Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ


         Τα κύματα έσκαγαν στα βράχια το ένα μετά το άλλο με αργό ρυθμό, στον οποίο παλλόταν και η καρδιά της. Στεκόταν εκεί στο ακρογιάλι και ατένιζε το γαλάζιο τοπίο που απλωνόταν μπροστά της. Ήθελε να κλείσει στις χούφτες της τη θάλασσα και να την κουβαλάει πάντα μαζί της. Ήθελε να ξαπλώσει πάνω σε αυτό το θαλασσί πέπλο, να την σκεπάζει ο ουρανός και να θαυμάζει τους γλάρους που πετούσαν περήφανοι κι ελεύθεροι. Ήθελε και αυτή να πετάξει μαζί τους, μα τα πόδια της έμοιαζαν να είναι δεμένα σε τσιμεντόλιθους. Όλα αυτά ήταν όνειρα που της τα είχαν ισοπεδώσει εξ απαλών ονύχων.
            Πήρε ένα βότσαλο στα χέρια της και το πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε μες στη θάλασσα. Ύστερα κοίταξε λίγο γύρω της κι έφυγε. Θα ερχόταν πάλι αύριο να πετάξει άλλο ένα βοτσαλάκι και θα έφευγε πάλι. Αυτό το έκανε κάθε μέρα. Απέκτησε αυτό το συνήθειο από μια κυρία που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Αφότου εκείνη μετακόμισε σε άλλη περιοχή στη βόρεια Ελλάδα, η μικρή άρχισε να έρχεται εδώ κάθε μέρα μετά το σχολείο της κι έφευγε λίγο πριν το γαλάζιο του ουρανού δώσει τη θέση του στο ροζ, το μοβ και το άσπρο.
            Την ιστορία και των δύο την ξέρω καλά. Μια διαφορετική ανθρώπινη σχέση, που όμοιά της τα μάτια μου δεν είχαν δει. Η σχέση ενός παιδιού κι ενός φύλακα αγγέλου.

* * * * *

            Η καρδιά της πονούσε. Η διαδρομή την είχε κουράσει. Έφτασε μακρύτερα απ’ όσο πίστευε ή απ’ όσο της έλεγαν ότι μπορούσε να φτάσει. Κατάφερε να διαψεύσει και τους γιατρούς και τους γονείς της.
            Μέχρι τα δώδεκα χρόνια της δεν έβγαινε από το σπίτι, παρά μόνο για να πάει στο σχολείο. Τη θάλασσα την έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου της, αλλά αυτό δεν της αρκούσε. Ήθελε να την βλέπει από κοντά. Το θολό τζάμι της στεκόταν εμπόδιο στην απόλαυση ενός ειδυλλιακού τοπίου. Ήθελε το θαλασσινό αγέρι να γεμίσει τα πνευμόνια της. Η κλεισούρα του σπιτιού την έπνιγε κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Μέχρι που μια μέρα άνοιξε τη μεγάλη θωρακισμένη πόρτα και βγήκε έξω από το σπίτι. Πέρασε τον πλατύ δρόμο και, μόλις πάτησε το πόδι της στο πεζοδρόμιο, κοντοστάθηκε. Κοίταξε τη θάλασσα, πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε με αργό βήμα προς αυτήν. Σταμάτησε εκεί που το κύμα ξεβράζει τον αφρό του. Όταν ο αφρός έφτασε να αγγίξει τα παπούτσια της, χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και έκανε λίγα βήματα πίσω. Μετά ξαναπλησίασε στο ίδιο σημείο και λίγο πριν την αγγίξει το κύμα έκανε πάλι πίσω. Η θάλασσα έμοιαζε να θέλει να την πιάσει κι εκείνη χόρευε στον ρυθμό της, μέχρι που κουράστηκε και κάθισε στα βοτσαλάκια.
            Τότε βγήκαν απ’ το σπίτι οι γονείς της κατατρομαγμένοι. Η μικρή τους είχε βγει χωρίς να την πάρουν είδηση. Η μητέρα της την τύλιξε με τη ζακέτα της και την μάλωσε που δεν της είπε ότι θα έβγαινε έξω. Ο πατέρας στεκόταν παραδίπλα θυμωμένος.
- Κοριτσάκι μου, γιατί έφυγες έτσι χωρίς να μας πεις τίποτα; Ανησυχήσαμε με τον μπαμπά. Αν ήθελες να βγεις έξω έπρεπε να μας το πεις.
- Αν σας το έλεγα, δεν θα με αφήνατε, αποκρίθηκε με παράπονο. Θέλω να βλέπω τη θάλασσα από κοντά. Θέλω να βγαίνω από το σπίτι πιο συχνά. Βαρέθηκα να είμαι κλεισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους.
- Έλα εδώ, μικρή, την πρόσταξε ο πατέρας της. Το βλέπεις το αλμυρίκι εκεί πέρα; Θα πηγαίνεις μέχρι εκεί και θα γυρνάς πάλι πίσω περπατώντας. Δεν θα τρέχεις κι αν κουραστείς, να κάτσεις στο παγκάκι εκεί πέρα. Εντάξει;
- Ναι, μπαμπά.
- Πάμε σπίτι, μικρή. Θα κρυώσεις.
            Ο πατέρας την πήρε στα χέρια του και κλείστηκαν πάλι πίσω απ’ τη θωρακισμένη πόρτα, που τόσο μισούσε.
            Είχε πλέον το δικαίωμα να κάνει μια μικρή βόλτα στην παραλία και την έκανε σχεδόν κάθε μέρα, πριν γυρίσουν οι γονείς της απ’ τις δουλειές τους.
            «Το να έχεις δικιά σου επιχείρηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έχεις πολλές ευθύνες και υποχρεώσεις». Αυτό της έλεγαν συνέχεια, για να δικαιολογηθούν που έλειπαν πολλές ώρες από το σπίτι και από τη ζωή της. «Και το να έχεις ένα παιδί με πρόβλημα υγείας δεν είναι εύκολη υπόθεση και έχει περισσότερες ευθύνες και περισσότερες υποχρεώσεις» ήθελε να τους αντιγυρίσει, αλλά δεν το έκανε, γιατί δεν ήθελε να τους πληγώσει. Δεν καταλάβαινε πως δεν ήθελε να πληγώσει δυο ανθρώπους, που οι ίδιοι την πλήγωναν καθημερινά με την απουσία τους. Όσο μεγάλωνε τους απέδιδε όλο και περισσότερες ευθύνες για όσα της συνέβαιναν. Δεν έπαυε, όμως, να τους αγαπάει.
            Και φτάνουμε στη μέρα που ξεπέρασε το όριο που της είχε βάλει ο πατέρας της κι έφτασε μέχρι το επόμενο και το μεθεπόμενο αλμυρίκι. Η καρδιά της πονούσε. Η διαδρομή την είχε κουράσει. Έφτασε μακρύτερα απ’ όσο πίστευε ή απ’ όσο της έλεγαν ότι μπορούσε να φτάσει. Κατάφερε να διαψεύσει και τους γιατρούς και τους γονείς της.
            Κάθισε σε ένα παγκάκι να ξαποστάσει. Τελικά, κάπου φάνηκαν χρήσιμες οι συμβουλές του μπαμπά της. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και προσπαθούσε να επαναφέρει τους παλμούς της σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Δυσκολευόταν. Έμοιαζε σαν τα πνευμόνια της να μην ήθελαν να πάρουν αέρα και σαν η καρδιά της να διαμαρτυρόταν για την κούραση που της φόρτωσε.
- Κοριτσάκι, είσαι καλά; Πού είναι οι γονείς σου;
            Δεν είχε παρατηρήσει τη γυναίκα που είχε κάτσει στο απέναντι παγκάκι και της απευθυνόταν.
- Είσαι καλά; Μήπως θες να σου φέρω λίγο νερό;
- Όχι, ευχαριστώ, κατάφερε να πει εν τέλει.
- Πού είναι οι γονείς σου;
- Δουλεύουν.
- Θες να τους πάρω τηλέφωνο να έρθουν να σε πάρουν;
- Όχι, δεν χρειάζεται.
- Είσαι σίγουρη;
- Ναι.
            Επιτέλους, ανέπνεε κανονικά και είχε κανονικό σφυγμό. Έστρεψε το βλέμμα της προς τη θάλασσα, ενώ με την άκρη του ματιού της παρατηρούσε τη γυναίκα απέναντί της. Δεν την έλεγες ούτε νέα ούτε γριά. Η προσωποποίηση της μεσογειακής γυναίκας. Ήταν λίγο γεματούλα με αμυγδαλωτά μάτια και μαλλιά καστανόμαυρα λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Μια γυναίκα που στεκόταν γερά στα πόδια της και ενέπνεε μια αύρα εμπιστοσύνης και σεβασμού σε όποιον την συναντούσε. Ένιωθε σαν να την ήξερε χρόνια ή ακόμα και αιώνες.
            Οι ηλιαχτίδες χόρευαν πάνω στα κύματα και κοσμούσαν το μεγάλο πέπλο. Οι μεσημεριανές ώρες ήταν οι πιο ηλιόλουστες και στον παραλιακό δρόμο δεν πατούσε ψυχή, γι’ αυτό προτιμούσε να περπατάει μόνο εκείνες τις ώρες τον χειμώνα.
            Τα καλοκαίρια τα μισούσε. Έβλεπε από το παράθυρό της τουρίστες και ιθαγενείς να κολυμπούν στα καταγάλανα νερά και τους ζήλευε. Εκείνη δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Το κολύμπι τής το είχαν απαγορεύσει, όπως και πολλά άλλα. Επίσης, τα καλοκαίρια οι γονείς της δούλευαν περισσότερο και την έστελναν στο χωριό τους, που ήταν πάνω στο βουνό, μακριά από την αγαπημένη της θάλασσα, για να μην την βλέπει και να μη ζηλεύει και τους θερινούς κολυμβητές που απολάμβαναν τη δροσιά της αλμύρας. Όσο έμενε εδώ, περπατούσε μόνο τα απογεύματα καθώς έδυε ο ήλιος και οι περισσότεροι έφευγαν από την παραλία, οπότε άδειαζε ο παραλιακός δρόμος από αυτοκίνητα, όμως όχι εντελώς. Υπήρχαν κάποιοι που κολυμπούσαν τα βράδια. Παρέες νέων που λάτρευαν το φεγγαρόφωτο κι έκαναν πράγματα που εκείνη δεν μπορούσε να κάνει.
- Αισθάνεσαι καλύτερα; της απευθύνθηκε πάλι, διακόπτοντας βίαια τον συνειρμό των σκέψεών της.
- Ναι, είμαι πολύ καλύτερα. Ευχαριστώ!
- Πώς σε λένε;
- Αριάδνη. Εσάς;
- Αλκμήνη.
- Πολύ ωραίο όνομα.
- Σ’ ευχαριστώ! Πού μένεις, Αριάδνη;
- Να, εκεί. Πέρα από το τρίτο αλμυρίκι. της έδειξε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει και μόνο τότε συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε απομακρυνθεί από το σπίτι της. Το αλμυρίκι, που της είχε βάλει ως όριο ο πατέρας της, φαινόταν αχνά στον ορίζοντα. Εσείς πού μένετε;
- Ακριβώς εδώ. Αυτό είναι το σπίτι μου, της απάντησε δείχνοντας το διώροφο σπίτι απέναντι. Οι κλασικοί λευκοί τοίχοι και το γαλάζιο σε πατζούρια, πόρτες και σκεπές ήταν χαρακτηριστικά στα νησιά. Τη μεγάλη αυλή κοσμούσε ένας μικρός κήπος με ροδόδεντρα. Τέτοια σπίτια είχε όλος ο παραλιακός δρόμος. Κι έτσι ήταν και το σπίτι της Αριάδνης, μόνο που δεν είχε αυλή.
            Τα σπίτια μεταξύ τους ήταν ίδια. Αυτό, όμως, είχε κάτι το ξεχωριστό. Κάτι το διαφορετικό. Να ήταν τα κόκκινα ροδόδεντρα, τα οποία δεν έβρισκες πουθενά αλλού; Να ήταν η ζεστασιά που εξέπεμπε; Ή ο άνθρωπος που κατοικούσε σε αυτό; Όχι, δεν ήταν ζεστασιά. Ήταν κάτι άλλο, το οποίο δεν το είχε νιώσει ποτέ για το δικό της σπίτι. Ήταν ασφάλεια. Σίγουρα δεν είχε ξανανιώσει κάτι τέτοιο για ένα άψυχο αντικείμενο. Αλλά το συγκεκριμένο αντικείμενο έπαιρνε ζωντάνια από τον άνθρωπο που είχε απέναντι της και του απευθυνόταν.
- Πολύ ωραίο σπίτι! παρατήρησε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της.
- Σ’ ευχαριστώ! Τι ευγενική που είσαι! Από πού έμαθες τόσο καλούς τρόπους;
            Δίστασε να απαντήσει στην ερώτηση. Δεν ήξερε από πού είχε μάθει τρόπους συμπεριφοράς. Ούτε καν είχε παρατηρήσει στον εαυτό της πως ήταν ευγενική με τους άλλους. Απ’ την δύσκολη θέση την έβγαλε η επικείμενη ερώτηση.
- Από τους γονείς σου να φανταστώ;
- Όχι, ακριβώς. Από το σχολείο. Κάποια πράγματα τα έμαθα και μόνη μου.
- Άρα είσαι αυτοδίδακτη; Αυτό είναι πολύ καλό. Από τους γονείς σου δεν έμαθες πολλά πράγματα;
- Όχι και πάρα πολλά. Πάντα δούλευαν το μαγαζάκι τους και δεν είχαν πολύ χρόνο να ασχοληθούν μαζί μου.
            Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της. Κρατήθηκε, για να μην βουρκώσει και ρεζιλευτεί στην ξένη κυρία.
- Κι έμενες μόνη σου στο σπίτι μέχρι να γυρίσουν οι γονείς σου από την δουλειά τους; ρώτησε αυτή την φορά με λίγο θαυμασμό κι έκπληξη.
- Όχι πάντα. Παλιά ήταν εδώ η γιαγιά και με φρόντιζε. Πριν από δύο χρόνια έφυγε και από τότε είμαι μόνη μου. Πήγε να μείνει με τον παππού στο χωριό, πάνω στο βουνό. Εμένα δεν μ’ αρέσει εκεί. Μ’ αρέσει εδώ δίπλα στη θάλασσα.
- Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ εδώ. Δεν μπορώ να ζήσω μακριά απ’ τη θάλασσα.
            Αυτό ήταν κάτι κοινό τους. Και οι δύο λάτρευαν τη θάλασσα σαν θεό τους. Σαν να ήταν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Η συζήτησή τους κράτησε αρκετή ώρα. Ούτε που κατάλαβαν πότε είχε βασιλέψει ο ήλιος. Οι ηλιαχτίδες πια είχαν κουραστεί απ’ τον πολύ χορό και είχαν ξαπλώσει πάνω στη θάλασσα, για να σβήσουν μαζί με τον ήλιο, που και αυτός πήγαινε να ξεκουραστεί. Βουτούσε αργά μες στη θάλασσα και παρέδιδε τη θέση του στη σελήνη, η οποία ξεπρόβαλε με τ’ άστρα της πίσω απ’ τα βουνά του νησιού.
            Σηκώθηκαν και οι δύο. Η κυρία Αλκμήνη συνόδευσε τη μικρή Αριάδνη μέχρι το πρώτο αλμυρίκι. Ήθελε να την δει που θα γυρνούσε σπίτι, για να σιγουρευτεί πως θα έφτανε σώα και αβλαβής.
- Σίγουρα δεν θες να σε πάω μέχρι το σπίτι σου;
- Ναι, σίγουρα. Μπορώ να πάω και μόνη μου. Ευχαριστώ πολύ.
- Χάρηκα που σε γνώρισα, Αριάδνη.
            Συνέχισε μόνη της και η κυρία Αλκμήνη έμεινε πίσω της να την κοιτάζει. Δεν πρόφτασε να φτάσει μέχρι το δεύτερο αλμυρίκι κι ένιωσε μια ζαλάδα σαν το στομάχι της να ήθελε να σκίσει την κοιλιά της και να βγει έξω. Η καρδιά της βάρυνε. Έκανε λίγα βήματα και ακούμπησε στο μεγάλο δέντρο. Πριν πέσει κάτω λιπόθυμη άκουσε τη γλυκιά γυναικεία φωνή, που μόλις πριν λίγο της είχε γίνει γνώριμη, να την φωνάζει με αγωνία.
            Αριάδνη. Ξύπνησε στο δωμάτιό της σκεπασμένη με την αγαπημένη της κουβέρτα. Πώς βρέθηκε εκεί; Το τελευταίο που θυμόταν ήταν να αποχαιρετά την κυρία Αλκμήνη. Έκανε να σηκωθεί, μα ένας έντονος πόνος στο στήθος την τράβηξε πάλι πίσω. Πήρε πολλές βαθιές ανάσες, μέχρι να νιώσει το σώμα της να ηρεμεί. Κοίταξε γύρω της, για να επιβεβαιωθεί πως βρισκόταν στο δωμάτιό της. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και ο λαμπτήρας πάνω στο κομοδίνο της έδινε έναν απαλό φωτισμό στο δωμάτιο. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να σηκωθεί και αυτή την φορά τα κατάφερε. Ανακάθισε για λίγο, φόρεσε τις παντόφλες της και στάθηκε στα πόδια της. Ξανά αυτή η ενοχλητική ζαλάδα. Όχι. Αυτή τη φορά δεν θα την άφηνε να την ρίξει κάτω. Προχώρησε, βγήκε απ’ το δωμάτιο και λίγο πριν μπει στην κουζίνα, άκουσε τους γονείς της να τσακώνονται.
- Τι θα γίνει πια με αυτό το παιδί; Την έχεις κακομάθει.
- Δεν ήμουν εγώ αυτή που της επέτρεψε να γυρνάει στην παραλία ό, τι ώρα θέλει.
- Το να την έχουμε φυλακισμένη εδώ μέσα δεν είναι λύση.
- Ούτε το να της δίνουμε τόσες ελευθερίες είναι.
- Ωραία και τι προτείνεις εσύ που τα ξέρεις όλα;
- Καλύτερα να πάει στο χωριό, στη μητέρα μου. Της έχει αδυναμία και τώρα που έχει φύγει της λείπει πάρα πολύ. Άσε που η μάνα μου δεν πρόκειται να αρνηθεί. Η ίδια μου είχε προτείνει να την πάρει μαζί της, τότε που μετακόμιζε.
- Η μικρή δεν θα θέλει. Της αρέσει εδώ.
- Δεν της κάνει καλό να είναι εδώ. Βλέπει τους τουρίστες να κολυμπάνε και τους ζηλεύει. Και να σου θυμίσω ότι εμείς λείπουμε όλη μέρα από το σπίτι και τώρα που πλησιάζει το καλοκαίρι, θα δουλεύουμε ακόμα περισσότερο.
- Εσύ ήθελες να δουλέψεις. Εγώ μια χαρά θα τα κατάφερνα και μόνος μου.
- Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια. Σε έχω βαρεθεί πια!
- Αντί να κάτσεις σπίτι σου να μεγαλώσεις το παιδί μας, έρχεσαι και κάθεσαι στο μαγαζί όλη μέρα και δεν κάνεις και τίποτα. Τρομάρα σου, που θες να γίνεις και καταστηματάρχης!
- Εγώ δεν κάνω τίποτα; Ποιος κανονίζει τις παραγγελίες και διαπραγματεύεται με τους εμπόρους;
- Ανεύθυνη! Που θες λέγεσαι και μάνα... Αυτά μπορώ να τα κάνω και μόνος μου. Δεν σε χρειάζομαι.
- Δεν σε αντέχω άλλο! Τέρμα. Το παιδί θα πάει στη γιαγιά του. Αφού εγώ δεν είμαι ικανή να το μεγαλώσω, ας το μεγαλώσει κάποια που ξέρει.
- Όχι. Καλύτερα να τελειώσει πρώτα και αυτή η σχολική χρονιά και μετά βλέπουμε.
            Έμεινε εμβρόντητη να τους κοιτάζει. Είχαν πάρει μια απόφαση για εκείνη χωρίς εκείνη. Και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την ρωτήσει αν αυτό το ήθελε. Κανείς δεν την ρώτησε πώς αισθάνθηκε που οι γονείς τσακώνονταν για εκείνη. Μπορεί να είχε παράπονα από τους γονείς της και από την ως τώρα ζωή της, αλλά είχε συνηθίσει σε αυτόν τον τρόπο ζωής με τους γονείς της παρόντες αλλά και απόντες. Δεν της άρεσε να ζει έτσι, αλλά είχε μάθει και δεν ήθελε να φύγει από εκεί. Είχε δεθεί τόσο πολύ με την αγαπημένη της θάλασσα και υπήρχαν και κάποια ερωτήματα που την απασχολούσαν από την ώρα που ξύπνησε. Πώς βρέθηκε από την παραλία στο σπίτι της; Ποια ήταν η κυρία Αλκμήνη; Ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο ή κάποιο δημιούργημα της φαντασίας της και της ανάγκης της να μιλήσει με κάποιον;
            Την επόμενη μέρα ακολούθησε πάλι την ίδια διαδρομή. Κοιτούσε ένα προς ένα τα σπίτια και μετρούσε τα δέντρα. Μετά από λίγη ώρα περπατήματος και αναζήτησης βρήκε το διώροφο σπίτι με τα ροδόδεντρα. Στάθηκε απέναντί του και το παρατήρησε καλύτερα. Αυτό ήταν. Το ίδιο σπίτι με χτες. Κάθισε στο παγκάκι και χάζεψε το τοπίο. Ήταν σίγουρη πως η μεσογειακή γυναίκα θα φαινόταν αργά ή γρήγορα. Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά για τη μικρή. Ο ήλιος όλο και κατέβαινε προς τη θάλασσα. Η παράσταση, όμως, δεν είχε τελειώσει. Οι ηλιαχτίδες χόρευαν ακούραστες και λαμπερές πάνω στα λιγοστά κύματα. Σηκώθηκε και πήγε προς τη θάλασσα. Δεν πήγε να παίξει το αγαπημένο της παιχνίδι και να χορέψει και αυτή με το κύμα. Στάθηκε εκεί λίγο πιο έξω απ’ τη θάλασσα και τη θαύμασε. Είχε αρχίσει να πείθεται πως αυτή που περίμενε ήταν μια νεφέλη. Αμέσως θυμήθηκε τις προθέσεις των γονιών της και τον χθεσινό καβγά τους. Την πήρε το παράπονο και άρχισε να κλαίει.
- Γιατί κλαίει το όμορφο κοριτσάκι; Ποιος το μάλωσε;
            Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Πίστευε πως πάλι ονειρευόταν. Πίστευε πως η νεφέλη είχε έρθει να της πει όσα ήθελε να ακούσει και θα εξαφανιζόταν πάλι με τη δύση του ήλιου.
- Φύγετε! Δεν σας θέλω. Είστε μια σκιά. Δεν υπάρχετε.
- Δεν υπάρχω; Τότε πώς είμαι εδώ και σου μιλάω;
-Μου μιλάτε και μου λέτε αυτά που θέλω. Αυτό κάνουν οι σκιές.
- Ώστε έτσι. Οι σκιές μπορούν να αγγίξουν;
- Εμμ… υποθέτω πως όχι.
            Την πήρε στην αγκαλιά της, την κοίταξε τρυφερά και της χαμογέλασε.
- Τότε εγώ πώς σε αγγίζω, βρε χαζούλικο;
            Ένα βάρος έφυγε από τη συνείδηση της Αριάδνης. Η κυρία Αλκμήνη ήταν αληθινή και όχι πλάσμα του φανταστικού κόσμου της.
- Πες μου. Ποιος σε πείραξε και μου είσαι στεναχωρημένη;
- Κανείς, απάντησε μονολεκτικά, για να την αποφύγει.
- Τότε γιατί κλαις;
- Δεν σας λέω.
            Ήθελε να της πει. Και μάλιστα πάρα πολύ. Γι’ αυτό είχε φτάσει ως εδώ. Ήθελε να μοιραστεί αυτά που ένιωθε με κάποιον και θεωρούσε αυτόν τον άνθρωπο τον πλέον κατάλληλο, για να του μιλήσει. Δεν είχε και κανέναν άλλον. Τη φίλη της, τη Μυρτώ, την έβλεπε μόνο στο σχολείο και δεν ήθελε να της λέει τα οικογενειακά της. Σε κανέναν δεν ήθελε να πει τίποτα. Ούτε τώρα θα έλεγε. Θα το κρατούσε μέσα της. Έπρεπε να βρει άλλον τρόπο. Έπρεπε να μάθει να λύνει τα προβλήματά της μόνη της και να μην βασίζεται στους άλλους.
- Για να μαντέψω. Προβλήματα στο σχολείο;
- Όχι.
- Στο σπίτι;
- Μην επιμένετε. Δεν θα σας πω.
- Καλά τότε. Μην μου πεις. Δεν θα σε πιέσω άλλο. Καλό είναι, όμως, τα προβλήματά σου να μην τα κρατάς μέσα σου. Όταν νιώθεις ότι κάτι σε βαραίνει, να πετάς βοτσαλάκια θεωρώντας πως πετάς αυτό το βάρος που κουβαλάς μέσα σου. Να πετάς το βότσαλο όσο πιο μακριά μπορείς, για να φεύγουν μακριά και τα προβλήματά σου. Τι λες; Πάμε να το δοκιμάσουμε;
            Πήραν και οι δύο από ένα βότσαλο και το πέταξαν όσο πιο μακριά μπορούσαν μες στη θάλασσα. Η Αριάδνη το βρήκε σαν παιχνίδι και το ξαναέκανε πολλές φορές. Την ακολούθησε σε αυτό το παιχνίδι και η κυρία Αλκμήνη. Το γέλιο τους γέμισε την παραλία. Το διασκέδαζαν. Στο τέλος, κουράστηκαν και οι δύο και κάθισαν στο παγκάκι.
- Πώς σου φάνηκε; Δεν είναι αρκετά εκτονωτικό;
- Πολύ έξυπνο. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
- Να που έμαθες και κάτι καινούργιο σήμερα.
            Το βλέμμα του κοριτσιού έπεσε στα λεπτά πόδια του, που κινούνταν ταυτόχρονα μπρος και πίσω. Έβαλε σε τάξη τις σκέψεις της και άρχισε να τις εκφράζει μία προς μία με τη σειρά που της είχε βάλει.
-Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου.
            Η κυρία Αλκμήνη αναφώνησε. Την αγκάλιασε, την φίλησε σταυρωτά και της ευχήθηκε.
- Χρόνια σου πολλά, κοριτσάκι μου! Μα γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα; την ρώτησε και κάθισε δίπλα της.
- Δεν ήθελα να το πω σε κανέναν. Αφού το ξέχασαν οι γονείς μου και θα αργήσουν και σήμερα να γυρίσουν από το μαγαζάκι τους, δεν χρειάζεται να το ξέρουν οι άλλοι.
- Μην γίνεσαι υπερβολική. Είμαι σίγουρη πως δεν το έχουν ξεχάσει.
- Μου το είπαν εχτές. Το είχαν ξεχάσει και τους το υπενθύμισα. Θα αργήσουν πολύ να γυρίσουν σήμερα. Πλησιάζει το καλοκαίρι και ανοίγουν οι δουλειές τους.
- Λογικό. Έρχονται οι τουρίστες. Δες το από την άλλη πλευρά. Αν δεν δούλευαν οι γονείς σου, δεν θα μπορούσαν να σου παρέχουν τα απαραίτητα.
- Εκείνοι μου είναι απαραίτητοι, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Θέλουν να με διώξουν. Να με στείλουν στο χωριό, στη γιαγιά.
- Και δεν θες να πας; Νόμιζα πως είχες αδυναμία στη γιαγιά σου, αφού σε φρόντιζε.
- Ναι, αλλά μ’ αρέσει εδώ. Δεν θέλω να φύγω.
- Όλοι κάποιες φορές στη ζωή μας χρειάζεται να κάνουμε κάποιες αλλαγές, μικρές ή μεγάλες, αλλά χρειάζεται. Από αυτές ανακαλύπτεις όλο και περισσότερο τον εαυτό σου, μαθαίνεις καινούργια πράγματα και γνωρίζεις νέους ανθρώπους. Κι εγώ κάποια στιγμή θα χρειαστεί να αλλάξω περιοχή.
- Θα φύγετε; Πού θα πάτε;
- Μην ανησυχείς. Αργεί ακόμα να έρθει αυτή η ώρα. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα είμαι εδώ και θα μου άρεσε να έρχεσαι να με βλέπεις πού και πού και να κολυμπάμε μαζί.
- Εγώ δεν κολυμπάω. Δεν μπορώ.
- Γιατί; Δεν ξέρεις κολύμπι;
- Ξέρω, αλλά οι γιατροί δεν μ’ αφήνουν να κολυμπάω ούτε να τρέχω ούτε να κάνω πολλά πράγματα.
- Εντάξει. Τουλάχιστον θα έρχεσαι για μια δροσερή λεμονάδα;
- Θα έρχομαι, της χαμογέλασε γλυκά.
            Κάθισαν για λίγο αμίλητες. Οι γλάροι έσπαγαν τη σιωπή του απομεσήμερου. Και πάλι το παράπονο της μικρής ήρθε να φορτίσει λίγο ακόμα την ατμόσφαιρα.
- Δεν με αγαπάνε οι γονείς μου; Γι’ αυτό με διώχνουν;
- Δεν σε διώχνουν, κοριτσάκι μου. Κάποιο λόγο θα έχουν που σε στέλνουν στη γιαγιά σου.
- Τους άκουσα να μαλώνουν. Τσακωνόντουσαν για μένα. Δεν μ’ αρέσει να τσακώνονται εξαιτίας μου. Ίσως αν φύγω, να τους απαλλάξω από τη φορτική παρουσία μου.
- Μην λες ανοησίες! Όλοι οι μεγάλοι τσακώνονται πού και πού. Αλλά μην ξεχνάς πως οι μεγάλοι είναι και ξεχασιάρηδες. Το βράδυ τσακώνονται και το πρωί πίνουν παρέα το καφεδάκι τους. Τα παιδιά να ξέρεις πως δεν φταίνε ποτέ για ό,τι κάνουν οι μεγάλοι. Οι μεγάλοι πρέπει να μάθουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.
- Μήπως δεν μ’ αγαπάνε;
- Γιατί το λες αυτό;
- Επειδή ποτέ δεν είναι δίπλα μου. Πάντα είναι κάποιος άλλος στη θέση τους. Πρώτα ήταν η γιαγιά και τώρα εσείς.
- Ξέρεις… Κι εγώ έχω μια κόρη. Όταν ήταν μικρή, δεν μπορούσα να είμαι πάρα πολύ συχνά κοντά της. Δούλευα και κάποιες ώρες έλειπα από το σπίτι. Κι όποτε ήμουν σπίτι, δεν περνούσα αρκετό χρόνο μαζί της. Έπρεπε να συγυρίσω σαν καλή νοικοκυρά και να ετοιμαστώ για την επόμενη μέρα. Όσο ελεύθερο χρόνο είχα της τον αφιέρωνα. Και αυτός ο χρόνος δεν ήταν λίγος. Εκείνη δεν το εκτίμησε ποτέ και σαν μεγάλωσε, έφυγε μακριά μου. Μιλάμε μόνο μια φορά την εβδομάδα και είναι ζήτημα αν θα την δω δυο φορές τον χρόνο.
- Λυπάμαι. Δεν το ήξερα.
- Πρέπει, Αριάδνη μου, και το πιο μικρό πράγμα που σου δίνεται να το εκτιμάς και να ευχαριστείς τον Θεό που το έχεις. Έστω και αυτό το λίγο, που σου δίνουν οι γονείς σου, προσπάθησε να το εκτιμήσεις και θα δεις πως πολλά πράγματα θα γίνουν διαφορετικά απ’ ό,τι τα περίμενες. Εντάξει, κοριτσάκι μου;
- Θα προσπαθήσω. Το υπόσχομαι.
            Η Αριάδνη σηκώθηκε και προχώρησε με αργά βήματα προς τη θάλασσα. Την κοιτούσε με λαχτάρα και το παράπονο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
- Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να κολυμπήσω.
            Σηκώθηκε και η κυρία Αλκμήνη και την πλησίασε.
- Γιατί δεν σε αφήνουν να κολυμπήσεις;
            Αντί για απάντηση από το στόμα του μικρού κοριτσιού βγήκε μια πνοή κι ένα επιφώνημα πόνου και αμέσως έπεσε στα χέρια της ανυποψίαστης συνομιλήτριάς της. Εκείνη προσπάθησε να την συνεφέρει, όμως η μικρή δεν ανέπνεε. Την σήκωσε στα χέρια της και την πήγε απευθείας στο νοσοκομείο.
            Αριάδνη. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα, η οποία έβγαλε έναν ήχο σαν βογκητό. Μέσα στις τόσες βαθιές και ηχηρές εισπνοές που έπαιρνε απεγνωσμένα για οξυγόνο, πρόφερε ψιθυριστά το όνομά της.
- Κυρία Αλκμήνη.
            Η καρδιά της ηρεμούσε όλο και περισσότερο σε κάθε συλλαβή. Η παρουσία αυτής της γυναίκας στο πλάι της τής εξασφάλιζε ψυχική ηρεμία. Η απουσία της τής δημιουργούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας. Της είχε γίνει απαραίτητη. Την χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλον.
            Άρχισε να την ζητά, αλλά η φωνή της ίσα που έβγαινε. Η νοσοκόμα, που έφτιαχνε το οξυγόνο δίπλα της, την είδε που ανοιγόκλεινε τα μάτια της και το στόμα της και ευθύς φώναξε τον γιατρό.
            Αυτός ο άνθρωπος της ήταν τόσο μισητός. Όχι γιατί δεν της είχε φερθεί καλά, αλλά επειδή της είχε απαγορεύσει να εκθέτει τον εαυτό της σε έντονη σωματική άσκηση. Επομένως, της είχε απαγορεύσει και τη γυμναστική στο σχολείο και το κολύμπι τα καλοκαίρια και το περπάτημα και όλα. Εκείνος της φερόταν πάντα πολύ θερμά και με οικειότητα. Πάντα, όποτε πήγαινε να κάνει τις καθιερωμένες εξετάσεις, την υποδεχόταν με πλατύ χαμόγελο και γλυκόλογα σαν να ήταν ο μπαμπάς της. Και τώρα μπήκε μες το δωμάτιο με το ίδιο θερμό και πλατύ χαμόγελο.
- Ξύπνησες, μικρή; Πώς αισθάνεσαι;
- Καλά, μπόρεσε να ψελλίσει.
- Για να δούμε την καρδιά σου.
            Ακροάστηκε την καρδιά της, όπως κάθε φορά. Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή και κοιτούσε το ταβάνι. Δεν υπήρχε κάτι στο κατάλευκο ταβάνι που να της τραβούσε την προσοχή. Προσπαθούσε σε αυτό να ζωγραφίσει τη μορφή της. Ήθελε να πιστεύει πως την είχε δίπλα της. Πως της κρατούσε το χέρι και της μιλούσε τρυφερά. Σίγουρα θα την μάλωνε που δεν άκουγε τον γιατρό της. Σε αυτό, όμως, προηγούνταν ο ίδιος ο γιατρός.
- Άλλη φορά θα ακολουθείς πιο πιστά τις συμβουλές μου, μικρή. Αυτή τη φορά σε προλάβαμε στο παρά πέντε. Ευτυχώς που ήταν εκεί αυτή η γυναίκα και σε έφερε έγκαιρα εδώ. Να την ευχαριστήσεις που σ’ έσωσε. Και, απ’ όσα μου είπαν οι γονείς σου, δεν είναι η πρώτη φορά που σε σώζει. Έτσι;
            Απέφυγε την ερώτησή του στρέφοντας το βλέμμα της αλλού.
- Καλά. Φαίνεται πως έχεις έναν φύλακα άγγελο. Άλλη φορά να προσέχεις. Αφού σ’ αρέσει τόσο πολύ το περπάτημα στον παραλιακό δρόμο, δεν θα σου το στερήσω. Να κάνεις αυτή τη διαδρομή όποτε θέλεις, αρκεί να σταματάς σε κάθε παγκάκι και να ξεκουράζεσαι. Θες να σου φέρω τους γονείς σου;
- Πού είναι εκείνη; Εκείνη που με έφερε; ρώτησε ανήσυχη.
- Έξω είναι. Δεν θες τους γονείς σου;
- Θέλω εκείνην, είπε αργά και σταθερά.
            Ο γιατρός βγήκε από το αποπνικτικά λευκό δωμάτιο, στο οποίο την είχαν, και μετά από λίγα μόλις λεπτά μπήκε η κυρία Αλκμήνη κρατώντας ένα μπουκέτο με ρόδα στα χέρια της. Απόθεσε το μπουκέτο στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι και κάθισε πλάι της.
- Αριάδνη μου, πώς είσαι; Πώς αισθάνεσαι;
- Καλύτερα τώρα που είστε εδώ.
            Έμοιαζε σαν να αναστήθηκε με το που είδε τον φύλακα άγγελό της. Κάθε φορά που χρειαζόταν κάτι ή που της συνέβαινε κάτι, αυτή η γυναίκα βρισκόταν εκεί. Ήταν πολλές οι φορές που την χρειάστηκε και που την βρήκε δίπλα της. Αυτή ήταν μία από τις πολλές. Μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι μεσολάβησαν κι άλλα πολλά, αλλά αυτά είναι τα πιο σημαντικά λόγια που ειπώθηκαν μεταξύ τους και οι πιο σημαντικές στιγμές που τις έδεσαν κι έκαναν τη μικρή να πιστεύει πως είχε δίπλα της έναν αληθινό φύλακα άγγελο.
- Γιατί δεν μου είχες πει τίποτα για το πρόβλημά σου;
- Γιατί δεν θέλω ούτε εγώ να το ξέρω.
- Κοριτσάκι μου, δεν παίζουμε με αυτά τα πράγματα. Δεν είναι κάτι ασήμαντο που πρέπει να το αγνοήσεις. Αντιθέτως, πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ. Δεν είναι κακό να έχεις μια πάθηση και πρέπει να το λες στους ανθρώπους που σε περιβάλλουν, τουλάχιστον στους πιο κοντινούς, για να ξέρουν πως θα σου συμπεριφερθούν και τι να κάνουν αν σου συμβεί κάτι. Εγώ, για παράδειγμα, δεν ήξερα ότι έπρεπε να σου παρέχω τις πρώτες βοήθειες και σε έφερα κατευθείαν εδώ.
- Σας ευχαριστώ γι’ αυτό! Θα το θυμάμαι.
- Μην το ξαναπείς αυτό. Έπρεπε κάπως να σε βοηθήσω. Τι νόμιζες; Ότι θα σε άφηνα εκεί;
- Μην με αφήσετε ποτέ. Σας χρειάζομαι.
- Δεν θα σε αφήσω, κοριτσάκι μου. Κι αν κάποια στιγμή φύγω, θα γυρίσω για σένα. Θα έρθω να σε ξαναβρώ.
- Θα σας περιμένω. Και αν δεν γυρίσετε, θα έρθω εγώ να σας βρω.

* * * * *

            Το καλοκαίρι ήρθε γρήγορα. Η μικρή περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα της στην αυλή της κυρίας Αλκμήνης. Συζητούσαν για όλα τα θέματα και απολάμβανε η μία την παρέα της άλλης. Παρά τη διαφορά ηλικίας τους, επικοινωνούσαν με πολλή άνεση σε ένα λεξιλόγιο ανάμεσα στο νεανικό, που ήταν οικείο στην έφηβη κοπέλα πλέον, και στο πιο πλούσιο της σαραντάρας δασκάλας.
            Ένα απόγευμα που γύρισε σπίτι της, οι γονείς της την αιφνιδίασαν παίρνοντας την απόφαση να φύγουν αμέσως για το χωριό και να μείνουν εκεί για λίγο καιρό. Είχαν ήδη ετοιμάσει τις αποσκευές τους και τις φόρτωναν στο αυτοκίνητο. Δεν την άφησαν να ειδοποιήσει την αγαπημένη της για την αποχώρησή της κι εκείνη την περίμενε την επόμενη μέρα στην αυλή της.
            Οι μέρες περνούσαν και η μικρούλα της δεν φάνηκε. Κάνοντας μια βόλτα στον παραλιακό δρόμο έμαθε από τον γείτονά τους πως είχαν πάει στο χωριό τους και υπέθεσε πως είχαν πάει μόνιμα εκεί. Δεν υπήρχε τίποτα να την κρατάει στο νησί. Υπήρχε, όμως, μια θέση σ ένα σχολείο της βόρειας Ελλάδας που την περίμενε. Μετακόμισε νωρίτερα και το διώροφο σπίτι ερημώθηκε και τα ροδόδεντρα μαράθηκαν.
            Έπειτα από έναν μήνα, η Αριάδνη ξαναβρέθηκε κοντά στην αγαπημένη της θάλασσα. Έσπευσε να βρει την αγαπημένη της, μα, αντί γι’ αυτή, βρήκε μόνο έναν μαραμένο κήπο. Κάθισε στο παγκάκι τους και την περίμενε όλη μέρα. Πήγε ξανά την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, αλλά τίποτα. Η αγαπημένη της μορφή δεν έλεγε να φανεί. Και της είχαν λείψει τόσο οι δροσερές λεμονάδες της.
            Κάποια μέρα έμαθε από τους γείτονες για τη γρήγορη μετακόμιση της κυρίας Αλκμήνης. Όμως, δεν σταμάτησε να έρχεται εδώ κάθε μέρα. Και κάθε μέρα που ερχόταν, από τότε που το έμαθε, πέταγε κι ένα βοτσαλάκι στη θάλασσα.
            Η φίλη της, η Μυρτώ, της έλεγε πως έπρεπε να την ξεχάσει. Της έλεγε πως ήταν απλά μια καλή κυρία, που την είχε βοηθήσει πολύ, για να διώξει τις τύψεις που ένιωθε που δεν στάθηκε σωστά στην κόρη της. «Άγγελοι δεν υπάρχουν» υποστήριζε.
            Η Αριάδνη δεν την πίστευε. Άγγελοι υπήρχαν. Πάντα σε κάθε της δυσκολία είχε δίπλα της ένα φύλακα άγγελο, που της έδινε δύναμη και κουράγιο. Η κυρία Αλκμήνη ήταν άλλος ένας τέτοιος άγγελος. Θα την περίμενε να γυρίσει, ειδάλλως θα πήγαινε να την βρει κάποια μέρα.
            Ο ήλιος έδυε αργά. Οι ηλιαχτίδες έκαναν την τελευταία τους πιρουέτα και ξάπλωναν πάνω στην ησυχασμένη πλέον θάλασσα. Οι γλάροι είχαν φύγει από νωρίς και οι αγέρηδες είχαν σταματήσει να πνέουν. Το ειδυλλιακό τοπίο αγαλλίασε την ψυχή της. Πολύ θα ήθελε τα ίδια κάλλη της φύσης να τα έβλεπε και η αγαπημένη της. Πήρε ένα βοτσαλάκι στα χέρια της και άρχισε να το περιεργάζεται. Και να που ακούστηκε η πολυπόθητη οικεία φωνή, λίγο πριν το πετάξει στη θάλασσα. «Οι υποσχέσεις είναι για να τις τηρούμε» της είχε πει κάποτε η ίδια φωνή που τώρα την καλούσε.
- Αριάδνη!
- Κυρία Αλκμήνη;
                                                                                    Ελπίδα

            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου