Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


Έχουν περάσει δύο, τρία, ίσως και περισσότερα χρόνια από εκείνη την ημέρα. Νοσηλευόμουν σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα εξαιτίας κάποιων προβλημάτων υγείας. Με τις απαραίτητες εξετάσεις, την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και φυσικά με την ξεκούραση ένιωσα καλύτερα, μα οι γιατροί απαιτούσαν να πραγματοποιηθούν προληπτικά ακόμα κάποιες εξετάσεις, ώστε να είναι απόλυτα σίγουροι ότι όλα πήγαιναν καλά.
Δύο μέρες προτού λάβω σαν «άγιο» δώρο το εξιτήριο στο χέρι μου, οι γιατροί βρήκαν απαραίτητη την αλλαγή δωματίου. Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα βρέθηκα σε ένα δωμάτιο, ομορφότερα διακοσμημένο από το προηγούμενο με δύο κρεβάτια άδεια, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Σε λίγο, στο δωμάτιο μπήκε δακρυσμένη μια όμορφη νεαρή κοπέλα, με ένα παράπονο στο πρόσωπό της. Τα μάτια της αντικατόπτριζαν την άδεια ψυχή της, απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα, στην έκφρασή της όμως υπήρχε πόνος. Την ακολουθούσε η μητέρα της, μια νέα γυναίκα, που θα περίμενε κανείς να είναι γεμάτη ζωή, μα η κατάσταση της κόρης της την έφθειρε ψυχολογικά και προχωρούσε με σκυφτό το κεφάλι. Όταν άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους μάνα και κόρη, δεν θεώρησα σωστό να παρακολουθώ τη συνομιλία τους, έτσι έβαλα τα ακουστικά μου και άρχισα να ακούω μουσική μήπως και αποκοιμηθώ. Μα δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Προσποιόμουν την κοιμισμένη, όταν άκουσα ψιθύρους να περιτριγυρίζουν τους τέσσερις τοίχους του «άδειου» δωματίου.
«Θέλω να προσέχεις, νοιάζομαι για σένα», είπε η μητέρα, μα η κόρη δεν φάνηκε πρόθυμη να απαντήσει. «Νοιάζομαι, Μαρία μου, δεν μπορείς να το καταλάβεις; Δεν θέλω να σε χάσω, είσαι σημαντική για όλους μας», έπεμεινε η μητέρα.
Η Μαρία συνέχιζε να μη θέλει να απαντήσει και ξαφνική σιωπή κατέκλυσε τον χώρο. «Μητέρα», είπε μετά από λίγο, «δεν αντέχω άλλο πια εδώ μέσα. Πάρε με και ας πεθάνω. Ούτως ή άλλως ξέρω πως σε λίγο καιρό δεν θα βρίσκομαι εδώ... Σε λιγότερο από δέκα μέρες είναι Χριστούγεννα και σε λίγο θα καλοδεχτείτε τη νέα χρονιά, μα εγώ δεν θα είμαι πλέον εδώ...»
«Μα γιατί δεν πιστεύεις επιτέλους στον εαυτό σου;», τη ρώτησε η μητέρα της. «Το θεωρείς σωστό να ενδώσεις και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να φύγει από αυτό τον κόσμο; Μα ποιος σου είπε πως η ζωή σε αυτόν τον κόσμο είναι εύκολη; Γιατί θα έπρεπε όλα να είναι ρόδινα και η ζωή μεγάλη; Τα χρόνια περνούν, μικρή μου... Λες να αντέχω να χάσω το παιδί μου; Μου φαίνεται σαν χθες πως σε γέννησα και στο μυαλό μου συνέχεια περνούν όλες οι στιγμές μας. Κάθε επιτυχία σου μου προσφέρει δύναμη. Η ύπαρξή σου δίνει νόημα στη ζωή μου. Με το να μην προσπαθείς να γιατρευτείς, δεν θα καταφέρεις κάτι. Θα μας στερήσεις την παρουσία σου; Ξέρεις πόσοι άνθρωποι που γνωρίζουν την αλήθεια για σένα μου είπαν ότι, αν ήταν στη θέση μου, θα προτιμούσαν να σταματήσουν αυτή την προσπάθεια, επειδή δεν θα μπορούσαν να υπομείνουν όλο αυτό το μαρτύριο; Μα για μένα αυτό δεν είναι ένα τυχαίο μαρτύριο, είναι το πιο υπέροχο και γλυκό μαρτύριο που έχω ζήσει. Το μόνο που με νοιάζει είναι να γίνεις καλά, κοριτσάκι μου».
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Κοιτούσε την κόρη της με λαχτάρα λες και δεν θα την ξανακοιτούσε στα μάτια. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει, μα η Μαρία απομακρύνθηκε. Η μητέρα δεν κρατήθηκε. Πόσα να βαστάξει η καρδιά της; Πόση λύπη χωρούσε η καρδιά μιας μητέρας; Κοιτούσε την κόρη της σιωπηλή. Ήξερε πως μερικές φορές η σιωπή απαλύνει τον πόνο. Αποκοιμήθηκε στην καρέκλα όσο η κόρη της έλυνε σταυρόλεξα.
Παρακολουθούσα τη Μαρία μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, εκεί, να επιμένει να λύσει τα σταυρόλεξα, ώσπου τα κατάφερε. Κάποια στιγμή πρέπει να με πήρε κι εμένα ο ύπνος. Όταν ξύπνησα άρχισα να τριγυρίζω στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να εντοπίσω τη μητέρα μου, η οποία μόλις έμπαινε στο δωμάτιο με το πρωινό μου.
«Καλημέρα, ζουζούνα μου», είπε με δυνατή φωνή.
«Σσσς», της έγνεψα. «Η Μαρία κοιμάται. Είχε μια δύσκολη νύχτα χθες».
«Το ξέρω», αποκρίθηκε. «Έλα έξω να φας».
Μόλις επέστρεψα στο δωμάτιο βρήκα τη Μαρία σε δραματική κατάσταση.
«Θες βοή... ;» Προτού καν προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτησή μου, έλαβα μια απότομη απάντηση. 
«Όχι! Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια κανενός».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα της. «Θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο ευγενική. Δεν είναι ανάγκη να φέρεσαι με άσχημο τρόπο στην κοπέλα, που στο κάτω κάτω ήθελε απλά να σε βοηθήσει. Συγγνώμη, γλυκιά μου», είπε γυρνώντας σε μένα, «δεν ήταν στις προθέσεις της».
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζητάτε συγγνώμη», απάντησα.
Αργότερα μπήκαν στο δωμάτιο εκπαιδευόμενοι γιατροί για να μου κάνουν τις συνηθισμένες βαρετές ερωτήσεις, ενώ μια νοσοκόμα κατευθύνθηκε προς το μέρος της Μαρίας.
«Προσπάθησες να φας έστω λίγο;», της είπε. «Θα σου κάνει καλό».
«Έλα, αγάπη μου, σε παρακαλώ, πιστεύουμε σε σένα...», είπε η μητέρα της.
«Δεν θέλω να φάω, δεν μπορείς να το καταλάβεις πια;! Δεν θέλω πλέον!!», είπε και άρχισε να ουρλιάζει και δάκρυα γέμιζαν το άσπρο της πρόσωπο, ενώ η νοσοκόμα εγκατέλειψε τον χώρο. Μα κάθε φορά που την κοιτούσα να δακρύζει ένιωθα το πρόσωπό της να ζωντανεύει, τα μάτια της να αστράφτουν, μα δεν ήταν από αυτό...
Μεσημέριασε. Η Μαρία αποκοιμήθηκε και βρέθηκα στο δωμάτιο με τη μητέρα της, όπως επίσης και τη δική μου, σε απόλυτη σιωπή.
«Πόσο καιρό το υπομένετε αυτό;» τόλμησα να ρωτήσω.
Δεν άντεχε να με κοιτάξει κατάματα. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε και ξαφνικά ένιωσα πως ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Οι ενοχές μου με κυριεύσαν. Γιατί να ήθελα να υπενθυμίσω σε μια μητέρα τον τρόπο με τον οποίο χάνει την κόρη της λίγο λίγο καθημερινά; Η νοσοκόμα επέστρεψε ξανά με μια σύριγγα και ξύπνησε τη Μαρία για να την ταΐσει. Κοιτούσα γεμάτη απορία. Μια σύριγγα η οποία τοποθετούνταν σε ένα μέρος του σώματός της με ένα σωλήνα συνδεόταν με μια συσκευασμένη σε πλαστικό πολτοποιημένη τροφή, η οποία μεταφερόταν στο σώμα της για να της περάσει τις απαραίτητες βιταμίνες.
«Μπορώ να δω λίγο τα χέρια σου;», είπε η νοσοκόμα. Η Μαρία έδειξε τα στεγνά της χέρια, άσπρα, σαν να είχε χαθεί η ζωντάνια, λες και δεν είχε δύναμη να κουνηθεί... 
«Πόσα κιλά θέλεις να χάσεις ακόμα; Σε ακουμπάω και νιώθω μόνο τα κόκαλά σου», της είπε ξανά. Μα εκείνη δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει, οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν συνέχεια και βούλιαξε ξανά στο κρεβάτι του πόνου. 
Η μέρα πέρασε αφού έκανα κάποιες άλλες εξετάσεις και το βράδυ επανήλθα στο δωμάτιο με χαρά και καλή διάθεση. Η Μαρία κοιμόταν και η μητέρα της κοιτούσε τη θέα από το παράθυρο του δωματίου. Γύρισε και μας κοίταξε με έναν μεγάλο αναστεναγμό, μια βαθιά λύπη που είχε τη δύναμη να σπάσει την καρδιά σου σε μικρά κομμάτια. Ο πόνος στα μάτια της θύμιζε φωτιά που καίει τα πάντα και αφήνει πίσω της στάχτες.
«Να...», είπε, «έχει περάσει ένας χρόνος από τότε... Βλέπετε η κόρη μου φέτος θα πήγαινε δευτέρα λυκείου. Τότε, πήγαινε πρώτη, όταν συνέβη αυτό».
Το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στα χείλη της από τα οποία κρεμόμουν κάθε λεπτό που μιλούσε.
«Ήταν η κολλητή της. Δεν την κατηγορώ... Η εφηβεία παρασέρνει τα πάντα. Αισθήματα, φιλίες... υπάρχει ανταγωνισμός και ζήλεια. Μα δεν έδειξε να κατάλαβε το λάθος της».
Τα μάτια της άρχιζαν να δακρύζουν. Έπρεπε αυτός ο πόνος να φύγει από τη βαριά ψυχή της, να ελευθερωθεί το μυαλό της. «Της είπε ότι ήταν παχιά», συνέχισε. «Η κόρη μου ήταν πάντα αδύνατη, μα μετά από έναν τσακωμό τους της είπε πως ο μόνος τρόπος να την αποδεχτούν στη νέα παρέα τους ήταν να αδυνατίσει».
Σηκώθηκε και μας έφερε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της κόρης της, από τα πρώτα της χρόνια μέχρι τα δεκάξι της. Η συγκίνηση δεν με άφησε να κρατηθώ. Τα δάκρυα μου θα μπορούσαν να γεμίσουν τα άδεια ποτάμια της ψυχής της.
«Σταμάτησε να τρώει. Πρώτα το βραδινό... Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα κατέληγε έτσι. Στη αρχή νόμιζα ότι απλώς δεν ήθελε να πάρει κιλά και άρχισε διατροφή. Στη συνέχεια όμως τα γεύματά της μειώνονταν συνεχώς, ώσπου κατέληξε να πίνει μόνο νερό. Την παρακαλούσα να φάει, μα δεν δεχόταν. ”Είμαι χοντρή!” φώναζε κάθε φορά και απομακρυνόταν. Η καρδιά μου σπάραζε. Πώς να δεχτώ ότι η κόρη μου, η οποία ήταν “μέσα σε όλα”, άριστη μαθήτρια και, όπως έλεγαν οι φίλες της, “η καλύτερη φίλη που θα μπορούσε να έχει κανένας”, κατέληξε αντικοινωνική, ενώ και οι επιδόσεις της στο σχολείο  είχαν αρχίσει να πέφτουν αισθητά; Οι διαιτολόγοι και οι ψυχολόγοι στους οποίους απευθυνθήκαμε προσπαθούσαν να την πείσουν να αρχίσει να τρέφεται ξανά κανονικά, μα εκείνη ήταν ανένδοτη. Τα πράγματα ολοένα και χειροτέρευαν. Άρχισαν οι λιποθυμίες, η μία μετά την άλλη, στο σχολείο, στο σπίτι. Δεν άντεχα πλέον αυτό το θέαμα, ώσπου την έφερα εδώ. Στην αρχή ήταν πρόθυμη να αλλάξει, μα δεν τα κατάφερε. Δεν θέλω να πιστέψω ότι μπορεί να χάσω το παιδί μου. Οι γιατροί είπαν πως υπήρχε περιθώριο βελτίωσης, μα εκείνη δεν προσπάθησε...».
Όσο μιλούσε κοιτούσε την κόρη της απογοητευμένη από αυτόν τον απαίσιο κόσμο, μισούσε το γεγονός ότι βρισκόταν σε μια κοινωνία που τα στερεότυπά της βασίζονταν στο βάρος, στην ένδυση και σε τόσα άλλα εξωτερικά στοιχεία. Ήξερε πως θα της στερήσουν το παιδί της.
«Ήταν πολύ ταλαντούχα... Στο σχολείο κάθε χρόνο δεχόταν επιβραβεύσεις και αριστεία, όπως επίσης στις δύο ξένες γλώσσες που έκανε». Τα δάκρυα είχαν πλέον παγώσει. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει κι εκείνη προσπαθούσε ακόμα να ξυπνήσει από αυτόν το ζωντανό εφιάλτη που ζούσε εδώ και ένα χρόνο.
«Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποια στιγμή την είδα να προσπαθεί να αυτοκτονήσει με χάπια και λεπίδες. Δεν ήθελα ο Θεός να μου πάρει το παιδί που με τόσο κόπο και αγάπη μεγάλωσα. Θα ήταν πολύ άδικος».
Στο μεταξύ η φωνή μου είχε πνιγεί, την κρατούσε η καρδιά μου, δεν την άφηνε να ξεσπάσει. Τα μάτια μου έκαιγαν τόσο πολύ που πίστευα πως αν είχαν τη δύναμη να μπορούσαν να κάψουν όλο αυτό το δράμα που ζούσε η μητέρα, θα το έκαναν. Μα δεν γινόταν.
«Και από τότε είμαστε εδώ. Ένας χρόνος σε αυτό το φιλόξενο νοσοκομείο μα ακόμα τίποτα. Οι γιατροί είπαν πως ίσως να μην αντέξει περισσότερο από ένα μήνα. Μόνο από θαύμα». Το βλέμμα της έσβησε. Κοιτούσε κάτω και πλέον είχε θολώσει το μυαλό της, η σκέψη της. Η καρδιά της πλέον δεν ένιωθε, δεν είχε συναισθήματα. Ο πόνος τα κατέστρεφε όλα.
«Δεν ήρθε κανένας να την επισκεφθεί. Ούτε καν οι φίλες της να της ζητήσουν συγγνώμη. Δεν θέλω να την χάσω, Θεέ μου». 
* * * * *

Την άλλη μέρα έπαιρνα εξιτήριο. Της υποσχέθηκα πως μετά τα Χριστούγεννα θα τους επισκεπτόμουν, μα δεν κατάφερα να είμαι εκεί εγκαίρως, δεν τήρησα την υπόσχεσή μου.
Επισκέφθηκα το νοσοκομείο λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά. Αναζήτησα τη νοσοκόμα η οποία την πρόσεχε, μα δεν εργαζόταν πια εκεί. Έτρεξα γρήγορα κατευθυνόμενη στο δωμάτιο 211, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν άδεια κρεβάτια..
                                                                                                       Στέλλα Νούρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου