Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ


   <<Όταν χάνεις τα πάντα, είσαι ικανή να πιστέψεις τα πάντα. Εγώ τα έχασα και δεν πιστεύω πως θα τα ξαναβρώ. Είμαι εγκλωβισμένη στις φυλακές του μυαλού μου. Δεν μπορώ να ξεφύγω από την μοίρα μου. Ζω μέσα στον ατελείωτο λαβύρινθο των σκέψεων μου. Οι μορφές του μυαλού μου με στοιχειώνουν. Είναι οι ερινύες που με κυνηγούν. Τρέχω να ξεφύγω αλλά πουθενά η έξοδος. Σταματήστε! Δεν ησυχάζω ποτέ. Αφήστε με ήσυχη! Πάνω τον εαυτό μου να βλέπει την αυτοκτονία ως την μόνη λύση. Δεν με νοιάζει το πως. Απλά το θέλω. Δεν μου απέμεινε τίποτα έτσι κι αλλιώς να πιστέψω. Ζητώ την αυτοκτονία πουθενά όμως, δεν την βρίσκω>>.
   Η σκοτεινή αδύναμη μορφή της βρίσκεται κουλουριασμένη δίπλα στο παράθυρο. Παρατηρεί τον κόσμο να περπατά στα υγρά σοκάκια του Λονδίνου. Απίστευτο πως περπατούν αμέριμνοι, αδιάφοροι. Ορισμένες στιγμές για κλάσματα δευτερολέπτου πέφτουν οι μάσκες. Αναγνωρίζεις τα πραγματικά τους πρόσωπα. Πόσο εγωιστές μοιάζουν από το θολό της τζάμι. Νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους.
   Τα μαλλιά της πέφτουν σαν χείμαρρος στους μικρούς της ώμους. Το βλέμμα της βαραίνει το πρόσωπό της και τα σμαραγδένια μάτια της έχουν γεμίσει δάκρυα οργής. Άλλη μια μέρα  θα ξημερώσει χωρίς εκείνον δίπλα της. Χωρίς να την πάρει αγκαλιά και να της πει πως θα βρίσκεται κοντά της. Όμως έχει χαθεί όπως όλα στη ζωή της. Φοράει ακόμη το φόρεμα της κηδείας. Το μουτζουρωμένο πρόσωπό της πιο άγριο από ποτέ. Έχει σταματήσει πια να πιστεύει στο οτιδήποτε. 
  << Είμαι χαμένη στην απύθμενη άβυσσο του μυαλού μου. Κάθε μέρα βουλιάζω και περισσότερο. Μάλλον εδώ θα βρίσκομαι για πάντα. Ίσως είναι καλύτερη η θλίψη από την αποδοχή. Τουλάχιστον μπορείς να νιώσεις κάτι. Θα σε ξαναδώ πολύ σύντομα. Περίμενε με στην χρυσαφένια πύλη>>.
  Το φως του κεριού τρεμόσβηνε πάνω στο γραφείο της. Η Μυρινα άφησε με μια αέρινη κίνηση το ημερολόγιό της. Το παρατήρησε δακρυσμένη για λίγα δευτερόλεπτα  καθώς κατευθυνόταν προς το κρεβάτι. Κλείνοντας το φως το δωμάτιο γέμισε σκοτάδι, όπως έγινε με την καρδία της. Κλείνει τα μάτια της για να τον δει για τελευταία φορά.  <<Καληνύχτα άγγελέ μου>>.
   Η μέρα που ξημερώνει είναι μια ακόμη μέρα της υπόλοιπης ζωής της. Νιώθει σαπισμένη και διαλυμένη. Άλλη μια απαίσια μέρα. Ανοίγει το παράθυρό της να αντικρίσει το κόσμο που θα αντιμετωπίσει. Σκονισμένα κτίρια ερειπωμένα βρίσκονται τριγύρω. Κόσμος που σιχαίνεται κι όμως υπομένει. Και μια σκιά να ξεπροβάλλει από τα σκοτεινά όνειρά της. Εκείνος. Όμορφος, σαγηνευτικός κάθεται κάτω από το απέναντι κτίριο καρφωμένος με τα μάτια του πάνω της. Δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει. Δεν μπορούσε να είναι αυτός.
   Καθώς προσπαθούσε να ετοιμαστεί, δημιουργώντας την ακαταστασία του δωματίου το μενταγιόν της έπεσε κάτω. Ο θόρυβος ήταν αρκετός για να της τραβήξει την προσοχή. Ένα μενταγιόν που πολλοί θα πέθαιναν για να το αποκτήσουν. Σφυρηλατημένο ασήμι που κατέληγε σε μια παράξενη λεύκη πέτρα. Γύρω της μικρά σμαραγδένια πετραδάκια. Μοναδική ομορφιά. Τα βαριά της βήματα την οδήγησαν κοντά του με έναν ανεξήγητο τρόπο. Τα χέρια της χωρίς να το καταλάβει σηκώνουν αυτό το λεπτεπίλεπτο  κόσμημα. Ήταν δικό του. Το μόνο που είχε για να τον θυμάται. Σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Βγήκε γρήγορα από το σπίτι χτυπώντας την δυνατά προσπαθώντας να ξεχάσει τα πάντα από εκεί μέσα. Στο λαιμό της κρέμεται αυτό το περίτεχνο στολίδι.
  Καθώς περπατά τα χέρια της χαϊδεύουν το λευκό πετράδι. Μερικοί περαστικοί την κοιτούν επίμονα στα χέρια. Και αυτός την ακολουθεί! Προσπαθεί να την προφτάσει αλλά μάταια. Είναι γρήγορη. Ο δρόμος τους εξελίσσεται σε κυνηγητό και για τους δύο. Προσπαθεί να της πιάσει το χέρι αλλά του ξεγλιστράει. Χάνεται από εδώ και από εκεί σαν την πεταλούδα. Ξαφνικά η Μυρινα χάνεται σαν την λάμψη της αστραπής.
Το βλέμμα του για άλλη μια φορά θλιμμένο την χάνει ξανά. Πόσο θέλει να της κρατήσει το χέρι. Η ματιά του ανήσυχη, κοιτάζει τριγύρω απεγνωσμένα να την βρει. <<Να τη!>>. Τριγυρισμένη από άγνωστους περαστικούς.
<<Μυρινα!>>, της φωνάζει αλλά δεν τον ακούει. Η καρδιά της είναι νεκρή. Πρέπει όμως να βρει τρόπο να τον ακούσει. Την έχει τόσο ανάγκη. Σκοντάφτει στον ατελείωτο κόσμο για να βρεθεί κοντά της. Μετά από ατελείωτες παράξενες βόλτες, καταφέρνει να ακουμπήσει το βελούδινο ώμο της. Δεν τον νιώθει. Τα μάτια της ψυχής της είναι τυφλά. Η καρδιά της νεκρή δεν μπορεί να τον αισθανθεί .
<<Γιατί, γιατί να σε χάσω;>>. Νιώθει τα καυτά του δάκρυα να του λιώνουν το πρόσωπο με αργούς ρυθμούς. Έτσι ήταν η καρδιά του. Την αγγίζει, όμως μάταια το χέρι του διαπερνά το δικό της. Δεν τον κατάλαβε. Ενώ αυτός διαλυόταν σαν σύννεφο, εκείνη είχε απομονωθεί στα βάθη της ψυχής της. 
  Με μια απότομη κίνηση γύρισε το κεφάλι της με τις μπούκλες τις να ανεμίζουν στον φθινοπωρινό αέρα. Σαν κάποιος να την ακούμπησε και ύστερα να εξαφανίστηκε. Περιτριγυρισμένη από ανθρώπους και όμως μέσα της είναι άδεια. Χωρίς εκείνον. Ψάχνοντας με τα χέρια της στο λευκό λαιμό της ακουμπά την παράξενη αλυσίδα. Το κοιτά χωρίς να πει κάτι. Κάνει ένα  βήμα μπροστά δειλά και αμέσως το μετανιώνει. Θέλει να γυρίσει πίσω να κουκουλωθεί στα σκεπάσματα του κρεβατιού της. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει και όλα αυτά να είναι ένας κακός εφιάλτης. Μάταια σκέψη. Πρέπει να πάει στη σχολή κι έχει ήδη αργήσει.
  Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο κοιτάζει τις άδειες θέσεις. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά τον βλέπει. Χαμογελαστός την χαιρετά και την προσκαλεί να καθίσει μαζί του. << Δεν μπορεί. Πρέπει να ονειρεύομαι>>. Τρέχει κοντά του. Απλώνει το χέρι της να τον αγγίξει, όμως το σώμα του διαλύεται σαν αστερόσκονη.<<Φίλιπ>>.
  Κάποια στιγμή ο καθηγητής ολοκληρώνει. Η ώρα του μαθήματος της φαίνεται αιώνας. Τελειώνοντας το μάθημα, ζαλισμένη σηκώνει το κεφάλι. Μέσα σε όλους η περιπλανώμενη σκιά του Φίλιπ εμφανίζεται για άλλη μια φορά στην κάσα της πόρτας. Τρέχει για να τον βρει. Και πάλι στο πρώτο βλεφάρισμα έχει εξαφανιστεί.
  Βγαίνοντας στο δρόμο δεν μπορεί να πιστέψει πώς ό,τι είδε είναι πραγματικό. Ένα από τα παιχνίδια του μυαλού της ίσως να είναι. Ένα κακόγουστο αστείο καθώς μια φωνή της ψιθυρίζει: <<Κάνε αυτό που θέλεις. Πήγαινε κοντά του>>.
<<Έχω καιρό να κοιμηθώ καλά, αυτό είναι όλο>>. Οι παραισθήσεις της, την κυριεύουν για άλλη μια φορά. Καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά του δωματίου της, ένα ζεστό αεράκι της γαργαλάει το χέρι. Κοιτάζει πίσω μα κανείς δεν υπάρχει. Γυρίζοντας μπροστά ο Φίλιπ της απλώνει το χέρι.
<<Έλα μαζί μου>>. Καθώς τον ακολουθούσε η καρδιά της χτυπά τόσο δυνατά σαν να θέλει να σπάσει το στέρνο της. Του πιάνει το χέρι ψιθυρίζοντας <<Δεν μπορεί να είσαι  αληθινός>>.
<<Το αληθινό και το ψεύτικο εμείς το καθορίζουμε>>
<<Πως μπορείς να είσαι ζωντανός. Ήμουν μπροστά στο ατύχημα. Δεν μπορεί να υπάρχεις>>.
<<Υπάρχω γιατί με βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου>>
<<Είσαι εδώ! Φίλιπ,σε αισθάνομαι όμως φοβάμαι μην γίνεις σύννεφο>>.
<< Μην ανησυχείς. Αυτή την φορά δεν θα φύγω. Στο υπόσχομαι>>
Μπαίνει βιαστικά μέσα στο δωμάτιο. Δεν ανάβει το φως, παρά μόνο τα κεριά που υπήρχαν στο τραπέζι. Ο Φίλιπ εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί. Αγκαλιασμένοι υπό το φως τον κεριών έμειναν σιωπηλοί. Τίποτα δεν τους  ένοιαζε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως ο ένας βρισκόταν εκεί μόνο για τον άλλον.
<<Δεν μπόρεσα να σε σώσω εκείνη την νύχτα. Συγχώρεσε με.Σε έχασα μια φορά, δεν θέλω να φύγεις. Σε παρακαλώ μείνε μαζί μου>>. Η καρδιά της ράγιζε αργά αργά.
<< Μυρίνα δεν έκανες τίποτα κακό. Το λάθος ήταν όλο δικό μου. Όμως είναι αργά για μένα τώρα. Δεν έχω θέση εδώ>>. Μόλις είχαν ειδωθεί και για ακόμη μια φορά θα αποχωριστούν οριστικά.
<<Πάρε με μαζί σου>>. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του. Χωρίς να πουν ούτε μια λέξη την πήρε για τελευταία φορά αγκαλιά. Τρέμοντας στην αγκαλιά του εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά και τα χείλη του απαλά ακούμπησαν τα δικά της. <<Σ'αγαπώ άγγελέ μου>>. Αφέθηκε για πολλή ώρα στην παραίσθησή της. Το σώμα της μουδιασμένο έπεσε σαν βράχος στο κρύο πάτωμα.
<<Όταν χάνεται η ψυχή σου δεν έχει γυρισμό. Όταν πληγώνεται η καρδιά σου πονάς τόσο που σου φαίνεται αβάστακτο. Δεν το ελέγχεις. Μένεις απομονωμένη σε παιχνίδια παρανοϊκά που το μυαλό σου φανερώνει. Είναι καλύτερα έτσι να ζήσεις στο κόσμο των ονείρων σου. Εκεί που τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει. Μακάρι να  μην έφευγες. Μακάρι να ήσουν  εδώ τώρα που σαπίζω μέσα μου. Μακάρι ,μακάρι, μακάρι. Πόσα  πράγματα ήθελα να σου πω κι όμως δεν πρόλαβα! Πόσες φορές πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη γιατί δεν κατάφερα να σε σώσω. Δεν πρόλαβα. Γιατί να έχουμε πάντα  τόσο λίγο χρόνο;>>.
  Ο πόνος της διαπερνά το παγωμένο της κορμί.. Κείτεται στο πάτωμα κοκκαλωμένη. Φοράει ακόμη το μενταγιόν του. Η φεγγαρόπετρα έχει ραγίσει και έχει γίνει κομματάκια. Προσπαθεί να το  σφίξει μέσα στην χούφτα της παλάμης της,αλλά μάταια η δύναμη της έχει αρχίσει να εξασθενεί όπως η ζωή της χάνεται αθόρυβα. Ένα άδειο κουτί ασπιρίνων βρίσκεται παραπεταμένο στο χαλί. Ακριβώς δίπλα του ένα μπουκαλάκι άδειο από τα υπνωτικά που πριν λίγο είχε πάρει.
  Τα μάτια της σκοτείνιαζαν όμως δεν αισθάνεται φόβο. Θα είναι μαζί του, μόνο αυτό είχε σημασία. Καθώς το νήμα της ζωής της σπάει, ψιθυρίζει μοναχά <<Θα συναντηθούμε στην χρυσαφένια πύλη, όπως σου είχα υποσχεθεί. Σ' αγαπώ>>.
  Τα μάτια της έκλεισαν και εκείνη πέφτει στον αιώνιο λήθαργό της. Εκείνος εμφανίζεται για ακόμη μια φορά. Ευλαβικά της κρατά το χέρι, σκύβει από πάνω από το νεκρό πορσελάνινο κορμί της, φιλώντας την στα μεταξένια χείλη. <<Θα σε περιμένω αγάπη μου>>...

                                                                                          Αφροδίτη Γερακίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου