνεε».
            «Μα τι της συνέβη ξαφνικά; Το πρωί που την έστειλα στο σχολείο ήταν μια χαρά», μίλησε τώρα η μαντάμ Αδιάφορη.
            «Όσα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή, δε λένε; Μόνο που δεν της συνέβη έτσι ξαφνικά. Εδώ και μήνες το παιδί σας δεν είναι καλά και το ξέρετε πολύ καλά. Θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει τις χημειοθεραπείες εδώ και έναν μήνα, αλλά εσείς αδιαφορήσατε πλήρως για την υγεία της και την μπουκώσατε στα παυσίπονα. Αν πάθει κάτι, θα φταίτε εσείς και μόνο εσείς». Αυτά που είπα ήταν τα παράπονα της Κλειώς και τα δικά μου. Το αγαπούσα αυτό το παιδί, που άξιζε όσο κανένας άλλος να έχει μια ήσυχη και όμορφη ζωή, που οι ίδιοι της οι γονείς της την στερούσαν και της πρόσφεραν μια ζωή γεμάτη πόνο που δεν θα τη ζούσε για πολύ, αλλά για όσο θα την ζούσε, θα υπέφερε...
            «Τα περιγράφετε όλα τόσο τραγικά, ενώ δεν είναι. Αυτό που έχει είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εύκολα. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας».
            «Όταν μιλάμε για καρκίνο, υπάρχει κάθε λόγος ανησυχίας και ειδικά όταν μιλάμε για καρκίνο σε ένα μικρό παιδί. Σε ένα εννιάχρονο κοριτσάκι, που θα έπρεπε να παίζει τώρα στις παιδικές χαρές και όχι να βρίσκεται εκεί μέσα». Ήμουν συγχυσμένη. Ήθελα τόσο να την χτυπήσω. Προτίμησα να φύγω από εκεί.
            Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Ύστερα από λίγο ήρθε ο πατέρας της.
            «Συγχωρέστε τη γυναίκα μου. Ώρες ώρες δεν ξέρει τι λέει».
            «Κι εμένα συγχωρέστε με. Μερικές φορές βγαίνω εκτός εαυτού. Αλλά δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου πως μια μάνα αδιαφορεί τόσο πολύ για το παιδί της».
            «Ξέρετε… δεν είναι η μητέρα της Κλειώς».
            Έμεινα εμβρόντητη να τον κοιτάζω. Έτσι εξηγείται όλη αυτή η αδιαφορία. Γι’ αυτό η Κλειώ δεν ένιωθε να την δένει τίποτα με αυτήν τη γυναίκα. Μου έμενε ένα πράγμα να μάθω. Γιατί ο πατέρας της άφηνε αυτήν τη γυναίκα να χτυπάει την μοναχοκόρη του;
            Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του και μου το έτεινε. Δεν συνήθιζα να καπνίζω. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Ήξερα, όμως, πως ήταν πιο εύκολο να σου μιλήσει κάποιος πάνω στο τσιγάρο. Έτσι είχα καταφέρει να πείσω και την καλύτερή μου φίλη να μου μιλήσει σε μια πολύ δύσκολη φάση της ζωής της. Για κάποιο λόγο πίστευα πως ήταν πιο εύκολο σε κάποιον να μιλήσει για αυτά που τον βαραίνουν, όταν καπνίζει. Ίσως επειδή βλέπει τα προβλήματά του να ζωντανεύουν μπροστά του μέσα στους καπνούς και του είναι πιο εύκολο να τα περιγράψει σαν θεατής. Πήρα ένα τσιγάρο και το άναψα στα χείλη μου. Έκανε κι εκείνος το ίδιο. Σιωπή για λίγο. Τον παρατηρούσα με την άκρη του ματιού μου. Συνειδητοποίησα πως δεν ήξερα το όνομα του ανθρώπου που στεκόταν δίπλα μου και κάπνιζα μαζί του.
            «Νομίζω πως δεν έχουμε συστηθεί. Ανθή Παπαδοπούλου».
            «Άλκης Στεργίου. Θα μπορούσα να πω ότι χαίρομαι για τη γνωριμία, αν είχαμε συστηθεί υπό άλλες συνθήκες».
            «Με έχετε αφήσατε άναυδη με αυτό που μου είπατε».
            «Η πρώτη μου γυναίκα πέθανε στη γέννα και με άφησε με ένα παιδί. Δεν μπορούσα να το μεγαλώσω μόνος μου. Ένα παιδί χρειάζεται τη μητέρα του, γι’ αυτό βιάστηκα να παντρευτώ. Ήταν η πιο λανθασμένη επιλογή που έχω κάνει στη ζωή μου».
            «Δεν έχετε σκεφτεί ποτέ να χωρίσετε;»
            «Το έχω σκεφτεί, αλλά δεν μπορώ. Η μικρή την έχει ανάγκη».
            «Πολύ λίγο ξέρετε την κόρη σας».
            «Ξέρετε κάτι που δεν το ξέρω εγώ;»
            «Ίσως να ξέρω περισσότερα από εσάς».
            «Σας έχει μιλήσει;»
            «Άπειρες φορές. Και οι δυο μας έχουμε μια απορία. Γιατί επιτρέπετε στην γυναίκα σας να χτυπάει την κόρη σας;»
            «Η μικρή της πάει κόντρα και την εκνευρίζει. Έχει δίκιο όταν το κάνει αυτό».
            «Το χάνει το δίκιο της όταν το κάνει αυτό. Ποτέ δεν χτυπάμε ένα παιδί. Ακόμα και η πιο ελαφριά σφαλιάρα είναι μαχαιριά στην καρδιά ενός παιδιού. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να της το κάνει αυτό. Αν ήμουν στη θέση σας, δεν θα της έδινα εξουσία πάνω στο παιδί μου. Θα μπορούσε να της μιλήσει».
            «Δεν είναι τέτοιος τύπος η Ρένα».
            «Τότε δεν υπάρχει ελπίδα να τα βρουν αυτές οι δύο. Τουλάχιστον προσπαθήστε εσείς να τα βρείτε μαζί της. Να ανακτήσετε την επικοινωνία σας. Θεωρώ πως η επικοινωνία και η ειλικρίνεια είναι το σημαντικότερο πράγμα στις σχέσεις των ανθρώπων».
            «Έχετε δίκιο. Θα προσπαθήσω. Δεν νομίζω, όμως, να τα καταφέρω».
            «Μην ανησυχείτε. Αν με χρειαστείτε, θα είμαι εδώ».
            «Το εκτιμώ. Νοιάζεστε πολύ για την Κλειώ».
            «Ναι, είναι ξεχωριστό παιδί. Καλύτερα να πάμε μέσα να δούμε τι γίνεται».
            Πετάξαμε ο καθένας το τσιγάρο του κάτω και γυρίσαμε στον χώρο αναμονής. Το ύφος της γυναίκας του κατάφερε να με εκνευρίσει πάλι. Όσο για τις σκηνές ζηλοτυπίας δεν χωράει λόγος.
            Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο γιατρός της Κλειώς. Ένας κόμπος ανέβηκε στο στομάχι μου και με κράτησε πίσω. Ο μόνος που πλησίασε τον γιατρό ήταν ο Άλκης.
            «Γιατρέ, πώς είναι η κόρη μου;»
            «Έπρεπε να έχει αρχίσει τις χημειοθεραπείες εδώ και πολύ καιρό. Ο όγκος στο κεφάλι της μεγάλωσε. Δυσκολευτήκαμε να την συνεφέρουμε και κάναμε την πρώτη χημειοθεραπεία. Μπήκε ήδη σε αγωγή και μέχρι να την τελειώσει θα νοσηλευτεί στην κλινική μας».
            «Πώς είναι τώρα;» ρώτησα ανήσυχη.
            «Είναι καλύτερα. Είστε η Ανθή;»
            «Μάλιστα».
            «Μπορείτε να περάσετε στο δωμάτιο που την έχουμε μεταφέρει. Από την ώρα που συνήλθε δεν σταμάτησε να σας ζητάει. Κύριε Στεργίου, να ευχαριστήσετε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί εάν δεν την είχαν φέρει έγκαιρα, δεν θα ζούσε».
            «Μα τόσο σοβαρή είναι η κατάσταση; Μας είχατε πει πως δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εύκολα», είπε η Ρένα με φανερή την αδιαφορία της.
            «Σας είχα πει πως δεν χρειάζεται να απελπίζεστε, γιατί υπάρχει τρόπος να το αντιμετωπίσουμε. Τότε αυτή ήταν η διάγνωσή μου, διότι ο όγκος ήταν μικρός και με μόνο μία αγωγή θα εξαφανιζόταν. Τώρα τα πράγματα έχουν χειροτερέψει, ο όγκος έχει μεγαλώσει και δεν είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των χημειοθεραπειών. Πρέπει, όμως, να είμαστε αισιόδοξοι».
            «Τι πιθανότητες υπάρχουν;» ρώτησε ο Άλκης προσπαθώντας να καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης.
            «Ας μη μιλάμε με αριθμούς... Κυρία Ανθή, από εδώ παρακαλώ».

                                                                                                Γενάρης, 2013
Κλειώ
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που συνήλθα και αντίκρισα τους γιατρούς πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αναγνώρισα τον γιατρό μου και προσπάθησα να του μιλήσω. Η φωνή μου δεν έβγαινε. Στάθηκα ανίκανη να κουνηθώ όσο κι αν προσπαθούσα. Ένιωθα εγκλωβισμένη μέσα στο σώμα μου και άρχισα να πανικοβάλλομαι. Κρύωνα. Το σώμα μου ήταν παγωμένο. Πάλευα να το μετακινήσω. Μάταια. Δεν κατάφερνα να κάνω τίποτα.
            «Κλειώ, με ακούς;»
            Ήταν ο γιατρός μου. Άνοιξα τα μάτια μου και τα κούνησα δεξιά και αριστερά, για να δείξω ότι ζω.
            «Επιτέλους, Κλειώ».
            Προσπάθησα πάλι να του μιλήσω. Συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου. Μόνο μια λέξη κατάφερα να ξεστομίσω. Ένα όνομα. Ανθή. Και μου την έφερε στο δωμάτιό μου. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το δωμάτιο. Το άσπρο με έπνιγε. Τόσο μουντό. Και ήρθε το πράσινο των ματιών της να βάλει χρώμα στη μονοτονία του δωματίου. Μόλις κάθισε δίπλα μου ηρέμησα και ανακουφίστηκα από κάθε άγχος, κάθε προβληματισμό, κάθε φόβο, κάθε ανησυχία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Έπεσα στην αγκαλιά της, αναζήτησα το χάδι της και εκείνη μου το έδωσε.
            «Πώς είσαι, κοριτσάκι μου;»
            «Δεν ξέρω. Φοβάμαι. Ανθή, ξέρω πως τα πράγματα είναι σοβαρά και…»
            «Όπως είπες, τα πράγματα είναι σοβαρά κι έχουμε πει πως καθετί σοβαρό είναι για τους μεγάλους. Εσύ είσαι παιδί και, έστω εδώ μέσα, θα παίζεις σαν παιδί της ηλικίας σου. Άσε να ανησυχούμε εμείς οι μεγάλοι για την πορεία των πραγμάτων. Είπα στον μπαμπά σου να μας φέρει τις κούκλες σου να παίξουμε».
            «Ανθή, έχω ένα κακό προαίσθημα πως θα πεθάνω αύριο στην χημειοθεραπεία. Σου είχα κάποτε να φύγεις και στο ξαναλέω τώρα. Φύγε, για να μην στενοχωρηθείς».
            «Και σου ξαναλέω. Δώσε μου έναν καλό λόγο, για να φύγω. Εγώ εδώ θα μείνω και θα σε περιμένω να γυρίσεις».
            «Μην με ξεχάσεις. Να είσαι εδώ».



                                                                                                            Οκτώβρης, 2013
Ανθή
            Ευτυχώς, σήμερα δεν είχα εφημερία και έμεινα μέσα στην τάξη να διορθώσω τα τετράδια των μαθητών μου. Κοίταξα απ’ το παράθυρο και τα μάτια μου πήγαν κατευθείαν στο αγαπημένο δέντρο της Κλειώς. Είχε περάσει πολύς καιρός από τη μέρα που έφυγε. Έπρεπε να φύγει για το καλό της. Κράτησα τη φωνή της στο κεφάλι μου να μου λέει «Μην με ξεχάσεις. Να είσαι εδώ». Και δεν την ξέχασα. Την περίμενα. Και τώρα την περιμένω να έρθει. Και ήρθε.
            «Ανθή μου, γύρισα».
            Το πρόσωπό μου φωτίστηκε κι έτρεξα να την αγκαλιάσω.


                                                                                                       Ελπίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου