Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Παρ – αισθήσεις

   Απόψε όλα έμοιαζαν τρομακτικά όμοια με την προηγούμενη μέρα. Η ρουτίνα στοίχειωνε τους δρόμους της Αθήνας, πλανόδιος εραστής της σιωπής και της απομόνωσης. Το ρολόι των αγγέλων σήμανε έντεκα, όταν το χάρισμα της ζωής δόθηκε σε δυο μικρά αγοράκια, όπου ο βίος τους έμελλε να αποδοθεί με ανεξίτηλο χρώμα στον καμβά της ζωής. Δυο πλάσματα που εκ πρώτης όψεως φάνταζαν τόσο όμοια, τόσο αθώα και μαγικά πλασμένα, που κανένας δεν ήταν σε θέση να προβλέψει το μέλλον τους. Τα ονόματα αυτών; Αχιλλέας και Ηρακλής. Εκείνη τη νύχτα το αίσθημα της ευτυχίας αποτυπώθηκε στα πρόσωπα της οικογένειας
του Αχιλλέα, καθώς το μικρό αυτό αγοράκι έσφυζε από ζωή και υγεία. Δε θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο και για την οικογένεια του Ηρακλή. Το πέπλο της λύπης τύλιξε τη δύστυχη οικογένεια στο άκουσμα της φωνής του γιατρού να ανακοινώνει πως το μικρό τους αγγελούδι ήταν τυφλό. Τα δύο αυτά αγοράκια όπου τα πρώτα λεπτά της ζωής τους τα χάραξαν μαζί, χωρίστηκαν τα ξημερώματα με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, εφόσον η μοίρα θέλησε ο καθένας τους να χαράξει τη δική του πορεία. 
   Είχαν κιόλας περάσει δεκαπέντε χρόνια από εκείνη τη νύχτα. Οι δύο νέοι συνεχίζουν τη ζωή τους καθένας τους με το δικό του προσωπικό και μοναδικό τρόπο.
   Ο Αχιλλέας λόγω της ευκατάστατης ζωής που απολάμβανε ποτέ του δε στερήθηκε τα υλικά αγαθά, όμως εκείνο που πραγματικά αναζητούσε ήταν κάτι βαθύτερο. Επεδίωκε να αντιληφθεί τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις, να ζήσει έστω και για λίγα λεπτά την απόλυτη ευφορία και γαλήνη. Και βρήκε τη λύση! Με έναν αναπάντεχο και βίαιο τρόπο εθίστηκε στις ναρκωτικές ουσίες, βάδισε στα σκοτεινά μονοπάτια του θανάτου. Ζούσε για λίγα λεπτά την απόλυτη έκσταση και έπειτα βυθιζόταν ξανά, αργά και σταθερά, πότε στο κενό και πότε στη βαθιά θάλασσα, όπου τα μαύρα της νερά τον κύκλωναν. Φαίνονταν τόσο απειλητικά που του ήταν δυσβάσταχτο να συγκρατήσει το χείμαρρο των δακρύων και των κραυγών του. Ο στόχος του είχε εν μέρει επιτευχθεί. Ζούσε έντονα τη ζωή αλλά με κάθε μορφή του πόνου. Η επικοινωνία με τα αγαπημένα του πρόσωπα είχε διακοπεί. Ζούσε μόνος του στο άδειο δωμάτιο με τα φαντάσματα των πράξεων του να πλανώνται, άψυχα σώματα, γύρω του. Οι τοίχοι φάνταζαν στα μάτια του πελώρια τείχη που υψώνονταν, παγιδεύοντάς τον σε μια ζωή βίαιου πόνου και θλίψης. Ακόμα και ο κόσμος των ονείρων του είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης όπου νικητής είχε αναδειχθεί ο θάνατος, ο οποίος στο πέρασμα του ισοπέδωνε τα πάντα και ηττημένος ο ίδιος του ο εαυτός να κείτεται στα ερείπια της χαμένης του ζωής και να παρακαλά για τη σωτηρία της ψυχής του. Η ηχώ των σκέψεών του αντηχούσε με όλο και πιο δυνατούς ρυθμούς στο νου του υπενθυμίζοντάς του τα σφάλματά του. Η ανάγκη του να αποτοξινωθεί από τις φαινομενικά αβλαβείς και αγγελικές ουσίες ήταν επιτακτική. Όμως η βούληση του κορμιού του και η ανάγκη του να δραπετεύσει από τον αβάσταχτο βίο του, υπερνικούσε κάθε άλλου είδους επιθυμία για σωτηρία. Κάθε φορά που το σκοτάδι πύκνωνε μπορούσε να διακρίνει μια λεπτή δέσμη φωτός να εισέρχεται. Φαινόταν τόσο ελπιδοφόρα και γαλήνια, όμως η λάμψη της διαρκούσε μόλις λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου και έπειτα χανόταν αφήνοντάς τον αβοήθητο, φυλακισμένο στον απρόσιτο κόσμο των ψευδαισθήσεών του. Η λεπτή αυτή δέσμη τον καθησύχαζε κάθε φορά λίγο πριν γίνει ο πόνος κύριος του κορμιού του, υποτάσσοντάς τον. Κάθε φορά έδειχνε να απομακρύνεται αφήνοντας πίσω της μικρά φωτεινά σημάδια που υποδήλωναν την κάποτε ύπαρξή της. Κάπως έτσι συνεχιζόταν ο έντονος βίος όπου για χρόνια ονειρευόταν και σχεδίαζε ο Αχιλλέας.
   Οι ζωές των δυο αγοριών, τόσο ανόμοιες και τόσο όμοιες ταυτόχρονα χαράσσονταν παράλληλα. Ο Ηρακλής ομοίως με τον Αχιλλέα ζούσε έντονα τη ζωή, με τη διαφορά πως εκείνος χρησιμοποιούσε ανεξαιρέτως με έναν απροσδόκητο τρόπο όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις που του χάρισε η ζωή σε ένα μαγικό συνδυασμό δίχως να αφήνει τη λύπη λόγω της έλλειψης της όρασής του να τον καταβάλλει. Ο άλλοτε μοναχικός του κόσμος είχε μετατραπεί σε ένα πρόσχαρο καλωσόρισμα κάθε ανθρώπου που θα είχε την ψυχική δύναμη να σταθεί στο πλευρό του. Τα
απόκρημνα μονοπάτια που άλλοτε μετατρέπονταν σε αγεφύρωτα χάσματα αποτρέποντάς τον να αγγίξει την ευδαιμονία, έδωσαν τη θέση τους σε λεωφόρους όπου ακολουθώντας τις οδηγούνταν στον προσωπικό παράδεισο των ονείρων και των φιλοδοξιών του. Είχε αναπτύξει δεξιότητες που δύσκολα κατακτώνται ή που επιτρέπουν σε ελάχιστους να ακολουθήσουν τα χνάρια τους. Αγαπημένη του δραστηριότητα είχε γίνει η ενασχόληση με τα όσα μας προσφέρει η φύση. Κάθε του άγγιγμα, αποτελούσε και μια νέα ανακάλυψη, την οποία πρόσθετε με ασυγκράτητη χαρά, ακόμα και στις πιο απρόσιτες κατακόμβες του μυαλού. Η ζωή του Ηρακλή αποτελούσε μαραθώνιο τον οποίο καλούνταν καθημερινά να αντιμετωπίσει με επιτυχία. Έβρισκε το νόημα της ζωής στο θεό των μικρών πραγμάτων. Απολάμβανε να περπατά στην άμμο, αφήνοντας ακάλυπτα τα πόδια του να νιώσουν την υφή από κάθε κόκκο να περνά και να αφήνει το δικό του σημάδι, τον παφλασμό των κυμάτων να τον αγκαλιάζουν στα καταγάλανα νερά τους. Κάθε σούρουπο στεκόταν στο παράθυρο του με πρόσωπο στραμμένο στη δύση, αφήνοντας τον αέρα να χαϊδέψει με το λεπτό και διακριτικό του πέπλο κάθε εκατοστό του προσώπου του και ταυτόχρονα σχημάτιζε στο νου του το δικό του ηλιοβασίλεμα για τον οποίο σηματοδοτούσε τη λήξη μιας ακόμα υπέροχης μέρας και την έναρξη μιας νέας. Αντιλαμβανόταν τη ζωή σαν ένα πυκνό δάσος που όσο πιο βαθιά εισχωρούσες τόσο περισσότερα μυστικά απλώνονταν γύρω σου , έτοιμα να τα εξερευνήσεις. Για εκείνον η ζωή αποτελούσε παιχνίδι μυστηρίου, κινδύνου, ανακάλυψης, έντασης και πάθους. Είχε από χρόνια υιοθετήσει την αντίληψη πως η δύναμη δε βρίσκεται στη σωματική υπεροχή αλλά στην ψυχική, στην ικανότητα να ξεπερνάς κάθε τροχοπέδη της μοίρας.
   Σήμερα στις δεκαπέντε του Απρίλη το κάρμα κινεί τα νήματα της ζωής και την υποτάσσει στη βούλησή του. Η μοίρα ξαναενώνει τα δυο αυτά αγόρια σε μια πορεία. Οι δυο νέοι περπατούν παράλληλα. Καθένας τους με διαφορετικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες παρίσταται στην πορεία. Ο Αχιλλέας συμμετέχει σε ένα τέτοιου είδους γεγονός, με σκοπό να προκαλέσει υλικές φθορές, να αυτοεπιβεβαιωθεί και να νιώσει μέλος έστω και μιας περιθωριακής ομάδας. Ο Ηρακλής παρίσταται με σκοπό να παλέψει ενάντια στο κατεστημένο και να προασπιστεί το δικαίωμά του στη ζωή.
    Η έκβαση όμως της πορείας φαινόταν δυσοίωνη για τους δυο νέους. Αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα κατέκλυζαν τον Αχιλλέα και τον Ηρακλή. Ένας ανεξήγητος φόβος έκανε τις καρδιές τους να πάλλονται με ακανόνιστους ρυθμούς, έτοιμες να εγκαταλείψουν τα σώματά τους. Έβλεπαν το τέλος τους να πλησιάζει. Τα αίτια όμως δεν έγιναν ποτέ αντιληπτά.
   Πεσμένοι και οι δυο στο έδαφος, πάλευαν με τη ζωή και το θάνατο για λίγα λεπτά της ώρας. Έπειτα έχασαν και οι δυο τη μάχη εγκαταλείποντας έτσι τα κορμιά τους να κείτονται ανάμεσα σε κραυγές και σώματα διαδηλωτών.
   Τώρα κοιτούν και οι δυο την απέραντη ομορφιά του κόσμου, μια ομορφιά που κανείς αντιλαμβάνεται μέσα από την απόλυτη γαλήνη. Ο Αχιλλέας κοιτά τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα ένα αίσθημα ανεκπλήρωτου βίου, απογοήτευσης, απελπισίας και φόβου τυλίγεται γύρω του ακινητοποιώντας τον μετέωρο ανάμεσα σε γη και ουρανό. Εκεί όπου βρισκόταν πάντα  Τον κυριεύει μια αβάσταχτη, πρωτόγνωρη επιθυμία για ζωή...... Ο Αχιλλέας όσο άτρωτος ένοιωθε είχε κι αυτός την αχίλλειο πτέρνα του.
   Τον κόσμο κοιτά και ο Ηρακλής. Αυτή τη φορά με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση και νιώθει ολοκληρωμένος. Ένα αίσθημα ευφορίας τον διαπερνά και γίνεται ένα με το άπειρο. Έζησε το θαύμα της ζωής και τώρα φεύγει ευτυχισμένος. Ο Ηρακλής έφερε σε πέρας τους άθλους του και άφησε το δικό του μήνυμα.
   Το πλήθος που συγκεντρώθηκε γύρω από τα άψυχα σώματα δεν παρατήρησε τον τρόμο στο πρόσωπο του Αχιλλέα καθώς όλοι είχαν μαγνητιστεί από ένα ανεξήγητο χαμόγελο στο πρόσωπο του Ηρακλή.

                                                                                 Μαριλένα Ζάρκου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου