Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Είσαι η ζωή μου

    Ήταν μια παγερή μέρα του Ιανουαρίου αμέσως μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα με το κρύο πέπλο του. Τα παιδιά έπαιζαν με αυτό και χαίρονταν πολύ, αλλά η Νατάσα ένιωθε την παγωνιά του να διαπερνά σα λεπίδα την καρδιά της.
Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και το ήπιε μονορούφι. Άλλωστε το συνήθιζε τα τελευταία χρόνια αυτό. Έφταιγε η μητέρα της που ήταν αλκοολική; Έφταιγε ο τρόπος ζωής της και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε;
Η αλήθεια είναι πως η εικοσάχρονη Νατάσα είχε δύσκολα παιδικά χρόνια καθώς η μητέρα της της είχε φερθεί πολύ σκληρά. Η μητέρα της! Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο την πονούσε η εικόνα της μητέρας της να πίνει καθημερινά και ύστερα να ξεσπάει πάνω της. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πόσο υπέφερε καθημερινά εξαιτίας της, γιατί η Νατάσα ήταν πολύ περήφανη και πολύ εσωστρεφής για να μιλήσει για όσα της συνέβαιναν. Και τι να έλεγε; Ότι αναγκαζόταν να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού για να μπορεί να πηγαίνει σχολείο; Ότι ανεχόταν τις προσβολές της μητέρας της και επέμενε τις εκρήξεις της  για να μπορεί να εξασφαλίσει το δικαίωμα στη μόρφωση και τη δυνατότητα σε μια καλύτερη ζωή;
 Ο μόνος που ήξερε το καθημερινό της μαρτύριο ήταν ο πατέρας της. Ο κύριος Αιμίλιος ήταν έμπορος χοντρικής πώλησης, καλός επαγγελματίας και με μεγάλη φήμη στην αγορά. Ταυτόχρονα όμως ήταν εξαιρετικός πατέρας και προσπαθούσε να προσφέρει το καλύτερο στην κόρη του. Εκείνο που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν να μπορέσει η Νατάσα να σπουδάσει και να ζήσει όπως της άξιζε. Άλλωστε, η κόρη του ήταν η μεγάλη του αγάπη, αφού οι σχέσεις του με την γυναίκα του είχαν γίνει τυπικές και ζούσε μαζί της συμβατικά.
Αυτή όμως η συμβατική συμβίωση δεν μπορούσε να εμποδίσει κάποιους καβγάδες, ούτε και να αποτρέψει την πιο δύσκολη στιγμή που έζησε η Νατάσα στη ζωή της μέχρι τώρα. Ήταν ένα βράδυ που οι γονείς της καβγάδισαν άσχημα. Ο λόγος ήταν μια εξωσυζυγική σχέση της μητέρας της που εξόργισε αφάνταστα τον Αιμίλιο. Όλα μπορούσε να της τα συγχωρέσει αλλά αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί. Οι φωνές τους ακούγονταν δυνατά και ενοχλούσαν όλη τη γειτονιά. Η ένταση του καβγά τους μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, όταν μάλωσαν ακόμα και για την Νατάσα και για το δικαίωμα της στη μόρφωση.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν το μπουκάλι με το οποίο χτύπησε η μητέρα της τον πατέρα της στο κεφάλι. Η Νατάσα κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και είδε την μητέρα της να φεύγει και να επιβιβάζεται στην μοτοσικλέτα του φίλου της. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που η Νατάσα δεν πρόλαβε να την εμποδίσει. Έτσι, στράφηκε προς το σαλόνι όπου είδε τον πατέρα της πεσμένο στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος. Τον πλησίασε και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός. Δεν ειδοποίησε κανέναν. Ούτε καν την αστυνομία. Άνοιξε την πόρτα, φόρεσε το κασκόλ, το παλτό και τα γάντια της και έφυγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα. Άρχισε να περπατάει για να αφήσει πίσω τα όσα έζησε και να ξεχάσει τη φρίκη που είχε νιώσει. Περπάτησε  όλη τη νύχτα και έφτασε  στην κοντινότερη πόλη. Εκεί, με όσα χρήματα διέθετε, αγόρασε ένα εισιτήριο και επιβιβάστηκε στο τρένο που την οδήγησε εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μακριά.
Έφτασε λοιπόν, σε μια πόλη που δεν ήξερε κανέναν και κανείς δεν την ήξερε. Το άσχημο ήταν ότι δεν είχε καθόλου χρήματα μαζί της και προσπαθούσε να ξεγελάσει την πείνα που ένιωθε. Ξαφνικά μια νεαρή κοπέλα τράβηξε την προσοχή της. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και χωρίς να χάσει χρόνο την πλησίασε. Έμαθε ότι της έλεγαν Πέλη και καθώς ήταν περίπου συνομήλικες ένιωσε την ανάγκη να την εμπιστευτεί χωρίς όμως να της αναφέρει το φόνο του πατέρα της. Προτίμησε να της μιλήσει για την απώλεια του, θάβοντας μέσα της για πάντα το φόνο και όλες τις θλιβερές λεπτομέρειες που συνοδεύονταν με αυτό.
Η Πέλη την αγκάλιασε, την πήγε στο σπίτι της, τη γνώρισε με την οικογένεια της και από τότε έγιναν αχώριστες. Χάρη  στη βοήθεια των γονιών της φίλης της, η Νατάσα κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να σπουδάσει ψυχολογία, κάτι που ονειρευόταν και λαχταρούσε όλα αυτά τα χρόνια.
Όμως έπρεπε να βρει έναν τρόπο να καλύψει τα έξοδα της και έτσι άρχισε να δουλεύει σε ένα μπαρ. Το πρωί πήγαινε στο πανεπιστήμιο και το βράδυ εργαζόταν. Ένιωθε πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της και χαιρόταν γιατί είχε καταφέρει να κάνει μια καινούργια αρχή.
Κάποιο βράδυ στο μπαρ που εργαζόταν συνάντησε τον Κωνσταντίνο. Βρέθηκε μπροστά της ξαφνικά και της ζήτησε ένα ποτό. Η σοβαρότητα της προκάλεσε το ενδιαφέρον του και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τη ζωή της. Και από τότε έγιναν αχώριστοι. Εκείνος ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος της. Με μεγάλη της έκπληξη έμαθε ότι ο Κωνσταντίνος φοιτούσε στην ίδια σχολή και παράλληλα εργαζόταν τις απογευματινές ώρες.
Ο  Κωνσταντίνος έγινε ο άνθρωπος της και κοντά του η ζωή της βρήκε ένα νόημα. Έμειναν μαζί και δίπλα του ένιωθε την ασφάλεια που της είχε λείψει. Και αυτός από την πλευρά του ενθάρρυνε τις προσπάθειες της να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος και να ξεχάσει τα οδυνηρά γεγονότα του παρελθόντος.
Κάποιο βράδυ, την ώρα που η Νατάσα βρισκόταν στο μπαρ, δυο μεθυσμένοι πελάτες τής φέρθηκαν άσχημα. Οι προσβλητικές  τους κουβέντες την ενόχλησαν πολύ. Τη μια στιγμή ο ένας από αυτούς την πλησίασε απειλητικά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Φοβόταν και έτρεμε. Τότε ήρθε ξαφνικά ο Κωνσταντίνος και μπήκε στην μέση. Δεν πρόσεξε όμως το σπασμένο μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια του ο μεθυσμένος πελάτης. Απλά το ένιωσε και έπεσε στο πάτωμα βαριά τραυματισμένος. << Είσαι η ζωή μου>>, είπε στην Νατάσα λίγο πριν ξεψυχήσει.
Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος και όλα γύρω της έμοιαζαν νεκρά. Αυτό ήταν πολύ δυνατό χτύπημα και η καρδιά της δεν το άντεχε. Άρχισε να πίνει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Το ουίσκι έγινε η αχώριστη παρέα της σε μια ζωή που δεν είχε κανένα πλέον ενδιαφέρον. Άρχισε να κατρακυλά στον αλκοολισμό και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να την σταματήσει.
Τέσσερις μήνες αργότερα, κάποιες ζαλάδες την οδήγησαν στο γιατρό. Η διάγνωση ήταν απλή και συγκεκριμένη. Ήταν έγκυος! Έμεινε άφωνη. Τι θα έκανε τώρα; Πως θα τα έβγαζε πέρα; Και από την άλλη, πώς μπορούσε να αρνηθεί αυτό το δώρο που της άφησε ο Κωνσταντίνος;
Οι σκέψεις την βασάνιζαν για πολλές μέρες! Ταλαντευόταν ανάμεσα στο φόβο και την αγωνία, αλλά ένιωθε δυνατή την επιθυμία να φέρει στον κόσμο αυτό το παιδί. Τότες σκέφτηκε να ξαναμιλήσει με τον γιατρό της και να του εκθέσει την κατάσταση και τον προβληματισμό της. Κάλεσε ένα ταξί και κατευθύνθηκε προς το ιατρείο του. Θα μιλούσε μαζί του και θα έπαιρνε τις αποφάσεις της.
Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της και δεν κατάλαβε για πότε συνέβη το ατύχημα. Ένα επιβατικό αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα έπεσε με δύναμη πάνω στο ταξί. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να κρατηθεί από το μπροστινό κάθισμα.
Ο ταξιτζής τραυματίστηκε ελαφρά και την τελευταία στιγμή κατάφερε να αποφύγει τα θραύσματα που τον απειλούσαν. Γλύτωσε από το μοιραίο έχοντας ένα κάταγμα και αρκετές εκδορές. Εκείνη όμως;
Κατέβηκε από το ταξί και επιβιβάστηκε σε ένα άλλο με τον ίδιο προορισμό. Αυτή τη φορά είχε πάρει την απόφαση της. Θα κρατούσε το παιδί και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να γίνει κακή μητέρα, όπως ήταν η δικιά της. Θα κρατούσε το παιδί που ήταν η συνέχεια του Κωνσταντίνου της
Το μόνο που παρακαλούσε ήταν να είναι το μωράκι ζωντανό. Χάιδεψε την κοιλιά της και ψιθύρισε χαμογελώντας: << Είσαι η ζωή μου>>

                                                                                          Βασιλεία Μητσοπούλου
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου