Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

                                                                                                      
    Θυμάμαι μια μέρα που η κόρη μου με είχε ρωτήσει "Μαμά, τι είναι ζωή;" , την ώρα που περιποιούμουν τον κήπο μου. Γύρισα απότομα και την κοίταξα απορημένη. Ίσως να έψαχνα την απάντηση στα μάτια της. Ίσως πάλι να είχα φοβηθεί ότι δεν αισθανόταν καλά. Καθόταν ήσυχη στην καρέκλα της και με παρατηρούσε πώς έκοβα κάποια ξερά κλαδιά από τις τριανταφυλλιές μου. Το φωτεινό χαμόγελο της, η φλόγα που αναβόσβηνε στα μάτια της και αυτή η επιθυμία της να τα μάθει όλα, την έκαναν να φαίνεται τόσο ζωντανή. Όλα τ' άλλα απλά μου υπενθύμισαν την σκληρή πραγματικότητα.
   Επανέλαβα σιωπηλά την ερώτηση της στον εαυτό μου. Τι είναι ζωή; Τι να έλεγα στην κόρη μου για την ζωή; Να της έλεγα για "Το παράπονο" του Ελύτη ή για την πνευματική διαθήκη του Μάρκες; Τι θα καταλάβαινε από όσα θα της έλεγα; Και από όσα θα της έλεγα, πόσα θα της δινόταν η ευκαιρία να τα κάνει πράξη; Την κοίταξα άλλη μια φορά πριν της απαντήσω, για να πάρω δύναμη από τη δύναμή της. Αυτήν την δύναμή της πόσο την ζήλευα. Ήξερα πως την αντλούσε από την πίστη της σε έναν μεγάλο Θεό και προσευχόταν σε αυτόν να της δίνει δύναμη και έναν φύλακα-άγγελο να την προστατεύει. Εγώ είχα πια χάσει την πίστη μου στο Θεό, στα θαύματα, στα πνεύματα και στους αγγέλους.
   «Ζωή είναι... Το να ζεις ερωτευμένος με τον έρωτα, όπως θα ήθελε να είχε κάνει ένας κολομβιανός συγγραφέας. Στη ζωή πρέπει να μάθεις να απολαμβάνεις την ομορφιά της φύσης. Να απολαμβάνεις την κάθε σου μέρα, την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό, την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία σου στιγμή πάνω στην Γη, σε αυτόν τον κόσμο τον τόσο υποκριτή και ψεύτικο που καταστρέφει καθετί ωραίο. Ζωή είναι η προσπάθεια που καταβάλλεις κάθε μέρα σε ό, τι αγαπάς. Είναι η διεκδίκηση της ελευθερίας σου. Να αναζητάς την ομορφιά στα χαμόγελα των ανθρώπων, όπως έλεγε ο δικός μας Ελύτης. Όσο υποκριτές και καχύποπτοι κι αν είναι έχουν μέσα τους καλά θαμμένο ένα αθώο παιδικό χαμόγελο. Ζωή είναι να χαμογελάς σε κάθε δυσκολία. Όταν πέφτεις, πρέπει να βρεις την δύναμη να ξανασηκωθείς. Να θυμάσαι να δίνεις σημασία σε πράγματα που οι άλλοι θεωρούν μικρά και ασήμαντα.
   «Αυτό εκεί το τριαντάφυλλο είναι το αγαπημένο μου. Μέσα σε όλα τα τριαντάφυλλα εγώ ξεχωρίζω αυτό. Θέλω να στο χαρίσω». Κοίταξε με θαυμασμό το αγαπημένο μου κόκκινο τριαντάφυλλο, χάιδεψε τα πέταλα του και γέμισε τα πνευμόνια της με το παθιασμένο άρωμα του. Ύστερα μου χαμογέλασε γλυκά και μου είπε: «Όσο είμαι εδώ θα το προσέχω και θα το φροντίζω και θα το αγαπάω, αλλά αν φύγω θα μου το προσέχεις εσύ εδώ στη γη κι εγώ θα προσέχω εσένα από τον ουρανό».
   Είχα ξεχάσει ότι το κοριτσάκι μου καταλάβαινε πιο πολλά από όσα θα ήθελα να καταλαβαίνει. Ήξερε, αλλά η γνώση των γεγονότων που θα ακολουθούσαν δεν την τρόμαζε. Είχε την ωριμότητα και τη δύναμη να τα αντέξει και να τα υποστεί όλα σε σχέση με εμένα που, αν και ενήλικας, λύγιζα στην πρώτη μεγάλη δυσκολία που θα συναντούσα. Ήθελα να της αντιμιλήσω, να της πω πως τίποτα κακό δεν θα της συνέβαινε, πως θα την κρατούσα στην αγκαλιά μου για πάντα. Εκείνη, όμως, ήξερε καλύτερα από εμένα πως το 'Για πάντα' είναι πολύς καιρός και πως τίποτα δεν μπορεί να αντέξει τόσο καιρό στο πέρασμα του χρόνου. Ποτέ δεν μου έλεγε «μαμά θα σ' αγαπώ για πάντα!». Μου έλεγε «μανούλα, θα σ' αγαπώ όσο θα είμαι στην γη και όταν πάω στον ουρανό θα σε αγαπώ ακόμα περισσότερο και θα σε προσέχω». Το κοριτσάκι μου όλα τα ήξερε και όλα ήθελε να τα μαθαίνει.
    Μύρισε το τριαντάφυλλο ξανά και ακούμπησε απαλά τα αγκάθια του. Με κοίταξε πάλι με τα μεγάλα μάτια της τα τόσο μαυρισμένα και θολά.
   «Μαμά, αφού η ζωή είναι όλα αυτά τα ωραία πράγματα που είπες, τότε γιατί είναι γεμάτη προβλήματα;». Της χαμογέλασα. Ήθελα να χαϊδέψω το κεφαλάκι της που τόσα είχε μέσα, μα φοβήθηκα να θυμηθώ. Κάποτε το κεφαλάκι αυτό το στόλιζαν ξανθιές μπούκλες. Τώρα πια δεν υπάρχουν. Ήθελα να της δώσω μια απάντηση πιο απλή που θα μπορούσε να την καταλάβει.
   «Θα σου φέρω ένα παράδειγμα από το σχολείο σου. Θυμάσαι τι κάνατε στα μαθηματικά;»
   «Ναι, θυμάμαι. Λύναμε προβλήματα.»
   «Άρα τα μαθηματικά είναι για να μας λύνουν κάποια προβλήματα που έχουν να κάνουν με αριθμούς. Συμφωνείς;», κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη κατάφασης.
«Ας το δούμε ανάποδα. Αν δεν υπήρχαν προβλήματα, θα υπήρχαν τα μαθηματικά;», με κοίταξε με μάτια έκπληκτα. Σαν αρχαιολόγος που ανακάλυψε έναν πολύ σημαντικό τάφο σε μια περιοχή που δεν υπήρχε πιθανότητα να βρεις κάτι. «Αν δεν υπήρχαν προβλήματα στις ζωές των ανθρώπων, θα υπήρχαν άνθρωποι;»
   «Υποθέτω πως όχι. Αλλιώς θα πέθαιναν όλοι από βαρεμάρα.», χαμογέλασε παιχνιδιάρικα σαν να είχε κάνει κάποια σκανδαλιά και περίμενε να δει την αντίδραση μου. Της χαμογέλασα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο. «Άρα, μαμά, οι άνθρωποι υπάρχουν για να λύνουν προβλήματα;»
   «Όχι μόνο να τα λύνουν αλλά και να μαθαίνουν από αυτά. Εάν από ένα πρόβλημα    που έχεις δεις ότι δεν έχεις μάθει τίποτα, να είσαι σίγουρη πως δεν το έχεις λύσει.»
   Ήθελα να της πω κι άλλα πολλά. Να της πω και για την αχαριστία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι αχάριστοι. Όταν έχουν ένα πρόβλημα κλαίγονται μόνοι τους και μόνο τότε προσεύχονται και ζητούν απ' τον Θεό να τους βοηθήσει. Και μόλις το πρόβλημα λυθεί, λένε «μόνος μου τα κατάφερα» και απαξιούν να πουν «Ευχαριστώ, Θεέ μου». Και ύστερα πάλι τους προκύπτει άλλο ‘σοβαρό’ πρόβλημα με κάποιον και αρχίζουν να κλαίγονται. Και σκέφτονται μόνο το τι πρέπει να κάνει ο άλλος και όχι το τι πρέπει να κάνουν αυτοί και το τι τους έχει προσφέρει ο άλλος και το τι του έχουν προσφέρει αυτοί. Εγωκεντρισμός και εγωισμός και υπεροψία και όλα τα αρνητικά πάνω στους ανθρώπους, γιατί είναι άνθρωποι ατελείς που πρέπει να γίνουν τέλειοι για να ανέβουν στους ουρανούς. Έχει σκεφτεί ποτέ κανείς για πόσα πράγματα πρέπει να είναι ευγνώμων την κάθε του μέρα; Πόσα «ευχαριστώ» πρέπει να πει στον Θεό του; Όσα και να πει, λίγα θα είναι, γιατί είναι πολλά αυτά που μας δίνονται απλόχερα καθημερινά και γι'αυτό έχουμε μάθει στα πολλά και ζητάμε περισσότερα.
«Μας κακομαθαίνει ο Θεός...», έλεγε η κόρη μου μετά από κάθε προσευχή της,    «Κοίτα πόσα πολλά μας δίνει. Κι εσύ πάλι δεν χαμογελάς».
   Το χαμόγελο ήταν πολυτέλεια για εμένα στις δύσκολες στιγμές που περνούσα. Όντως μας έδινε πολλά. Καλά ή κακά. Όμως μας τα έδινε. Η κόρη μου πάντα χαμογελούσε και ήθελε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Αλλά δεν είχα τη δύναμη. Δεν ήμουν δυνατή αρκετά για να εκτιμήσω, να ευχαριστήσω, να ζήσω. Δεν ήμουν δυνατή για να πιστέψω, να προσπαθήσω, να προχωρήσω. Απλώς ήμουν αδύναμη και άφηνα το τσιγάρο να με ανακουφίσει. Κάθε ρουφηξιά ήταν για μένα μια ανακούφιση. Ο καπνός που εισέπνεα και εξέπνεα ήταν για μένα μια μικρή απόλαυση στην όλη μιζέρια μου. Και πιστεύω πως έτσι είναι για τους πραγματικούς καπνιστές. Όλοι έχουμε την ανάγκη να παγώσουμε για λίγο τον χρόνο, να ξεχάσουμε τα προβλήματα μας αφημένοι σε μια απόλαυση. Όλοι έχουμε την ανάγκη να ξεφύγουμε έστω και για ένα λεπτό από τα δεσμά της ζωής. Όλοι έχουμε ανάγκη από μια μικρή ανάπαυλα στην όλη καθημερινότητα. Γιατί η ζωή μας φόρτωσε λίγο ή πολύ περισσότερο βάρος από αυτό που μπορούμε να σηκώσουμε. Καπνίζεις, όχι για να ξεχάσεις. Δεν μπορείς να ξεχάσεις. Καπνίζεις, επειδή δεν μπορείς να θυμάσαι. Επειδή δεν αντέχεις να ξέρεις το πόσο σκληρή είναι η ζωή. Η φλόγα, που θα ανάψει το τσιγάρο στα χείλη σου, κάνει την καρδιά σου να σκιρτάει ανυπομονώντας για την επόμενη στιγμή, που ο καπνός θα έρθει σαν παυσίπονο να ανακουφίσει τις πληγές σου. Όχι να τις επουλώσει. Να τις ανακουφίσει. Και μόλις σβήσεις το τσιγάρο, σβήνει και η απόλαυση. Τα προβλήματα ξανάρχονται μπροστά σου. Τίποτα δεν τελειώνει τόσο απλά.
   Το κοριτσάκι μου σιχαινόταν να με βλέπει να καπνίζω. Γι'αυτό δεν κάπνιζα ποτέ μπροστά της. Παρά περίμενα να κοιμηθεί. Και όλο με ρωτούσε μουτρωμένη: «Γιατί καπνίζεις, μαμά;»
«Γιατίέχω προβλήματα», ήταν η αόριστη απάντηση μου.
«Και τόσα χρόνια που καπνίζεις σου έχουν λυθεί τα προβλήματα;»
«Όχι»
«Τότε γιατί δεν το κόβεις
«Γιατί δεν θέλω» ήταν η τελευταία και ρητή φράση που μου έπαιρνε κάθε φορά.
    Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες από τότε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο καρκίνος αποδυνάμωνε την κόρη μου μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο. Το τσιγάρο δεν με ανακούφιζε πια και έψαχνα να βρω άλλους τρόπους διαφυγής. Από το πιο βαρύ ποτό μέχρι την πιο ήπια ουσία. Γινόμουν κομμάτια. Τώρα καταλαβαίνω πως είχα τάσεις αυτοκαταστροφής. Δεν ήθελα να χάσω την κόρη μου. Ήθελα να την ακολουθήσω στον επώδυνο θάνατο της. Όσο πονούσε εκείνη ήθελα να πονάω κι εγώ.
    Άφηνα την μητέρα μου να την προσέχει όσο εγώ βυθιζόμουν στις απολαύσεις μου. Ξενυχτούσα δίπλα της. Την έβλεπα να υποφέρει, να την βασανίζουν οι πόνοι ή και κάποιος εφιάλτης. Το θηρίο την έτρωγε, μα εκείνη παρέμενε πιστή στον Θεό της και ούτε που της πέρναγε από το μυαλό η ιδέα να τον αρνηθεί. Μαρτυρούσε την πίστη της υπομένοντας τα βασανιστήρια της δικής της εποχής.
    Δεν είχε θεατές που διασκέδαζαν με τον πόνο της. Θεατές τηςήταν αυτοί που αδιαφορούσαν για τα προβλήματα που υπάρχουν γύρω τους. Σε όσους από αυτούς έλεγα πως η κόρη μου είχε καρκίνο, μου έλεγαν «συλλυπητήρια». Η αλήθεια είναι πως ήμουν κι εγώ θεατής, αφού είχα χάσει κάθε ελπίδα. Δεν της έδινα δύναμη, αντιθέτως, και την πιο δύσκολη στιγμή της εγώ έπαιρνα δύναμη από την λίγη που της είχε μείνει. Δεν της στάθηκα. Δεν την φρόντισα όσο έπρεπε. Και ακόμα το μετανιώνω.
   Ένα -συνηθισμένο πλέον- πρωινό στην κλινική, με ξύπνησε με την γλυκιά φωνή της:
   «Μαμά, ακόμα κοιμάσαι; Ξύπνα.»
   Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου τρομαγμένη και την κοίταξα έντονα.
   «Τι έπαθες, καρδιά μου; Δεν αισθάνεσαι καλά; Πονάς; Να φωνάξω τον γιατρό
   «Όχι, μην ανησυχείς. Καλά είμαι. Ήθελα να σου πω κάτι πριν με πάρουν οι γιατροί
   Σήκωσε το μαξιλάρι της και πήρε το χαρτί που είχε από κάτω. Είχε ζωγραφίσει σε αυτό έναν κήπο με τριαντάφυλλα και μια χαμογελαστή γυναίκα που κρατούσε ένα μπουκέτο.
  «Είναι για σένα. Αυτή είσαι εσύ. Το χαμόγελο που έχω ζωγραφίσει εδώ θέλω να το βλέπω και σε σένα. Θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Ίσως να είναι η τελευταία που σου ζητάω. Αν δεν γυρίσω σήμερα, αν δεν ζήσω, θέλω εσύ να ζήσεις στη θέση μου. Θέλω να ζήσεις για μένα. Όσα δεν θα ζήσω εγώ, θέλω να τα ζήσεις εσύ. Ήδη έχεις κάνει τα μισά. Οπότε στην υπόλοιπη ζωή σου θέλω να κάνεις ιππασία, γιατί η ομορφιά της ζωής είναι στα χάδια των ζώων, όπως έλεγε ο Ελύτης. Να μάθεις πιάνο, γιατί η μουσική εξημερώνει τον άνθρωπο και γαληνεύει την ψυχή του. Να φυτέψεις κι άλλες τριανταφυλλιές, γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ζει κοντά στη φύση. Να ζήσεις ερωτευμένη με τον ίδιο τον έρωτα, σύμφωνα με τον Μάρκες. Όσα μου είπες να κάνω εγώ, κάνε τα εσύ για μένα κι εγώ δεν θα πεθάνω ποτέ».
    Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Συνειδητοποίησα τα λάθη που είχα κάνει όλον αυτόν τον καιρό. Εκείνη προσπαθούσε να ζήσει κι εγώ να πεθάνω. Την έκλεισα στην αγκαλιά μου και, έτσι όπως ήμασταν αγκαλιασμένες, αφήσαμε τον πόνο μας να βγει απ' τις καρδιές μας, τα δάκρυα μας να σμίξουν και τις καρδιές μας να πάλλονται στον ίδιο ρυθμό. Μέσα στους λυγμούς μου της έδωσα έναν όρκο ζωής. Έναν όρκο που δεν θα πατούσα ποτέ, γιατί τότε θα πατούσα εκείνην κι εμένα.
   «Μην μου το ζητάς σαν χάρη. Δεν μπορώ να στην κάνω αυτή την χάρη. Πες μου ότι μου ζητάς να ορκιστώ και θα το κάνω. Σου ορκίζομαι να ζήσω όπως θα ήθελες να ζήσεις εσύ. Σου ορκίζομαι να ζήσω όπως σου έμαθα να ζεις. Σου ορκίζομαι σε ό, τι έχω ιερό. Σε αυτόν τον Θεό που τώρα πιστεύω».
   Όταν εγώ ορκίζομαι, ποτέ μα ποτέ δεν πατώ τον όρκο μου. Πάνω από όλα, ήμουν ένας άνθρωπος που ήξερε να κρατάει τον λόγο του. Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, πριν γίνω έτσι όπως σας παρουσιάστηκα, ήμουν μια πολύ αισιόδοξη γυναίκα που αγωνιζόταν, που ποτέ δεν τα παρατούσε. Ως δικηγόρος κατάφερα να κερδίσω πολλές μεγάλες δίκες. Γενικότερα, στην επαγγελματική μου καριέρα σημείωσα μια σειρά επιτυχιών. Κατάφερα να δώσω στο παιδί μου τα απαραίτητα εφόδια, για να μεγαλώσει σωστά και να μην νιώσει ποτέ την απουσία του. Δεν τον ζήτησε ποτέ. Δεν υπήρχαν κενά μέσα της που να ήθελε να τα καλύψει και αν υπήρχαν τα κάλυπτα εγώ με διάφορους τρόπους. Είχα εξασφαλίσει σε εμένα και στο παιδί μου μια ήρεμη ζωή, χωρίς πολλά προβλήματα. Θα επέστρεφα σε αυτήν την ζωή. Ίσως να μην την ζούσα με την κόρη μου, αλλά θα την ζούσα για αυτήν. Και την έζησα. Ίσως να μην ξανάβλεπα την κόρη μου, αλλά αν γυρνούσε στο δωμάτιο, θα την περίμενα με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Και την περίμενα. Η κόρη μου θα ζούσε στην καρδιά μου.
    Λίγη ώρα αργότερα, ήρθαν οι γιατροί να την πάρουν για την τελευταία χημειοθεραπεία. Πριν βγει από το δωμάτιο, με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Τα μάτια της έκρυβαν μια παράκληση. Της χαμογέλασα κι εγώ. Τότε το προσωπάκι της έλαμψε. Την ένιωσα πιο ζωντανή. Λες και το μόνο που περίμενε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένα χαμόγελο μου. Λες και είχε βρει έναν καλά κρυμμένο θησαυρό, που τον έψαχνε καιρό κι εκείνος βρισκόταν μπροστά στα μάτια της.
   «Επιτέλους, μαμά, χαμογελάς. Κόκκινα θέλω να είναι τα τριαντάφυλλα που θα μου φέρεις και κόκκινα να είναι κι αυτά που θα φυτέψουμε στον κήπο μας».

Ελπίδα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου