Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΑΝΤΙΟ, ΚΑΘΡΙΝ


                                                                                             Λόουνβιλ, 9 Μαρτίου 1972
Περπατούσα προσεχτικά πάνω στα άγρια χόρτα. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα τα πόδια μου ακουμπούσαν πάνω στις μυτερές κορυφές των μικρών ξύλων που υπήρχαν διάσπαρτα μέσα σε αυτούς τους πράσινους θάμνους, από τους οποίους ήταν γεμάτο το επαρχιακό δρομάκι το οποίο ακολουθούσα εδώ και περίπου πέντε λεπτά. Ήταν σίγουρο ότι είχα γεμίσει γρατσουνιές, αλλά δεν με ένοιαζε. Αυτός ο πόνος ήταν μηδαμινός μπροστά σεόλο αυτό. Έριξα το φως του φακού πάνω στο έδαφος που απλωνόταν μπροστά μου. Θυμόμουν ότι σε λίγο όλα αυτά τα χορτάρια θα γίνονταν πιο πυκνά και πιο πυκνάκαι πιο πυκνά. Οι τσουκνίδες, που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη βλάστηση του τόπου, έκαναν τις γρατσουνιές μου να πονάνε όλο και περισσότερο.
Ελάχιστοι άνθρωποι έρχονται εδώ πέρα. Είμαι σίγουρη πως αν ο πατέρας μου ήξερε πού ήμουν αυτή τη στιγμή θα έχανε τα λογικά του. Τον τελευταίο χρόνο είναι υπερβολικά προστατευτικός μαζί μου. Δεν τον αδικώ βέβαια. Ένας κόμπος αρχίζει να δένεται σφιχτά στο στομάχι μου, καθώς όλο και πλησιάζω πιο κοντά στον προορισμό μου.Έχω έναν χρόνο να διασχίσω αυτό το δρομάκι, αλλά θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Τα ελάχιστα τριαντάφυλλα που καραδοκούν στην αρχή του, τις ξεχασμένες και παραμελημένες ταμπέλες, ακόμα και τα πέντε έξι δένδρα που υπάρχουν δεξιά και αριστερά λίγο πριν το τέλος μονοπατιού.
Έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα το φακό στο δεξί μου χέρι, θέλοντας να αποβάλω όλη αυτή τη θλίψη και την ένταση που ένιωθα. Μάταια βέβαια. Δάγκωσα τα χείλη μου. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ένα αχνό φως φαινόταν να βγαίνει από μια μικρή ξύλινη καλύβα, περίπου δέκα μέτρα μπροστά μου, στο τέλος του μονοπατιού. Με όσο πιο μεγάλα βήματα μπορούσα, ξεκίνησα να περπατάω ως εκεί.
Μόλις πέρασα το κατώφλι, είδα τρία γυαλιστερά ζευγάρια μάτια να με κοιτάνε. Έκλεισα γρήγορα τον φακό και αφουγκράστηκα το θρόισμα των φύλλων των δένδρων έξω από την καλύβα.
«Ωραία μέρα διάλεξες για να φορέσεις φόρεμα», ακουσα τη φωνή της Τζέιν από την άκρη του μικρού δωματίου. Πάντα προσπαθεί να κάνει κάποιο αστείο, έτσι ώστε να βγάλει τον εαυτό της από μια τυχόν δύσκολη κατάσταση. Μερικές φορές τα σχόλια της Τζέιν λειτουργούν και για μένα ως διασωστικές λέμβοι που με γλιτώνουν από έναν σίγουρο πνιγμό. Άλλες, όμως, τα αισθάνομαι ως μικρά τσιμπήματα μιας μέλισσας. Κρίνω περιττό να διευκρινίσω ότι το συγκεκριμένο σχόλιο άνηκε στη δεύτερη κατηγορία.
Ένας έντονος μορφασμός είναι η πιο ολοκληρωμένη απάντηση που θα μπορούσα να της δώσω στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ματιά μου έπεσε πάνω στα πρόσωπα των υπολοίπων. Την ξέρω αυτή την έκφραση. Είναι μια έκφραση που καθρεπτίζει το ίδιο μπερδεμένο συναίσθημα που νιώθω και εγώ μήνες τώρα.
Είναι ένα είδος πόνου. Ένα είδος πόνου που δεν συνδέεται πολύ με τη σύγχρονη σημασία της λέξης. Είναι σαν να είσαι τραυματισμένος βαριά στο πεδίο της μάχης. Της δικής σου μάχης. Και σιγά σιγά να αργοπεθαίνεις. Να αργοπεθαίνεις χτυπημένος από τον μοναδικό εχθρό που μπορεί να σε τραυματίσει θανάσιμα. Τις ίδιες σου τις αναμνήσεις οπλισμένες με τα «άρα» του παρελθόντος και τα «μπορεί» του μέλλοντος. Και μετά να βλέπεις τον δικό σου Έκτορα να έρχεται να σου δώσει το τρίτο και τελειωτικό χτύπημα.
Περιεργάστηκα τον χώρο γύρω μου. Οι διαφορές που υπήρχαν από την τελευταία φορά που είχαμε έρθει όλοι μαζί εδώ ήταν μηδαμινές. Μου είχε λείψει πάρα πολύ αυτό το μέρος. Ξέρω, ακούγεται παράξενο, αλλά ένα μεγάλο μέρος των παιδικών μου αναμνήσεων έχουν ως φόντο αυτή την καλύβα.
Άρχισα να προχωράω σαν ακόμη μία αδικοχαμένη ανθρώπινη ψυχή που κατευθύνεται υπνωτισμένη στην άκρη του τούνελ, θέλοντας να φτάσει το αχνό φως που καραδοκεί λαμπρό μπροστά της. Το δικό μου φως όμως δεν έλαμπε, ούτε αχνόφεγγε. Το δικό μου φως βρισκόταν κολλημένο με ζελοτέιπ στον τοίχο μπροστά μου. Ακούμπησα τη φωτογραφία της Κάθριν όσο πιο απαλά μπορούσα, γεμάτη με τον φόβο της διατάραξης όλης αυτής της αύρας που εξέπεμπε η έγχρωμη απεικόνιση της καλύτερής μου φίλης. Τώρα πια οι φωτογραφίες ήταν οι μόνες χειροπιαστές αποδείξεις της ύπαρξής της.
«Συγγνώμη», ψιθύρισα.
Ξεκόλλησα τα ιδρωμένα μου δάχτυλα από το χαρτί και έτριψα τα μάτια μου. Προσπάθησα να εμποδίσω τα δάκρυα μου να κυλήσουν αλμυρά πάνω στο μάγουλό μου. Τα καταπράσινα μάτια της Κάθριν, σαν πολύτιμοι λίθοι, γυάλιζαν μέσα από τη φωτογραφία και μου τρυπούσαν την ψυχή σαν φρεσκοακονισμένα μαχαίρια.
Ένιωσα το χέρι του Λουκ να ακουμπάει τον ώμο μου και να με ωθεί προς τα πίσω. «Ώστε το άκουσες και εσύ», μου είπε.
Σκούπισα λίγες σταγόνες δακρύων που τελικά είχαν καταφέρει να εξαπολυθούν από τα μάτια μου και κάθισα στην πλαστική καρέκλα που υπήρχε στη γωνία του δωματίου. Πώς γινόταν να μην το μάθω. Όλο το χωριό είχε βουίξει από το πρωί. Την είχαν βρει. Ή, τουλάχιστον, ότι είχε απομείνει από αυτήν. Αυτό που παλιά ήταν η καλύτερή μου φίλη, τώρα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας σωρός από κόκκαλα και υπολείμματα σάρκας. Η όλη ατμόσφαιρα ήταν τόσο μακάβρια το πρωί. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι έδειχναν τη θλίψη τους με έντονους μορφασμούς, ενώ άλλοι θρηνούσαν βουβά, χωρίς καμία ιδιαίτερη γκριμάτσα να απλώνεται στο πρόσωπό τους. Και όλοι ήξεραν ότι αυτοί οι τελευταίοι ήταν εκείνοι που πονούσαν περισσότερο.
Όταν η Κάθριν εξαφανίστηκε, όλοι νόμιζαν ότι είχε πάθει ένα από εκείνα τα εφηβικά ξεσπάσματα που αναφέρουν συνέχεια οι παιδοψυχολόγοι. Θεωρούσαν ότι θα επέστρεφε το επόμενο πρωί. Το είχε ξανακάνει αυτό η Κάθριν. Δύο χρόνια πριν, όταν ήταν περίπου δεκατεσσάρων, η μητέρα της και αυτή είχαν ξεκινήσει έναν μεγάλο καυγά για τις κακές επιδόσεις της Κάθριν στο γυμνάσιο. Βασικά, δεν ήταν ακριβώς καβγάς. Ήταν περισσότερο κάτι σαν μια εκσυγχρονισμένη στιχομυθία. Η Κάθριν είχε θυμώσει πολύ τότε και είχε φύγει από το σπίτι της. Ποτέ δεν μου είπε πού είχε πάει εκείνη την ημέρα. Και εγώ δεν επέμενα. Ήξερα ότι η Κάθριν πολλές φορές γίνεται -γινόταν- πολύ πεισματάρα.
Οι μέρες περνούσαν και η Κάθριν δεν γύρισε σπίτι της. Τότε είχαν όλοι ανησυχήσει πάρα πολύ. Πίστευαν ότι κάποιος την είχε απαγάγει. Και εγώ στη θέση τους βέβαια αυτό θα πίστευα. Όταν όμως οι ημέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες, τότε πέρασε και ένα ακόμα πιο μακάβριο σενάριο από το μυαλό όλων. Ένα σενάριο που ούτε οι ίδιοι δεν ήθελαν να παραδεχθούν και που ο οπτιμισμός τους τους έλεγε να αποκλείσουν.
Ο Λουκ με κοίταξε. «Η κηδεία θα γίνει αύριο το πρωί, γύρω στις δέκα», είπε. Είδα την Τζέιν και τον Τζιμ δίπλα στην πόρτα. Ύστερα κοίταξα τον Λουκ που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. «Αυτό που κάναμε ήταν ένα μεγάλο λάθος. Έπρεπε να πούμε την αλήθεια. Πρέπει να πούμε την αλήθεια!», αναφώνησα.
Και οι τρεις με κοίταξαν αποδοκιμαστικά. Δεν συμφωνούσαν. Δεν συμφωνούσαν καθόλου μαζί μου. «Και τι ακριβώς να τους πούμε, Άλισον ; Ότι μπορεί να φταίμε εμείς που η Κάθριν πέθανε; Ότι τόσο καιρό ξέραμε ότι κανείς δεν την είχε απαγάγει, ούτε το είχε σκάσει μόνη της; Τι θα μας πουν μετά, Άλισον; Αν μας πιστέψουν, δηλαδή...»
Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά όλα όσα είπε ο Τζιμ ήταν αλήθεια. Μακάρι να τους είχαμε πει τα πάντα πριν από έναν χρόνο. Άλλα ξέρω ότι δεν το κάναμε, γιατί είχαμε και εμείς κάποια ελπίδα. Πιστεύαμε και εμείς ότι θα δούμε μια μέρα την Κάθριν να ποτίζει τα κόκκινα τριαντάφυλλα στον κήπο της μητέρας της που τόσο αγαπούσε. Αλλά κάναμε λάθος. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδούμε την Κάθριν και αυτά τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα είχαν μαραθεί εδώ και καιρό.
Παράξενο δεν είναι όμως; Δεν μπορώ να θυμηθώ το χρώμα της μπλούζας που φορούσα εχτές, αλλά θυμάμαι εκείνη τη νύχτα, την τελευταία νύχτα που περάσαμε με την Κάθριν, με πολλές λεπτομέρειες. Είναι αξιοθαύμαστο, πάντως, ο άνθρωπος να θυμάται τόσο καλά κάτι που το μυαλό προσπαθεί τόσο σκληρά να ξεχάσει.
Έβρεχε, από ό,τι θυμάμαι. Οι ντελικάτες σταγόνες έπεφταν με ταχύτητα πάνω στο νωπό χώμα, δημιουργώντας μια γλυκιά σαν μέλι εαρινή μελωδία. Από τις πρώτες μάλιστα του χρόνου. Είχαμε αποφασίσει να συναντηθούμε στην καλύβα. Απόφαση του Τζιμ ήταν, ήθελε λέει να μας ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό. Είχα φτάσει στο σημείο της συνάντησής μας νωρίτερα από τους υπόλοιπους, πράγμα πρωτοφανές. Η Κάθριν με φώναζε «ντίβα», γιατί πάντα αργούσα στα ραντεβού μου. Είχα καθίσει σε αυτήν εδώ την πλαστική καρέκλα που κάθομαι και τώρα και ήμουν σαγηνευμένη από το θέαμα των ανθισμένων, πλέον, λουλουδιών που λούζονταν με το νερό που έπεφτε από τον μαυρισμένο ουράνιο θόλο από πάνω μου. Το φεγγάρι έμοιαζε με ασημένιο δίσκο, ενώ τα αστέρια θύμιζαν φωτεινά καντηλάκια που, με το φως που εξέπεμπαν, έδιναν ζωή στο ψυχρό βελούδινο σκοτάδι που απλωνόταν σαν προσεγμένα κεντημένο υφαντό από πάνω μας.
Ξάφνου είδα μια ανθρώπινη φιγούρα να έρχεται προς το μέρος μου. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβω ότι αυτή η φιγούρα δεν ήταν άλλη από την Κάθριν.
Μόλις μπήκε μέσα στην καλύβα, με είδε να κάθομαι κουλουριασμένη πάνω στην καρέκλα με εκείνο το «απλανές βλέμμα», όπως το είχε χαρακτηρίσει, που είχε και η γιαγιά της όταν κοιτούσε παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. «Γέρασες, φιλενάδα!», μου είπε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια. Αυτή η χαρά όμως παραχώρησε απλόχερα τη θέση της στη λύπη, την οποία όλοι αιστανθήκαμε όταν ακούσαμε πως ο Τζιμ θα έφευγε από το χωριό και θα μετακόμιζε με τους γονείς του στην εκσυγχρονισμένη ζούγκλα που πολλοί αποκαλούν Νέα Υόρκη. Μας υποσχέθηκε βέβαια ότι θα ερχόταν να μας επισκεφτεί την άνοιξη.
Μετά ξεκινήσαμε να παίζουμε Θάρρος ή Αλήθεια - δικιά μου ιδέα ήταν για να θυμηθούμε τις παλιές εποχές, που κάθε μεσημέρι μετά το δημοτικό μαζευόμασταν εδώ, οι πέντε μας, και παίζαμε από Μονόπολι μέχρι και Πεντόβολα. Η Κάθριν στην αρχή δεν συμφωνούσε, αλλά ο Λουκ κατάφερε να την πείσει. Διασκεδάζαμε πολύ μέχρι που ήρθε η σειρά της Τζέιν να ρωτήσει την Κάθριν.
«Θάρρος ή Αλήθεια», Κάθριν; ρώτησε η Τζέιν.
«Θάρρος», απάντησε η Κάθριν.
«Λοιπόν… σε προκαλώ… να πηδήξεις από τη γέφυρα!»
«Σοβαρολογείς;»
«Κάθριν, δεν χρειάζεται να το κάνεις», είπα, αλλά εκείνη δεν με άκουσε.
Σηκώθηκε, έπιασε μια αλογοουρά τα μαλλιά της και βγήκε από την καλύβα. Την ακολουθήσαμε ως τη γέφυρα που βρισκόταν πάνω από το ποτάμι του χωριού, ξέροντας ότι αυτό που επρόκειτο να κάνει ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Ανέβηκε πάνω στο ύψωμα της γέφυρας και κοίταξε το ποτάμι που βρισκόταν από κάτω της. Καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να κρύψει την αναστάτωση που ένιωθε.
Μας κοίταξε και χαμογέλασε. «Πάντα ήθελα να κάνω ένα νυχτερινό μπάνιο στο ποτάμι», είπε και έπεσε στα κρυστάλλινα νερά του ποταμιού.
Τρέξαμε όλοι να την δούμε, εντυπωσιασμένοι από το κουράγιο που είχε δείξει, αλλά δεν την είδαμε πουθενά. Ανησύχησα. Ανησύχησα πάρα πολύ. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα όσο τα τύμπανα σε εκείνους τους παραδοσιακούς αφρικάνικους χορούς που είχα δει να χορεύουν οι Αφρικανοί σε κάτι ντοκιμαντέρ στο National Geographic.
Αρχίσαμε να φωνάζουμε το όνομά της και να ψάχνουμε στις όχθες του ποταμού, αλλά τίποτα. Κανένα ίχνος της. Το μόνο που βρήκαμε ήταν εκείνο το φούξια φουλάρι που φορούσε στο λαιμό της.
Ανατρίχιασα στη σκέψη εκείνης της νύχτας. Κατά καιρούς στοίχειωνε τα όνειρά μου, αλλά πάντα ξυπνούσα με την ελπίδα ότι η Κάθριν μπορούσε να ήταν ζωντανή. Τώρα όμως η ελπίδα αυτή είχε γκρεμιστεί σαν ένας σωρός από τραπουλόχαρτα.
«Ήταν κακή ιδέα να συναντηθούμε εδώ», ξεφώνισα και βγήκα από την καλύβα. Δεν φαινόταν ότι έκλαιγα. Είχε αρχίσει να βρέχει και τα δάκρυά μου είχαν γίνει ένα με τη βροχή.
                               ***************************************************
Καθόμουν δίπλα στον πατέρα μου βουρκωμένη. Όλη τη νύχτα έβρεχε και το χορτάρι ήταν νωπό κάτω από τα παπούτσια μου. Οι μαυροφορεμένες φιγούρες αποτελούσαν μια σκουρόχρωμη μάζα που περιβαλλόταν από τα φρεσκοπλυμένα χρώματα της γης. Ακόμα και τα πουλιά είχαν σταματήσει να κελαηδούν και ο θρήνος πολλών συγχωριανών μου ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να ακούσω. Ένιωθα την καρδιά βαριά μέσα στο στήθος μου, ενώ έβλεπα την καλύτερή μου φίλη να τοποθετείται μέσα στη γη. Ήξερα ότι τα ζωηρά μάτια και το κάτασπρο, γεμάτο θέρμη, χαμόγελό της είχαν δώσει τη θέσει τους στη μουντή ανυπαρξία του αιώνιου ύπνου, στον οποίο είχε πέσει εδώ και καιρό.
Μόλις τέλειωσε η όλη διαδικασία της ταφής, πήγα και της άφησα ένα μπουκέτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Πλησίασα λίγο πιο κοντά στο καινούργιο κρεβάτι της φίλης μου. «Σκέφτηκα ότι θα τα ήθελες. Πάντα σου άρεσαν. Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα, Κάθριν. Μέχρι τότε, σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε ξεχάσω. Ξέρεις, φύτεψα μια τριανταφυλλιά στον κήπο μας. Θα την ποτίζω κάθε μέρα και έτσι, μαζί με την τριανταφυλλιά, θα ποτίζω και τη φιλία μας. Αντίο, Κάθριν».

Καθώς έφευγα, κοίταξα τον συννεφιασμένο ουρανό. Μου χαμογελούσε. Το ήξερα.

                                                                                                                     Τάνια Χαλκιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου