Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ


                                                                                                                                    19 Ιουλίου 2012
- Η ζωή είναι σαν μια μεγάλη ρόδα του λούνα παρκ. Στην αρχή, όταν την πρωτοαντικρίζεις ενθουσιάζεσαι, μόλις όμως φτάσεις στο ψηλότερο σημείο της, στο αποκορύφωμα, φοβάσαι, γιατί σκέφτεσαι ότι υπάρχουν πιθανότητες να πέσεις, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνεις την θέα που απλώνεται μπροστά σου, μια θέα που μπορεί να μην ξανασυναντήσεις. Έτσι, όταν κατεβαίνεις, ένα άρωμα μετάνοιας και συνάμα λύπης σε πλημμυρίζει, γιατί ξέρεις ότι αυτός σου ο φόβος σου στέρησε μοναδικές στιγμές και εμπειρίες. Μετά,καθώς η ώρα να φύγεις από το λούνα παρκ πλησιάζει, κοιτάς αυτή τη μεγάλη ρόδα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου και δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια σου. Και μετά φτάνει εκείνη η ώρα, οι λίγες στιγμές που σου έχουν απομείνει και αναπολείς…
- Και τι αναπολείτε εσείς, κυρία Λογοθέτου;
Κοίταξα τον μαυρομάλλη άνδρα μπροστά μου και το μικρό μαγνητόφωνο που κρατούσε στα χέρια του. Μετά κοίταξα τα δικά μου γερασμένα χέρια. Ανάμεσα στα δυο μαύρα κομποσκοίνια μου, υπήρχε και ένα κόκκινο βραχιόλι να καραδοκεί πάνω από τις φλέβες μου. Δεν είχα την δύναμη να κρατήσω τον βαθύ αναστεναγμό που δραπέτευσε από τη φυλακή των χειλιών μου. Ήξερα ότι η ώρα να αποχωρήσω και εγώ από αυτό το λούνα παρκ πλησίαζε…
- Έχουν περάσει περίπου εβδομήντα χρόνια από τότε... Εβδομήντα δύο για την ακρίβεια… Ήμουν δεκαέξι χρόνων όταν το σπίτι μας έπιασε φωτιά. Ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς έγινε. Το μόνο που έμαθα ήταν ότι ο πατέρας και η μητέρα μου, στην προσπάθειά τους να βγάλουν έξω από το φλεγόμενο σπίτι τη μικρή μου αδερφή κάηκαν ζωντανοί μαζί της. Δεν είχα απολύτως τίποτα, δεν είχα κανέναν κοντινό συγγενή που θα μπορούσε να αναλάβει τη φροντίδα ενός έφηβου κοριτσιού. Δεν υπήρχαν και πολλές διαθέσιμες επιλογές. Έπρεπε να πάω σε ένα... «σπίτι για άτυχα παιδιά».
*****
19 Ιουλίου 1940
Ο ήχος της σιδερένιας πόρτας του μεγάλου κτηρίου που δέσποζε περήφανο μπροστά μου αντηχούσε σαν τον ήχο μιας εχθρικής σειρήνας στα αυτιά μου. Δεν ήθελα να πάω σε ορφανοτροφείο, πραγματικά δεν ήθελα. Δυστυχώς όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια μου. Όλοι τώρα με δείχνουν με το δάχτυλο. «Το καημένο το κορίτσι έχασε τους γονείς και την οικογένειά της», λένε μερικοί. «Ήταν πολύ τυχερή που δεν βρισκόταν στο σπίτι την ώρα του… ατυχήματος», ψιθυρίζουν κάποιοι όταν περνάω από μπροστά τους. Ναι, οι περισσότεροι με βρίσκουν τυχερή μέσα στην ατυχία μου, αλλά για εμένα δεν είναι έτσι. Πόσο θα ήθελα να είχα τυλιχθεί στις φλόγες μαζί τους. Να είχα πεθάνει. Να είχα εξαφανιστεί. Να είχα απαλλαχτεί από αυτό μου τον πόνο. Αν είχα καεί μαζί τους, δεν θα χωριζόμασταν. Θα μέναμε ενωμένοι, σαν οικογένεια. Τώρα όμως, είμαι μόνη μου. Πρέπει να αντιμετωπίσω τον κόσμο και τους ανθρώπους ολομόναχη. Χωρίς τη ζεστασιά της μητέρας μου, ή τη σιγουριά που μου παρείχε ο πατέρας μου ή τις στιγμές ξεγνοιασιάς που περνούσα με την πεντάχρονη αδερφούλα μου.
- Δεσποινίς Λογοθέτου; Δεσποινίς Λογοθέτου, με ακούτε που σας μιλάω;
Είχα απορροφηθεί από τις σκέψεις μου και δεν είχα προσέξει την ψηλή, μαυροφορεμένη γυναίκα που στεκόταν μπροστά μου. Προσπάθησα να χαμογελάσω, θέλοντας να φανώ ευγενική.
- Δεσποινίς Λογοθέτου, όπως προείπα, είμαι η διευθύντρια αυτού του ορφανοτροφείου, η κυρία Οικονόμου. Αφενός λυπάμαι για το τραγικό αυτό δυστύχημα που έπληξε την οικογένειά σας, αφετέρου πρέπει να ομολογήσω ότι χαίρομαι ότι γόνος μιας τόσο... αριστοκρατικής οικογένειας όπως είναι... ήταν η δικιά σας μας επέλεξε. Ξέρετε, το ορφανοτροφείο μας είναι από τα καλύτερα στην Ελλάδα. Παρακαλώ, ακολουθήστε με. Τα πράγματά σας βρίσκονται ήδη στο δωμάτιό σας.
Περνάγαμε έναν λαβύρινθο από στενούς διαδρόμους με ελάχιστο φωτισμό στην προσπάθειά μας να φτάσουμε στο δωμάτιό μου. Κοίταξα γύρω μου. Πίνακες γνωστών καλλιτεχνών μέσα σε ξύλινες κορνίζες στόλιζαν τους μπορντό τοίχους και… πόρτες. Παντού πόρτες. Σκαλισμένες με νούμερα που δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις πόσο περίτεχνα και ντελικάτα είχαν σχηματιστεί. Αναρωτιόμουν τις ιστορίες των παιδιών που κοιμόντουσαν μέσα σε όλα αυτά τα δωμάτια. Ήθελα να μάθω τις ιστορίες τους, ήθελα να ξέρω πώς έφτασαν εδώ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα ανάγκη να γνωρίζω. Μπορεί επειδή ήθελα να τους συμπαρασταθώ ή, ίσως, βαθιά μέσα μου να ήθελα να νιώσω ότι δεν είμαι η μόνη δεκαεξάχρονη που αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις.
 Στο τέλος της πτέρυγας των κοριτσιών βρισκόταν ακόμα μία ξύλινη, περίτεχνα σκαλισμένη πόρτα.
Η κυρία Οικονόμου την χτύπησε με δύναμη. Ένα φανερά αγουροξυπνημένο κορίτσι μας άνοιξε. Έδειχνε να έχει περίπου την ίδια ηλικία με εμένα. Το ολόλευκο δέρμα της μου θύμιζε πολύ το χρώμα εκείνων των πορσελάνινων φλιτζανιών της μητέρας και το χρώμα των μαλλιών της τα ειδικής παραγγελίας πούρα του πατέρα. Τα σμαραγδένια μάτια της με περιεργάστηκαν για μερικά δευτερόλεπτα.
- Είμαι η Κωνσταντίνα, μου είπε, και εσύ λογικά θα είσαι η καινούρια μου συγκάτοικος.
- Με λένε Αντιγόνη, Αντιγόνη Λογοθέτου, αποκρίθηκα και έσφιξα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα το χέρι της. Φαινόταν τόσο… εύθραυστη.
Καθώς έβλεπα την κυρία Οικονόμου να απομακρύνεται, έκανα ένα διστακτικό βήμα προς το καινούργιο μου δωμάτιο, προς την καινούργια μου ζωή.
Ήταν ένα μισοσκότεινος χώρος με δύο ξύλινα κρεβάτια και ένα μικρό κομοδίνο να τα διαχωρίζει. Μερικά βιβλία ήταν προσεκτικά ακουμπισμένα πάνω του και ένας καλόγερος στο χρώμα της στάχτης στεκόταν επιβλητικά δίπλα από την πόρτα. Οι βαλίτσες με τα ελάχιστα πράγματα που είχα αγοράσει μετά τη φωτιά με περίμεναν πάνω στο κρεβάτι μου. Δεν με ένοιαζε που τα περισσότερα υπάρχοντά μου είχαν καταστραφεί, ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα υλιστική, αλλά αυτό που με πλήγωνε ήταν ότι όλες οι φωτογραφίες της οικογένειάς μου είχαν χαθεί, όλες οι αποδείξεις για τις ευχάριστες στιγμές που είχαμε περάσει μαζί είχαν εξαφανιστεί. Ή, τουλάχιστον όλες. Ένα από αυτά τα στιγμιότυπα της περασμένης μου ζωής είχε διασωθεί. Μια φωτογραφία από μια από τις πολλές Κυριακές που είχαμε περάσει στο εξοχικό μας στο Βραχάτι, μιας παραθαλάσσιας περιοχής στο νομό Κορινθίας, πίνοντας τσάι.
Η προφανώς νυσταγμένη φωνή της καινούργιας μου συγκατοίκου έβαλε ένα προσωρινό φράγμα στον χείμαρρο των σκέψεών μου.
- Μη φοβάσαι, θα συνηθίσεις το όλο… κλίμα εδώ. Μπορεί να πάρει κάποιες μέρες, εβδομάδες ή ακόμα και μήνες, αλλά στο τέλος θα αφομοιωθείς. Θα γίνεις σαν και εμάς. Αποκομμένες από τον έξω κόσμο, φαινομενικά ευτυχισμένες, με ψεύτικες ελπίδες για την άφιξη μιας ανάδοχης οικογένειας που θα θελήσει να σε υιοθετήσει.
Της χαμογέλασα με ένα χαμόγελο που έκρυβε περισσότερο πόνο ακόμα και από τα πιο αληθινά δάκρυα.
Όλη τη νύχτα γυρνούσα στο κρεβάτι μου, μη μπορώντας να κοιμηθώ. Οι σκέψεις για πώς θα ήταν η νέα μου ζωή στο ορφανοτροφείο έτρωγαν σιγά σιγά το μυαλό μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να το παραδεχθώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό αλλά φοβόμουν. Το άγνωστο με τρόμαζε. Έβλεπα το καινούριο μου σπίτι σαν μια ατέλειωτη έρημο, μια έρημο από την οποία δεν μπορούσα να δραπετεύσω όσο και να προσπαθούσα. Και, ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, αποκοιμήθηκα.
*****
19 Αυγούστου 1940
Οι λιγοστές ακτίνες ήλιου που εισέβαλλαν από το μικρό παραθυράκι λίγο πιο πάνω από το κομοδίνο διατάραξαν τον ύπνο μου. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, αντίκρισα την Κωνσταντίνα να πασχίζει να συμμαζέψει τα βιβλία που ήταν σκορπισμένα γύρω από το κρεβάτι της. Ένα αγνό γέλιο εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου.
- Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι και διαβάζεις από τώρα. Νομίζω ότι μπορείς να αφήσεις τον Μέγα Αλέξανδρο να περιμένει μέχρι τον Σεπτέμβρη που ξεκινάει η σχολική χρονιά.
- Ξέρεις ότι η Παπαδάκη δεν με συμπαθεί και τόσο πολύ. Κάθε χρόνο γίνεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. Με σηκώνει στον χάρτη και με ρωτάει διάφορα, μόνο και μόνο για να με πιάσει αδιάβαστη. Εεε, κουράστηκα πια. Φέτος θα σηκωθώ και θα την αφήσω άφωνη.
Η Κωνσταντίνα είχε δίκιο. Ήμουν μόνο ένα μήνα εδώ, αλλά δεν μου ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι η συγκάτοικός μου –και πλέον καλύτερή μου φίλη- δεν ήταν ακριβώς η συμπάθεια της κυρίας Παπαδάκη, της καθηγήτριας που μας έκανε ιστορία. Είχα μείνει λίγο πίσω από τα υπόλοιπα παιδιά εδώ λόγω των… συμβάντων που συνέβησαν και αναγκάστηκε να μου κάνει λίγα ιδιαίτερα. Για είκοσι περίπου ημέρες, ερχόταν στο δωμάτιό μας κάθε πρωί και μου παρέδιδε μαθήματα. Η μεγάλη αντιπάθεια που έτρεφε προς την κολλητή μου ήταν ολοφάνερη.
Σηκώθηκα και βοήθησα την Κωνσταντίνα να συμμαζέψει αυτή τη φουρτούνα βιβλίων που περικύκλωνε το κρεβάτι της. Η Κατερίνα, ακόμα μία φίλη μας από το δωμάτιο 201 και περίπου δύο χρόνια μεγαλύτερή μας, εισέβαλλε στο δωμάτιο.
- Αυτό πρέπει να το δείτε, μας είπε ενθουσιασμένη.
Την ακολουθήσαμε μέχρι το δωμάτιό της στη μέση, περίπου, του διαδρόμου. Εκεί, αντικρίσαμε μπροστά μας μία... αγέλη κοριτσιών, των δικών μας κοριτσιών, να χαχανίζει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ξάφνου, παρατήρησα ένα μεγάλο κουτί να κάθεται μεγαλοπρεπές πάνω στον θρόνο του, το κρεβάτι της Κωνσταντίνας. Ήταν μπλε. Είχε το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού ταυτόχρονα. Πόσο μου λείπει η θάλασσα. Ο παφλασμός των κυμάτων της, που, όταν είχε κακοκαιρία, χτυπάγανε θυμωμένα πάνω στα βράχια. Το αλάτι της να γαργαλάει τα δάχτυλα των ποδιών μου. Το θέαμα της μικρής μου αδερφής να παίζει ανέμελα.
Η Κατερίνα άνοιξε το κουτί. Διάφορα χρωματιστά φορέματα άρχισαν να ξεπροβάλλουν. Τα υπόλοιπα κορίτσια, με διάφορα επιφωνήματα να βρίσκουν τρόπο διαφυγής από το στόμα τους, άρχισαν να τα περιεργάζονται.
- Είναι από την κυρία Σοφία, μας είπε.
- Την κυρία Σοφία; ρώτησα με περιέργεια.
- Η κυρία Σοφία μας δίδασκε μαθηματικά πριν από τρία χρόνια. Είναι πολύ καλή, ευγενική και πραγματικά απολαμβάναμε το μάθημά της. Δυστυχώς όμως, η κυρία Οικονόμου την έδιωξε γιατί ήταν πολύ… φιλελεύθερη. Στενοχωρηθήκαμε πραγματικά πάρα πολύ. Δεν θέλαμε να την αποχωριστούμε. Έτσι, κάθε Αύγουστο, στέλνει ένα κουτί γεμάτο ρούχα και δώρα για όλες μας.
- Κορίτσια, έρχεται η κυρία Οικονόμου, μας διέκοψε η Αλίκη.
Ένα δευτερόλεπτο ησυχίας ακολούθησε. Και μετά, πανικός. Τα κορίτσια έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να μαζέψουν τόσο τα φορέματα, όσο και το ίδιο το κουτί. Οι καθηγητές και η διευθύντρια δεν έπρεπε να μάθουν τίποτα.
Η κυρία Οικονόμου μπήκε στο δωμάτιο απροειδοποίητα. Εμείς, καθίσαμε πάνω στα δύο κρεβάτια. Με ένα βλέμμα γεμάτο υποψία, εξέτασε προσεκτικά τον χώρο.
- Πως και μαζευτήκατε όλες εδώ; ρώτησε υποψιασμένη ότι κάτι είχε συμβεί.
- Να… απλώς θέλαμε να… να… κάνουμε μια επανάληψη πριν επιστρέψουμε στα θρανία τον επόμενο μήνα, γι αυτό, η Κατερίνα, μιας και είναι μεγαλύτερή μας, προσφέρθηκε να μας εξετάσει, είπε η Κωνσταντίνα παίρνοντας τον λόγο.
Η περίεργη γκριμάτσα στο πρόσωπο της κυρίας Οικονόμου μας έκανε σινιάλο ότι είχε πιστέψει το παραμύθι που της είπε η φίλη μου.
- Καλώς, αποκρίθηκε. Όλες οι μαθήτριες της πέμπτης να με ακολουθήσουν στον χώρο του προαυλίου.
Τα περισσότερα μέλη της αγέλης έφυγαν από το δωμάτιο, πράγμα το οποίο έκανα και εγώ. Μόλις φτάσαμε στην αυλή του κτηρίου, αντικρίσαμε έννα ψιλόλιγνο άντρα με ένα επιβλητικό μουστάκι να περιεργάζεται τον φακό της ολόμαυρης φωτογραφικής μηχανής του. Η κυρία Οικονόμου μας εξήγησε ότι σήμερα θα βγάζαμε την αναμνηστική μας φωτογραφία. Στηθήκαμε όλες όσο πιο κορδωτά μπορούσαμε και στη μέση κάθισε η διευθύντριά μας. Ο ήχος της φωτογραφικής μηχανής ακούστηκε σαν ένα μπουμπουνητό που προμηνούσε βροχή στα αυτιά μου.
*****
19 Σεπτεμβρίου 1940
πρωί
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο δωμάτιό μου, έχοντας ξεσπάσει σε ένα βουβό κλάμα. Δεν ήμουν αχάριστη. Πραγματικά δεν έβλεπα τα συναισθήματα που με διακατείχαν εκείνη τη στιγμή ως αποδεικτικά στοιχεία της αχαριστίας μου. Ξέρω ότι τα περισσότερα παιδιά εδώ μέσα θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση μου. Στη θέση μιας κοπέλας που, αν και μόλις τρεις μήνες είχαν περάσει από τον ερχομό της στο ορφανοτροφείο, βρήκε δύο ανάδοχους γονείς έτοιμους να την πάρουν σπίτι τους όσο το δυνατό συντομότερα.
Ομολογώ πως ο κύριος και η κυρία Παπαϊωάννου είχαν όλα τα προσόντα για να γίνουν καλοί κηδεμόνες: γεμάτοι όρεξη για ζωή, σταθερό εισόδημα, αγάπη αλλά… ας το παραδεχτώ. Δεν ήθελα να φύγω από εδώ μέσα. Δεν ήθελα να εγκαταλείψω την Κωνσταντίνα, την Κατερίνα, την Αλίκη και τα υπόλοιπα κορίτσια που είχα γνωρίσει εδώ.
Η Κωνσταντίνα μπήκε στο δωμάτιο και με μια απαλή κίνηση κάθισε στο κρεβάτι δίπλα μου. Άνοιξε προσεχτικά το ντουλάπι και έβγαλε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Μου το έδωσε. Τα χέρια της ήταν ζεστά πάνω από τις δικές μου, παγωμένες παλάμες. Το άνοιξα. Ένα κατακόκκινο όμορφο βραχιόλι ξεπρόβαλλε.
- Έχω και εγώ ένα ολόιδιο. Το φοράω πολύ συχνά, θα το έχεις προσέξει. Μας το είχε στείλει πέρυσι η κυρία Σοφία. Σε παρακαλώ, κράτησε το. Έτσι ένα κομμάτι μου θα είναι για πάντα μαζί σου. Ό,τι και αν συμβεί, μου είπε.
- Κωνσταντίνα, δεν έχω αποφασίσει αν θα φύγω. Μπορεί να μείνω εδώ πέρα. Δεν θέλω να σας χάσω. Εσείς είστε η οικογένειά μου τώρα.
 Η φίλη μου έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Αντιγόνη, άκουσέ με. Ξέρεις πόσα κορίτσια διψούν για να είναι στη θέση σου αυτή τη στιγμή; Μπορεί να μην σου ξαναδωθεί η ευκαιρία να γίνεις μέλος μιας αληθινής οικογένειας ξανά. Εμάς μπορείς να έρχεσαι να μας βλέπεις συχνά. Μην νομίζεις ότι μπορείς να μου ξεφύγεις τόσο εύκολα μικρούτσικο...
Γέλασα. Πολλές φορές η Κωνσταντίνα με αποκαλούσε «το μικρούτσικό της», πράγμα παράξενο γιατί ήμουν και ένα μήνα μεγαλύτερή της.
Κοίταξα την καφετιά βαλίτσα και μετά τα καταπράσινα μάτια της φίλης μου. Σηκώθηκα και άρχισα να πακετάρω.
Απόγευμα
Αφού αποχαιρέτησα τα υπόλοιπα κορίτσια, ένα μαυρομάλλικο κορίτσι με σμαραγδένια μάτια με πλησίασε. Πρόσεξα το κόκκινο βραχιολάκι στο χέρι της. Την αγκάλιασα πασχίζοντας να κρατήσω τα δάκρυά μου.
- Να θυμάσαι κάτι, Αντιγόνη. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε… Κατάλαβες; … Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σε αυτό που μερικοί εννοούνε μουχλιασμένο αύριο! Μη γίνεις φερέφωνο του παρελθόντος σου. Το σήμερα είναι δικό σου Αντιγόνη. Αγάπησέ το!
Τα χείλη και η καρδιά μου είχαν πασπαλιστεί με μια πικρή ζάχαρη. Δεν είπα τίποτα. Δεν ήξερα τι να πω. Οπισθοχώρησα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Ο ήχος της σιδερένιας πόρτας του μεγάλου κτηρίου που έκλεινε περήφανο πίσω μου, αντηχούσε με τον ήχο μιας εχθρικής σειρήνας στα αυτιά μου. Είχα μείνει εγώ, οι νέοι μου γονείς και ο κόσμος.
*****
19 Ιουλίου 2012
- …Ένα μήνα αργότερα, στις 19 Οκτωβρίου, το ορφανοτροφείο πήρε φωτιά. Κανείς δεν ήξερε και ούτε ξέρει τι ακριβώς έγινε εκείνη την ημέρα. Ένα όμως είναι σίγουρο. Η φωτιά… δεν άναψε από μόνη της. Από τότε έχω ακούσει πολλές φήμες, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Κάποιοι λένε ότι η κυρία Οικονόμου τρελάθηκε και έκαψε το κτήριο. Άλλοι λένε ότι τα κορίτσια κάηκαν από μόνα τους, γιατί δεν άντεχαν τον χαμό των γονιών τους.
Εγώ, μόλις έμαθα αυτό το τραγικό γεγονός, άλλαξα για πάντα. Αυτά τα κορίτσια ήταν η δεύτερη οικογένειά μου. Εκείνη την ημέρα, μέσα στις στάχτες και τα ερείπια που είχαν απομείνει από το κτήριο, είχε καεί και ένα μέρος από την καρδιά μου. Ένα κομμάτι της ψυχής μου είχε γίνει στάχτη και είχε χαθεί με αυτά και με το μελαχρινό κορίτσι με τα σμαραγδένια μάτια. Την πρώτη και τελευταία κολλητή μου.
- Κυρία Λογοθέτου.... πραγματικά δεν ξέρω τι να πω.
- Θα το εκτιμούσα αν με άφηνες για λίγο και επέστρεφες αύριο να συνεχίσουμε τη συνέντευξη. Θέλω να μείνω λίγο μόνη με τη σιωπή μου, είπα
- Όπως επιθυμείτε, κυρία Λογοθέτου. Μια τελευταία ερώτηση μόνο. Το καινούργιο σας βιβλίο «Η ζωή των σμαραγδιών», αφορά την Κωνσταντίνα έτσι;
Το γεμάτο λύπη, πόνο και νοσταλγία βλέμμα που του έριξα αποτελούσε μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημά του. Μόλις ο δημοσιογράφος έφυγε από το δωμάτιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Δεν άντεχα άλλο. Ήμουν εξαντλημένη. Τα ρυτιδιασμένα μάτια μου άρχισαν σιγά σιγά να κλείνουν και η ψυχή μου, με έναν αργό χορό έβγαινε από το γέρικο σώμα μου.
Για μια στιγμή, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όλα άσπρισαν. Μετά όμως σιγά σιγά άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες φιγούρες. Δεν άργησα να καταλάβω πού βρισκόμουν. Κοίταξα γύρω μου τα λουλούδια και το χορτάρι. Κοίταξα πίσω μου τη σιδερένια αυτή πόρτα. Κοίταξα μπροστά μου αυτό το μεγάλο κτήριο που με φιλοξένησε για τρεις μήνες. Και στο τέλος κοίταξα δίπλα μου. Είδα αυτούς τους δύο πολύτιμους λίθους που τόσο είχα επιθυμήσει.
Η Κωνσταντίνα μου άπλωσε το κάτασπρο χέρι της.
- Σου είπα ότι δεν μπορείς εύκολα να γλιτώσεις από εμένα, μου ψιθύρισε.
- Κωνσταντίνα… μου χαμογέλασε γλυκά.
- Είμαι σίγουρη πως θα έχεις κάποιες απορίες.
- Ποιος έβαλε τη φωτιά;
- Ποια φωτιά;
- Να… ξέρεις… τη φωτιά που... οδήγησε στον... θάνατό σας.
- Μα, ποτέ δεν πεθάναμε. Ήμασταν ζωντανές. Πάντα ήμασταν ζωντανές. Ξέρεις Αντιγόνη, κάποιος πεθαίνει μόνο όταν οι άνθρωποι σταματούν να τον σκέφτονται. Μόνο όταν σιγά σιγά αρχίζει να ξεθωριάζει από τη μνήμη τους. Τότε, όντως, ο άνθρωπος χάνεται. Εσύ μας κράτησες ζωντανές στη ψυχή σου.
- Και... τώρα τι κάνουμε; ρώτησα.
- Τώρα… ας πούμε ότι ζούμε τη ζωή που δεν ζήσαμε.


Αφουγκράστηκα τον αέρα. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, αν και μπορούσα να μαντέψω ότι βρίσκομαι στη δικιά μου Εδέμ. Επιτέλους είχα βρει τον δικό μου παράδεισο.

                                                                                                                                 Τάνια Χαλκιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου