Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Ελένη Άννα Βαρσάμη Ματωμένα λουλούδια

                                                                                                                    Μεσολόγγι, 07/04/1821

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

 Ξύπνησα το πρωί ιδρωμένη από τους εφιάλτες. Η πόλη μέσα στις φλόγες, παντού ουρλιαχτά, κλάματα. Ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλο μου, αλλά το σκούπισα γρήγορα. Ένα όνειρο ήταν, τίποτε άλλο. Δεν ήταν το ιδανικό ξύπνημα, αλλά κατάφερα να σηκωθώ από το στρώμα στο πάτωμα. Τα πόδια μου δεν τα ένιωθα, το κεφάλι μου βούιζε, ήμουν εξαντλημένη.

 Το μικρό είχε σταματήσει να κλαίει, δεν είχε τη δύναμη, το κουράγιο. Πριν ανατείλει, είχα φωνάξει κιόλας τη γριά γειτόνισσα, για να φροντίσει το αγγελάκι μου. Χαιρετηθήκαμε και, όσο μιλούσαμε, έβλεπα την κούραση στα μάτια της, αλλά ήξερα πως κι αυτή έβλεπε το ίδιο στα δικά μου. Θα ήταν περίεργο πλέον, αν κάποιος έδειχνε καλά. Ύστερα από λίγο αποχαιρετιστήκαμε και μόνο που δεν έβγαλε την τρύπια της μαντίλα να μου την κουνήσει. Ήξερε που πήγαινα, ήξερα κι εγώ, απλά δεν είχα επιλογή.

 Πριν σημάνει η καμπάνα έξι, όλοι ήταν ξύπνοι. Με την καμπάνα άρχισε μια ακόμα μέρα, ένας ακόμα άθλος. Όσοι μπορούσαν βρίσκονταν στην εκκλησία, μερικοί μιλούσαν σιγανά με φόβο, οι περισσότεροι σιωπηλοί περίμεναν. Ο παπάς έβγαλε τα ελάχιστα αποθέματα ψωμιού, για να φάμε. Δίναμε ψίχουλα ο ένας στον άλλον και νερό από τον βούρκο. Τα σώματα των ανθρώπων ήταν κατεστραμμένα χωρίς επιστροφή. Μπορούσα να διακρίνω τα κόκαλα, το δέρμα τους δεν ήταν παρά μια μεμβράνη πλέον. Όλοι ήταν πέντε τόνους πιο σκούροι. Κανείς δεν θυμάται πότε είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε ένα κανονικό μπάνιο.

 Ύστερα από το φαγητό, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, οι άντρες φίλησαν τις γυναίκες και έφυγαν προς τα τείχη. Η αλήθεια είναι πως τις ζήλευα. Ο δικός μου άντρας με αποχαιρέτησε πριν τον αγκαλιάσει η χαρά της ζωής. Η αδικία με έπνιγε βλέποντάς τες. Γιατί να φύγει ο δικός μου; Η μόνη μου ενθύμηση από αυτόν είναι οι αναμνήσεις και τα γράμματα. Αυτός με έμαθε τη γραφή και την ανάγνωση, μου φερόταν σαν ίση και αποφάσισε να μου δείξει ό,τι είχα στερηθεί από μικρή ηλικία λόγω των προκαταλήψεων της κοινωνίας. Προσπαθώ να τον τιμώ γράφοντας σε σένα, στο ημερολόγιο που μου έκανε δώρο λίγο πριν με αφήσει, ή διαβάζοντας το αγαπημένο του βιβλίο με τραγωδίες. Μου εξηγούσε γιατί το λάτρευε τόσο. Στις τραγωδίες υπήρχε πάντα λύτρωση. Στην πραγματική ζωή, όμως, εγώ δεν τη βλέπω.

 Με το πρώτο φως του ηλίου άρχισαν οι δουλειές. Εμείς οι γυναίκες κάναμε επιδιορθώσεις σε ρούχα, για να μας κρατάνε ζεστούς το βράδυ, ψάχναμε για κάτι βρώσιμο ή πόσιμο και φροντίζαμε τους αδύναμους συμπολίτες. Οι περισσότερες βοηθούσαν και στα τείχη το βράδυ. Η μάχη συνεχιζόταν και τη νύχτα. Όλοι όσοι μπορούσαν να συνεισφέρουν μαζεύονταν στα τείχη φτιάχνοντας τα διαλυμένα μέρη κρατώντας τα ζωντανά, για να μας δίνουν ζωή κι ελευθερία. Κι εγώ βοηθούσα κάθε μέρα. Βλέποντας τα, όμως, διαλυμένα και κατεστραμμένα ένιωθα τον Τούρκο μια ανάσα μακριά μου πλέον. Για πόσο ακόμα θα μας προστάτευαν αυτές οι πέτρες; Καλύψαμε τα κενά όσο μπορούσαμε, μέχρι που δεν είχαμε πλέον δύναμη ούτε να περπατήσουμε. Με αργά βήματα, καθώς τα πόδια μας φαίνονταν όλο και πιο βαριά, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία, για να τελειώσουμε εκεί τη μέρα, όπως πάντα.

 Παντού ακούγονταν ψίθυροι, που έσπαζαν την καθολική ησυχία της βραδιάς, ελπίδες για σωτηρία, μια ηρωική έξοδο. Ή μήπως μια μαζική αυτοκτονία; Οι πιθανότητες δεν ήταν ποτέ με το μέρος μας και ούτε πρόκειται να είναι. Ύστερα από μια πρόχειρη, ανοργάνωτη συνάντηση οι ψίθυροι και οι ελπίδες έγιναν πράξη. Συμφωνήθηκε πως την Κυριακή των Βαΐων θα είμαστε ελεύθεροι. Το ηθικό των ανθρώπων αναζωπυρώθηκε, καθώς πλέον υπάρχει σκοπός.

 Επέστρεψα σπίτι κι άφησα την καημένη τη γριά να πάει να κοιμηθεί. Το παιδί κοιμόταν ήρεμο σαν άγγελος που ήρθε στη γη, σαν λουλούδι μέσα σ΄ ένα ξερό τοπίο φώτιζε το άχαρο σπιτικό μου. Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου και σωριάστηκα στο πάτωμα. Η κούραση ήταν πλέον ανυπόφορη. Βρήκα τη δύναμη να φτάσω εσένα, ημερολόγιο μου. Είσαι η μόνη μου διαφυγή από αυτήν την αφιλόξενη πραγματικότητα. Δεν έχω τη δύναμη να φτάσω στο δωμάτιό μου. Θα ξαπλώσω εδώ δίπλα στο αγγελούδι μου. Κι όσο περνάν οι μέρες ποιος ξέρει; Μπορεί να δείχνω στο μικρό μου το Μεσολόγγι και να λέω “Ζήτω η έξοδος που μας έσωσε όλους!”

 Και οι μέρες περνούσαν, η μεγάλη μέρα πλησίαζε. Οι μάχιμοι άντρες ετοίμαζαν τ΄ άρματα, οι γυναίκες συντόνιζαν τον άμαχο πληθυσμό. Νεκρική ησυχία επικρατούσε στην πόλη. Όλη η πλάση, λες και προσπαθούσε να αναπληρώσει τη χαρά που είχε χαθεί πια από το Μεσολόγγι, αναδείκνυε όλο της το μεγαλείο. Τα λουλούδια άνθιζαν και στα πιο ξερά τοπία, τα πουλιά τραγουδούσαν χαρούμενα άσματα, θαρρείς πως είχαν έρθει άγγελοι στη γη. Όλα έδειχναν λες και ο Θεός είχε ευλογήσει τη μέρα εκείνη, λες και είχε στείλει τους αγγέλους του στη γη. Όσο όμορφη όμως ήταν η φύση, τόσο ασφυκτική ήταν η ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Όλοι γνώριζαν τις πιθανότητες και, ενώ έδειχναν ατρόμητοι, μες στο μυαλό τους κυριαρχούσαν η ανασφάλεια, η αμφιβολία και ο φόβος, αλλά εφάρμοσαν το σχέδιο χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν αντανακλαστικό. Οι άντρες, που είχαν ξεχάσει πώς είναι η ζωή χωρίς το τουφέκι, περικύκλωναν τον άμαχο πληθυσμό, ενώ οι γυναίκες προσπαθούσαν να προστατέψουν τους πιο ευάλωτους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Μέχρι ένα σημείο οι εξελίξεις φαίνονταν ευνοϊκές για τους Μεσολογγίτες. Και μετά έφτασε ο στρατός τον Τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε έμοιαζε με εκείνη του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Απλά χωρίς το αίσιο τέλος. Οι Τούρκοι όρμησαν κι έσπειραν το χάος και τον θάνατο στον μεσολογγίτικο λαό. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά και κλάματα, ενώ τα λουλούδια μέσα στο ξερό τοπίο ποτίστηκαν με αίμα.

Πάντως ποτέ δεν σταμάτησαν να είναι γενναίοι και ατρόμητοι απέναντι στον εχθρό. Το ηθικό τους ποτέ δεν κλονίστηκε, ακόμα κι αν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εκεί δεν μπορούν καν να αναφερθούν. Τόση βία δεν μπορεί να περιοριστεί σε λίγο μελάνι πάνω σε κάποιο χαρτί. Πόσες και πόσες μάνες είδαν τα ίδια τους τα παιδιά να σκοτώνονται βίαια μπροστά τους λίγο πριν αποχαιρετήσουν κι αυτές τον κόσμο. Οι λίγοι που επιβίωσαν δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι μετά από το γεγονός. Αυτή η έξοδος είναι απόδειξη πως η ζωή δεν είναι δίκαια, πως ακόμα και οι πια αγνές πράξεις μπορούν να αποβούν καταστροφικές.

Η μάχη τελείωσε. Οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί που δεν διακρίνονταν τα λουλούδια και το χορτάρι. Οι ελάχιστοι επιζώντες δεν ήταν με τους συμπολίτες τους, γιατί ήταν πολύ τραυματισμένοι για να θεωρηθούν ζωντανοί. Αυτοί δεν ξέχασαν ποτέ το γεγονός, έμεινε ανεξίτηλη η μάχη στα μάτια τους, αξέχαστος ο ήχος στα αυτιά τους. Δεν ξεπέρασαν ποτέ την εμπειρία και σε πολλές περιπτώσεις δεν άντεξαν το βάρος της. Όλοι κραυγάζουν “Ζήτω η έξοδος του Μεσολογγίου!”, αλλά αυτοί γνωρίζουν όλη την ιστορία, τον φόβο, τον θρήνο, τον θάνατο. Όλοι λένε πως οι κάτοικοι ήταν ατρόμητοι, αλλά αυτοί ξέρουν πως τους έπνιγε η αγωνία, η αδικία, η αμφιβολία, η ανασφάλεια. Όλοι παραδέχονται πως οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες, αλλά αυτοί ακόμα πεινάνε και διψάνε, ακόμα πονάνε. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει, αλλά αυτοί γνωρίζουν τον θάνατο καλά και, όταν θα έρθει να τους πάρει, θα είναι σαν να χαιρετούν έναν παλιό φίλο. Η εμπειρία αυτή είναι σαν σύννεφο που τους περικυκλώνει μέρα και νύχτα, είναι πάντα εκεί, το Μεσολόγγι που τόσο πολύ αγάπησαν και τόσο βάναυσα έχασαν. “Η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει” λέει ο σοφός λαός, όμως γι΄ αυτούς δεν γυρίζει από τότε. Η χαρά έχει σβήσει από το βλέμμα τους, καθώς η θλίψη έχει πάρει μόνιμα τη θέση της.

Το Μεσολόγγι δεν είναι πλέον μια πόλη. Είναι ιστορία και μάλιστα μια που κρύβει πιο πολύ πόνο απ΄ όσο μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος. Όσα έγιναν εκεί δεν πρέπει να ξαναγίνουν, αλλά, αν υπάρχει ένα σίγουρο γεγονός, είναι πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όσο ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του, δεν θα υπάρχει μόνο ένα Μεσολόγγι κι ούτε μια ιστορία. Και τα λουλούδια θα ξαναβαφτούν στο αίμα και οι μάνες θα χάσουν πάλι τα παιδιά τους και ο θάνατος θα έρθει να αγκαλιάσει ξανά τους ανθρώπους σαν να μην πέρασε μια μέρα. Πόσα Μεσολόγγια να υπάρξουν ακόμη άραγε; Όλοι μιλάνε για ειρήνη, μα κανείς δεν την καταλαβαίνει. Είναι μια αλλά, τη διαιρούν, είναι απλή, αλλά τη δυσκολεύουν, είναι κοινή, αλλά την χωρίζουν. Μόνο όσοι έζησαν τον πόλεμο καταλαβαίνουν την ειρήνη και, αν οι υπόλοιποι δεν μάθουν, δεν θα την καταλάβουν ποτέ και πάντα θα υπάρχει ένα Μεσολόγγι για να κλαίνε οι γενιές.

 

Αθήνα, 10/04/1840

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

 Πάει καιρός από τότε που σε κράτησα τελευταία φορά στα χέρια μου. Πλέον εκτός από ανάμνηση του άντρα μου, είσαι και μια υπενθύμιση εκείνου του τραγικού γεγονότος. Ήρθε καιρός όμως να διαφύγω από αυτήν την αφιλόξενη πραγματικότητα. Δεν μπορώ άλλο να τα κρατάω όλα μέσα μου. Γι΄ αυτό σε χρειάζομαι μια τελευταία φορά. Με την επέτειο της εξόδου οι άλλοι πανηγυρίζουν και εγώ ανακαλώ γεγονότα θαμμένα τόσο βαθιά στο μυαλό μου, που και εγώ είχα πλέον ξεχάσει.

 Πώς να ξεχάσω τον ήχο της καμπάνας εκείνη τη μέρα; Ήταν λες και άκουγα τον ήχο ταυτόχρονα της αρχής και του τέλους μου. Κανείς δεν είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ, όλοι ετοιμάζονταν. Είχα αφήσει τον άγγελό μου να ξαπλώσει άνετα στο στήθος μου καθώς κρατούσα τη γριά γειτόνισσα σφιχτά από το χέρι. Όλοι ήταν νευρικοί, ακόμα και το μικρό μου κατάλαβε κάποια στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Άρχισε να κλαίει και ο ήχος απλώθηκε σε όλο το χωριό. Ύστερα σταμάτησε και αποκοιμήθηκε βλέποντας με να του χαμογελάω λες και όλα θα πήγαιναν καλά. Η γειτόνισσα έκλαιγε σιγανά και μου έσφιγγε όλο και περισσότερο την ιδρωμένη από το άγχος παλάμη. Προσπαθούσα να μείνω ψύχραιμη και για τους τρεις, αλλά ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλό μου, όταν θυμήθηκα εκείνον τον εφιάλτη. Το σκούπισα πριν το δει κανείς, έπρεπε να είμαι γενναία.

 Και ξεχυθήκαμε μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Ο ένας πίσω από τον άλλον σαν ένα πηγαίναμε με ορμή αλλά και ηρεμία, για να μην μας ακούσει ο εχθρός. Η αδρεναλίνη κυλούσε στο αίμα μου, δεν υπήρχε αμφιβολία, αφού δεν είχα τη δύναμη να κουνήσω εκούσια τα πόδια μου. Και μετά είδα το αγγελάκι μου. Κοιμόταν και έβλεπε ένα χαρούμενο όνειρο, είχε ένα πλατύ χαμόγελο σχηματισμένο στα χλωμά του χείλη. Μου έδωσε ενέργεια. Όλα τα έκανα, για να έχει μια καλύτερη ζωή, μακριά από τον πόλεμο. Και μετά ακούστηκαν βήματα εχθρικά.

 Ποιον κοροϊδεύαμε; Όλοι ξέραμε πως το σχέδιό μας ήτανε καταδικασμένο να αποτύχει. Όμως το εκτελέσαμε κατά γράμμα. Κανείς δεν υποχώρησε από τον φόβο. Αυτό μπορώ να το παραδεχτώ. Όσο φόβο κι αν ένιωθαν οι συμπολίτες μου, δεν το έδειχναν. Χάνονταν όμως ένας ένας μέσα στα ουρλιαχτά, τα κλάματα και τους θρήνους. Έβλεπα τους Τούρκους να πλησιάζουν, τον θάνατο να έρχεται. Και τότε ενεργοποιήθηκε το ένστικτο της προστασίας του μικρού μου. Έκανα ελιγμούς ανάμεσα στα ξίφη και κάποια στιγμή ένιωσα μια ζεστασιά στο στήθος μου. Και έχασα τον παλμό του μικρού μου αγγέλου. Ο Θεός μας είχε εγκαταλείψει και ανακάλεσε και τους αγγέλους του. Πάγωσα. Με είχε πληγώσει και εμένα το σπαθί, αλλά ο πόνος μου ο σωματικός ήταν αμελητέος σε σχέση με τον ψυχικό. Ύστερα έπεσε και η γριά γειτόνισσα. Το αίμα πότιζε τη βρώμικη ρόμπα της. Και μετά έπεσα εγώ. Και η προσευχή μου δεν ήταν στον Θεό, μα στον θάνατο να έρθει να με πάρει μαζί με το αγγελούδι μου. Μα δεν μου έκανε τη χάρη. Και όλα σκοτείνιασαν.

 Θυμάμαι να ξυπνάω στον ήχο ενός Έλληνα. Τι ανακούφιση και αυτή! Δεν ένιωθα τίποτα. Άρχισα να βαριανασαίνω, ένιωθα τα πνευμόνια μου να τσακίζονται. Μπορούσα να μυρίσω τον θάνατο. Ένας άντρας καβαλάρης ήρθε προς το μέρος μου και φώναξε με έκπληξη και πίκρα στους άλλους να έρθουν να με σηκώσουν. Εγώ απλά παραδόθηκα στα χέρια τους, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο έκλαιγα σπαρακτικά.

 Και όταν τελειώνουν όλα, πάντα μένει κάποιος, για να αφηγηθεί την ιστορία. Μπορεί να μην πέθανα, μα πέθανε ο άγγελός μου. Πέθανε ο λαός μου, η ελπίδα, η πίστη. Κι όλα αυτά για ένα χωριό στη λιμνοθάλασσα. Άνθρωποι σαν εμένα δεν βρίσκουν ποτέ γαλήνη. Κι όταν άλλοι εξηγούν πως με έσωσε ο Θεός, πως ήταν θαύμα, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Μόνο ο Θεός μπορεί να σώσει κάποιον από τον ανήθικο Μωαμεθανό. Απλά αναρωτιέμαι γιατί βοήθησε μόνο εμένα.

 

***

 

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου