Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

ΜΝΗΜΕΣ ΟΔΥΝΗΣ

-       Γιαγιά, σε αυτή την φωτογραφία είσαι εσύ;
-       Για να δω τι βρήκες πάλι;
(Γύρισε να δει την εγγονή της και άρχισε να γελά)
-       Λοιπόν, μου πάει το νυφικό σου;
-       Μπορώ να πω ότι σου πηγαίνει περισσότερο απ’ ότι σε εμένα. Αλλά για ποια φωτογραφία με ρώτησες;
          Η γιαγιά σκοτείνιασε και τα μάτια της μαζεύτηκαν σαν σύννεφα στον γαλάζιο ουρανό των ματιών της.
-  Πού την βρήκες αυτή;
- Να! Έριξα μια ματιά στο μπαούλο που έβγαλες το νυφικό σου και είδα ένα τυλιγμένο ματωμένο μαντήλι με αυτήν την φωτογραφία , ένα σταυρουδάκι και μερικές κιτρινισμένες σελίδες. Λοιπόν;
- Μάλλον πρέπει να καθίσουμε γιατί η γιαγιά σου έχει ένα παρελθόν βαρύ και άγνωστο.
   Τότε  πήρε τις σελίδες και με τρεμάμενα χέρια και ξεδίπλωσε για πρώτη φορά το παρελθόν της. Μια ζωή μπροστά της, έτσι ξαφνικά! Οι αναμνήσεις της σκονισμένες κρυμμένες βαθιά στα έγκατα του νου και της καρδιάς. Ποτέ δεν τις ξεφύλλιζε. Απέφευγε τον πόνο και την νοσταλγία. Άλλωστε όταν ξεκίνησε την καινούρια της ζωή, έδωσε όρκο πως θα μιλούσε για τη ζωή της μετά από πολλά χρόνια , όταν ο ξεριζωμός θα έπαυε να είναι η χαίνουσα πληγή της.


« Δεν ήξερα που ήμουν , ούτε πως βρέθηκα εκεί! Δεν θυμόμουν τίποτα, ούτε έβλεπα. Σκοτάδι παντού! Το μόνο που ένιωθα ήταν πόνος. Περισσότερο στο κεφάλι και την κοιλιά μου! Κρύωνα και άρχισα να τρίβω το σώμα μου για να ζεσταθώ. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν γυμνή. Κουλουριάστηκα. Αγγίζοντας τα πόδια μου ένιωσα κάτι ξερό. Ένας Θεός ήξερε μονάχα! Ένας Θεός και ένας Τούρκος! Εκείνος ο απαίσιος άνθρωπος που άνοιξε την πόρτα και αποκάλυψε ωμά στα μάτια μου το φοβερό έγκλημα που είχε διαπράξει. Βρισκόμουν στο υπόγειο του σπιτιού μου. Εγώ και η αδερφή μου, γυμνή, χτυπημένη και νεκρή , λίγα μέτρα μακριά μου. Ο Τούρκος μεθυσμένος από το βαρελίσιο κρασί μας μπήκε παραπατώντας ,προχώρησε μέχρι την αδερφή μου και αφού πέταξε την στολή του βίασε το άψυχο κορμί της. Εγώ μάλλον είχα περάσει το ίδιο πιο πριν, γιατί αντίκρισα ξεραμένο αίμα στα πόδια μου. Και τώρα προφανώς για πολλοστή φορά η αδερφή μου τον απασχολούσε ξανά. Δώδεκα  χρονών όμως κοριτσάκι δεν άντεξε. Βρήκα ευκαιρία να το σκάσω. Άρπαξα και τυλίχτηκα με ένα κουρέλι που σκεπάζαμε το βαρέλι με το παστό και έτρεξα στο δρόμο, αφού  πρώτα ανέβηκα στο σπίτι μου.
  Δεν είχαν αλλάξει και πολλά. Μόνο οι κουρτίνες είχαν πέσει, μαύρες πλερέζες, στα άλλοτε φωτεινά παράθυρα. Τα λουλούδια στα δοχεία  είχαν μαραθεί, τα κάδρα είχαν πέσει από τους τοίχους  αφήνοντας το στίγμα τους στην επιφάνεια και όλα τα χρώματα έσβησαν. Χάθηκαν  μαζί με τα χαμόγελα  των μελών της οικογένειας μου. Ούτε  ξέρω πόσες μέρες είχα ζήσει στο υπόγειο, μήτε τι είχαν γίνει οι υπόλοιποι δικοί μου άνθρωποι

   Φόρεσα πάνω μου ένα ρούχο. Ούτε κατάλαβα τι.. πήρα όσα χρήματα βρήκα στο συρτάρι, μια οικογενειακή φωτογραφία και έφυγα. Το τι θα  αντίκριζα στους δρόμους της γειτονιάς και της πόλης μου δεν θα μπορούσα να το έχω δει ούτε στους πιο φρικτούς μου εφιάλτες. Για τους επόμενους μήνες ευχόμουν να ‘χα πεθάνει και εγώ μέσα στη μούχλα και το αίμα. Δεν περίμενα πως θα τα κατάφερνα κάποια στιγμή, να σβήσω από την καθημερινότητά μου εκείνες τις εικόνες, τις τελευταίες ώρες στη Σμύρνη.
  Τα στοιβαγμένα σώματα, τα διαμελισμένα κορμιά που ποδοπατούσαν οι βάρβαροι με τ’ άλογά τους, τα γυμνά κοριτσάκια στα πεζοδρόμια. Ένα από αυτά σπαρταρούσε στο δρόμο. Ένας Τούρκος που το αντιλήφθηκε την πυροβόλησε για εκδίκηση χωρίς να ξέρει πως της χάρισε την λύτρωση. Τότε ένα σκυλί πέρασε κάτω από τα πόδια του με ένα γυναικείο χέρι στο στόμα. Ο αγροίκος πυροβόλησε το σκυλί, βούτηξε το δαχτυλίδι από τα παγωμένα άψυχα δάχτυλα και πέταξε το χέρι στα πόδια μου. Άρχισα να τρέχω στα σοκάκια. Μετά  το κοριτσάκι και το σκυλί σειρά θα είχα εγώ. .Αυτός ο άνθρωπος διψούσε για αίμα..
   Όταν έχασε τα ίχνη μου, έσπρωξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου .Το  ήξερα εκείνο το σπίτι. Πήγα να πιω λίγο νερό, αλλά στη θέα μιας στραγγαλισμένης γυναίκας, με σπασμένα γυαλιά στο πρόσωπο και κάτω απ’ το φόρεμα της ένα ζωντανό βρέφος, σάστισα. Το αγοράκια ήταν μέσα σε μια υγρή λίμνη συνδεδεμένο ακόμα με τον ομφάλιο λώρο και την μητέρα του. Έκοψα ένα κομμάτι από τα ρούχα του, το σκούπισα και το πήρα στην αγκαλιά μου. Το μωρό ενστικτωδώς  έστρεψε το κεφαλάκι του στο στήθος μου. Κατά την διάρκεια εκείνων των λίγων λεπτών υποσχέθηκα στο πλασματάκι που κρατούσα πως θα θυσίαζα τα πάντα για να προσφέρω την ζωή που του άξιζε. Το βλέμμα μου τράβηξε ένα σταυρουδάκι  στο  ματωμένο λαιμό της μαμάς του( δεν ξέρω πως και δεν της έκοψαν το κεφάλι για να το κλέψουν!). πάντως εγώ το φόρεσα στο μωρό να το έχει φυλαχτό από τη μαμά του και φύγαμε.
    Η μυρωδιά από το μπαρούτι και την φωτιά ήταν ανυπόφορη και τα σκουληκιασμένα  κορμιά άφηναν μια έντονη αποφορά.  « Χριστέ μου, βόηθα μας», ψέλλιζα.
    Μέσα στη φούρια μου ,το άγχος , την πείνα και την φρίκη διαπίστωσα πως τόση ώρα δεν είχα δει πουθενά Έλληνες. Τον συλλογισμό μου διέψευσε η εικόνα του λιμανιού. Όλος ο κόσμος βρισκόταν στην αποβάθρα. Οικογένειες  με ό,τι μπόρεσαν να σώσουν από τα υπάρχοντά τους, με όσους κατάφεραν να γλιτώσουν από τους σατανάδες που βγήκαν σεργιάνι εκείνες τις αναθεματισμένες μέρες, ζητούσαν απελπισμένα μια ευκαιρία να ζήσουν. Ποιος όμως μπορούσε να τους την χαρίσει. Βοήθεια δεν ερχόταν από πουθενά. Ο κόσμος αμέτρητος. Αμέτρητα τα παιδιά που έβαφαν με χρώματα μελανά τις πρώτες σελίδες της ζωής τους. Χιλιάδες τα μάτια που έκλεισαν άδικα. Άπειρα τα όνειρα, λευκά περιστέρια που δεν είχαν κομμάτι ουρανού για να πετάξουν. Πέντε νεκροί προστέθηκαν ακόμα στη λίστα του θανάτου, όταν έφιπποι από δαύτους γάζωσαν τον κόσμο.
   Σοκαρίστηκα από το θέαμα, αλλά ένα τράβηγμα στο χέρι μου με συνέφερε. Ο Κωστής! Με βούτηξε και με πέταξε σχεδόν μέσα σε μια βάρκα. Μέχρι να βγούμε από το λιμάνι, τα κουπιά έβρισκαν σε φουσκωμένα κορμιά που επέπλεαν. Η θάλασσα δεν είχε νερό και ψάρια. Μονάχα αίμα και άδεια κουφάρια ανθρώπων. Η Σμύρνη μου  είχε χαραχτεί για πάντα στην μνήμη μου με ένα κόκκινο άσβεστο χρώμα. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα. Αίμα και φωτιά.»


-       Τα έγραψα μόλις φτάσαμε στον Πειραιά.
-       Γιαγιάκα μου, πώς άντεξες να τα δεις όλα αυτά; Πόσο δυνατή είσαι;
-       Κοπέλα μου ο πόλεμος ξυπνά άγρια ένστικτα στον άνθρωπο και το μόνο του πρόβλημα γίνεται ο τρόπος που θα του εξασφαλίσει την επιβίωση. Τίποτα άλλο. Και εγώ τότε ήθελα μόνο να ζήσω. Έβλεπα μπροστά μου μόνο αυτό. Το πρόβλημα έρχεται μετά, όταν επεξεργαστείς την εικόνα και πολύ περισσότερο όταν αποκτήσεις γνώση και σκέψη ώστε συμπεραίνεις μόνη σου το λόγο για τον οποίο τόσος κόσμος ταλαιπωρήθηκε έτσι.



« Είμαστε στην Ελλάδα. Μένουμε στο λιμάνι. Ο Κωστής ψάχνει για σπίτι. Έχουμε λίγα χρήματα και οι δυο. Θα μπορούσαμε να…
Εγώ κάθομαι εδώ. Στο λιμάνι. Να κρατάω λίγο τόπο να κοιμηθούμε κι απόψε. Ξέρουμε πως θα ‘ναι δύσκολο. Οι Έλληνες ούτε σπίτι μας δίνουν ούτε βοηθάνε. Λες κι εμείς  δεν είμαστε δικοί τους. Αλλά δεν με νοιάζει. Εγώ, η Πίτσα Ουζουνόγλου γλίτωσα από τους Τούρκους. Δεν θα το βάλω κάτω τώρα. Έχω δώσει άλλωστε έναν όρκο για τούτο εδώ το μωρό. Όσο κι αν πονάει δεν θα ξανασκεφτώ την Σμύρνη. Κι αν τα λουλούδια για να αλλάξουν γλάστρα χρειάζεται να κρατήσουν λίγο από το χώμα τους, εγώ στη δική μου γλάστρα έχω τον παιδικό μου έρωτα  με το παιδί μας. Αυτά αρκούν.  Στο εξής απαγορεύεται και σε μένα και στον Κωστή να ζούμε με τις σκιές του παρελθόντος. Το πανί που τύλιξα το μωρό θα το φυλάξω μαζί με την φωτογραφία και αυτές τις σελίδες θα τις ανοίξω πριν πεθάνω! Τέλος!
    Ελπίζω μέχρι τότε όλα να πάνε καλά και να μπορέσουμε να παντρευτούμε! Ο Θεός μαζί μας!»


- Απ’ ότι κατάλαβες κοριτσάκι μου, το σταυρουδάκι ήταν του μπαμπά σου.  Το ματωμένο πανί κάλυψε το γυμνό του κορμάκι και αυτή η φωτογραφία γίνεται το μέσο να δω τους δικούς μου που ποτέ δεν έμαθα  τι απέγιναν. Τώρα όμως που μίλησα για όλα αυτά μπορώ να τους βρω και να μάθω. Εσύ αυτό το νυφικό να φορέσεις…



                                                     Κωνσταντίνα Καραμπή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου