Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Τρέχοντας προς το αύριο

   <<Αλήθεια από πότε αρχίσατε να τρέχετε και τι σας ώθησε σε αυτό;>> με ρώτησε η δημοσιογράφος με ένα πλατύ γλυκό χαμόγελο. Στο άκουσμα αυτής της

ερώτησης έσκυψα αμήχανα το κεφάλι μου, κοίταξα το μικρόφωνο και ύστερα το αριστερό της χέρι , με το οποίο το κρατούσε. Ήταν ένα αδύνατο χέρι με μικρά λε-πτεπίλεπτα δάχτυλα, ενώ τον καρπό της στόλιζε ένα μικρό χρυσό ρολόι. Η ώρα ήταν μόλις πέντε και δέκα τρία πρώτα λεπτά μετά μεσημβρίαν ενώ παράλληλα αναγραφόταν η ημερομηνία 18/10/2038. Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα είχαν περάσει χρόνια.
       Με την ερώτηση αυτή ταξίδεψα πολύ καιρό πίσω στο παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα η πρώτη μου ανάμνηση ήταν από τότε που ήμουν έξι ετών, είκοσι δύο χρόνια πρωτύτερα  και έτρεχα με τους φίλους μου. Τρέχαμε, αλλά όχι ανέμελα, ούτε στα πλαίσια κάποιου παιχνιδιού, τρέχαμε για να σωθούμε από τους άγνωστους ανθρώπους που είχαν εισβάλλει στη χώρα μας και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μας διώξουν από αυτήν Στη διάθεση τους είχαν όπλα με αμέτρητες σφαίρες χωρίς να διστάσουν να τις χρησιμοποιήσουν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την δύναμη τους. Αντίθετα εμείς διαθέταμε δύο πόδια για όπλα και μια μονάκριβη καρδιά, την οποία πασχίζαμε να προστατέψουμε.
         Σπάνιοι ήταν οι έξοδοί μας από τα σπίτια, όταν όμως βρισκόμασταν έξω τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προκειμένου να φτάσουμε το συντομότερο δυνατόν στον προορισμό μας. Όταν κουραζόμασταν, σταματούσαμε ακριβώς δίπλα στους κορμούς των δέντρων όπου και ξεκουραζόμασταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα κρυμμένοι από εκείνους τους αδίστακτους ανθρώπους. Όσο όμως περνούσε ο καιρός τα δέντρα λιγόστευαν, ώσπου εξαφανίστηκαν εντελώς. Έπειτα τη θέση τους πήραν οι τοίχοι των σπιτιών, όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και τα σπίτια γκρεμίστηκαν από τις πανίσχυρες σφαίρες. Μοναδικά μας καταφύγια αποτέλεσαν τότε λιγοστά καταλύματα. Παρ’ όλα αυτά ούτε  εκείνα ήταν απρόσβλητα από τις σφαίρες που με μανία τα κατεδάφιζαν όλα.
          Όταν πλέον  όλα είχαν ερημώσει και δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από χέρσα εδάφη, ερείπια και μυριάδες κάλυκες από σφαίρες  σκορπισμένοι παντού, ήρθε για εμάς η ώρα να τρέξουμε σε άγνωστα μέρη. Ξεκινώντας το ταξίδι μας, έμαθα για πρώτη φορά τι σημαίνει η λέξη <<περπάτημα>> και πως αυτό είναι πιο ξεκούραστο από το τρέξιμο, πως τα πόδια πληγώνονται δυσκολότερα και πόσο ωραίος είναι ο ουρανός όταν ανατέλλει και όταν δύει ο ήλιος. Περπατούσαμε πολλές ημέρες ακατάπαυστα, είχα σχεδόν ξεχάσει πώς να τρέχω, δεν μπορούσα όμως να αφήσω το χέρι των γονιών μου. Το πλήθος των ανθρώπων ήταν τεράστιο και εάν επιχειρούσα κάτι τέτοιο θα χανόμουν όπως συνέβη σε πολλούς φίλους μου.
        Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες περπατώντας όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την θέα της θάλασσας. Η όψη της ήταν μαγευτική. Τα γαλαζοπράσσινα νερά της αντικατόπτριζαν με εντυπωσιακό τρόπο το βαθύ μπλε χρώμα του ουρανού καθώς και τα ελάχιστα λευκά σύννεφα που υπήρχαν, αποπνέοντας πρωτόγνωρα αισθήματα γαλήνης και ηρεμίας. Οι γονείς μου, μου εξήγησαν πως πως θα επιβιβαζόμασταν σε μια βάρκα και πως με αυτήν θα καταφέρναμε να μεταφερθούμε σε μια χώρα όπου αισθήματα όπως η γαλήνη, η ηρεμία και η ασφάλεια θα μας συνόδευαν σε ολόκληρη τη ζωή μας. Ενθουσιασμένος επιβιβάστηκα στην βάρκα, αν και ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως είναι δυνατόν μία τόσο μικρή σε μέγεθος βάρκα να αντέχει είκοσι πέντε άτομα.
      Είχαμε σχεδόν αποκοιμηθεί όλοι όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας άρχισε να βρέχει. Ξυπνώντας παρατήρησα πως δεν ήταν πια ευδιάκριτα τα αστέρια στον ουρανό και πως οι άνεμοι ήταν τόσο δυνατοί που είχαν προκαλέσει κύματα στην θάλασσα με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να αναποδογυρίσει η βάρκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι απειλούμασταν από τα σύννεφα, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως όπλα τους τις σταγόνες της βροχής και τους ισχυρούς ανέμους, όπως ακριβώς και εκείνοι οι άνθρωποι. Ενώ εμείς απροστάτευτοι πάλι και τρομαγμένοι δεν γνωρίζαμε προς πια κατεύθυνση να <<τρέξουμε>> . Πόδια μας ήταν τα νερά της ταραγμένης θάλασσας και η βάρκα μέρος του σώματός μας. Πολλές ήταν οι φορές που προσπάθησα να χαιδέψω και να τα ηρεμήσω, πάντα όμως με τραβούσαν οι γονείς μου προς τα μέσα και δεν με άφηναν.
     Παλεύαμε αρκετή ώρα ώσπου η βάρκα ξαφνικά έσπασε και βρεθήκαμε όλοι στην θάλασσα. Όσο ήμουν μέσα στο νερό δεν μπορούσα να δω ή να ακούσω τίποτα. Ήθελα να βγάλω το κεφάλι μου έξω όμως δεν πως, ήθελα να αναπνεύσω όμως δεν μπορούσα, ένιωθα πως κατέβαινα προς τον πάτο της θάλασσας ανίκανος να βοηθήσω τον εαυτό μου. Έτσι άρχισα να κουνάω τα χέρια και τα πόδια μου και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκα με το κεφάλι έξω από το νερό να  αναζητώ φωνάζοντας απελπισμένα τους γονείς μου. Το μόνο που έλαβα ως απάντηση από την μητέρα μου ήταν τα λόγια <<Τρέχα, τρέχα να σώσεις την καρδιά σου >>. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα, παρά να τηρήσω τη συμβουλή της και έτσι κινούμουν σαν να τρέχω δίχως να μπορώ να; τους δω ή να τους ακούσω ή να τους πλησιάσω. Είχα μείνει, πλέον, μόνος μου και ένιωθα ότι έτρεχα σε έναν πλατύ δρόμο δίχως να πατώνω στο έδαφος, δίχως να γνωρίζω εάν θα φτάσω στον προορισμό μου, το αύριο.
      Πέρασε αρκετή ώρα που κολυμπούσα ασταμάτητα, ένιωθα την κούραση να με καταβάλει, τα βλέφαρά μου είχαν βαρύνει υπερβολικά και τα πόδια και τα χέρια μου είχαν επιβραδύνει. Προσπάθησα αρκετά όμως τα μάτια μου έκλεισαν και το σώμα μου βυθιζόταν στην παγωμένη αγκαλιά της θάλασσας. Τότε κάποιος με τράβηξε από τα παγωμένα νερά της και με μετέφερε σε ένα στερεό επίπεδο σκεπάζοντάς με, με μια κουβέρτα. Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα, αντίκρισα στο προσκέφαλο μου μια γυναίκα ενώ ταυτόχρονα είχα την αίσθηση πως εξακολουθούσα να κινούμαι, όχι όμως με τα δικά μου πόδια. Όταν μου επιτράπηκε να σηκωθώ αντιλήφθηκα πως βρισκόμουν σε ένα πελώριο πλοίο και πως το πλήρωμά του είχε σώσει και άλλους ανθρώπους μαζί με εμένα.
       Αναζήτησα τους γονείς μου, για πολλές ώρες, σε ολόκληρο το πλοίο έχοντας κοιτάξει παντού τρείς με τέσσερεις φορές ώσπου συνειδητοποιήσαμε πως δεν επρόκειτο να τους βρω. Δεν βρίσκονταν στο πλοίο. Δεν είχαν σωθεί. Όταν αργότερα φτάσαμε στην στεριά και αποβιβαστήκαμε, άρχισα να περπατάω, εξερευνώντας τον νέο αυτό τόπο, το δικό μου νέο << αύριο >>. Καθώς, όμως, περιπλανιόμουν στους δρόμους αντίκρισα σε κοντινή απόσταση δύο παιδιά, τα οποία είχαν επίσης σωθεί το προηγούμενο βράδυ, δυστυχώς και αυτά χωρίς τους γονείς τους. Κατευθύνθηκα προς αυτούς αλλά πριν προλάβω να τους πλησιάσω, ένα φορτηγό σταμάτησε και παρά την θέληση και την αντίστασή τους τα έβαλαν δια της βίας μέσα. Τρομαγμένος ξεκίνησα να τρέχω όσο πιο μακριά μπορούσα, παρ’ όλο που ήθελα να τους σώσω, μέχρι τη στιγμή που ένας κύριος εμφανίστηκε μπροστά μου και με σταμάτησε.
      << Αλήθεια, λοιπόν, πότε αρχίσατε να τρέχετε και τι σας ώθησε προς αυτό; >> επανέλαβε η δημοσιογράφος. Έσκυψα το κεφάλι, κοίταξα το μικρόφωνο, το λεπτό της χέρι, τον καρπό της. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα τέσσερα πρώτα λεπτά μετά μεσημβρίας. Ήταν 18 Οκτωβρίου του έτους 2038. << Άρχισα να τρέχω ερασιτεχνικά από πολύ μικρή ηλικία επιδιώκοντας να σώσω την καρδιά μου και κυνηγώντας το αύριο. Με το τρέξιμο κατάφερα να είμαι ένας ασφαλής πολίτης πρωταθλητής της ζωής και πλέον και του στίβου, αποκρίθηκα χαμογελώντας ελαφρά .                  
 

                                                                                                  Κριστιάνα Κούκια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου