Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Το τελευταίο ταγκό

       Περπατούσα για ώρα μόνη στους σκοτεινούς και άδειους δρόμους της Αθήνας που συντρόφευαν την άδεια από συναισθήματα ψυχή μου. Τα φώτα των δρόμων με ζάλιζαν, με παρέσυραν σε μια πρωτόγνωρη μέθη. Με αποπροσανατόλιζαν από τον προορισμό μου. Βρισκόμουν μετέωρη μεταξύ ζωής και θανάτου. Η σκιά μου περιστρεφόταν γύρω μου, άλλοτε χανόταν πίσω μου και άλλοτε μου υποδείκνυε προς τα που πρέπει να βαδίσω. Αποτελούσε τη μοναδική ένδειξη πως ήμουν ακόμα ζωντανή αποτρέποντας με από το να παραδοθώ στον παράδεισο του θανάτου. Η μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο φάνταζε ειδυλλιακή. Οτιδήποτε θα διέσωζε την ταλανισμένη μου ψυχή έμοιαζε ιδανικό. 
     Είναι πλέον χειμώνας. Η μοναξιά που πλανιέται στην ατμόσφαιρα διεισδύει μέσα μου και ανασύρει από τη ψυχή μου σκέψεις και συναισθήματα που για χρόνια παρέμεναν καταχωνιασμένα στις κατακόμβες του υποσυνείδητού μου. Το τσουχτερό κρύο γινόταν ένα με το ψυχός που επικρατούσε στην κόλαση της ψυχής  μου. Το βήμα μου παρέμενε σταθερό παρά τον πόνο που σαν κισσός με αγκάλιαζε βαστώνας με γερά στο έδαφος. Αρχικά φαινόταν βελούδινος και ακίνδυνος. Με αγκάλιαζε τρυφερά και στοργικά, όμως όσο οι μέρες περνούσαν και το τέλος πλησίαζε με παγίδευε, μου έπαιρνε αργά την αναπνοή. Ασφυκτιούσα και χανόμουν στο πέλαγος της απελπισίας.
       Παρά το γεγονός ότι οι ώρες φάνταζαν αιώνες κατάφερα τελικά να φτάσω στην πόρτα της κλινικής. Παρέμεινα καθηλωμένη για κάποια λεπτά της ώρας να κοιτάζω το κτήριο που απλωνόταν πελώριο μπροστά μου. Για άλλη μια φορά η μοίρα κινεί τα νήματα και με υποτάσσει στη βούλησή της. Καλούμαι να βγάλω εις πέρας μια νέα δοκιμασία, η οποία όμως δεν φέρνει καμία ομοιότητα με τις προηγούμενες. Ίσως αυτή να είναι η έσχατη δοκιμασία. Ίσως να είναι η οριστική κρίση. Η στιγμή που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το πεπρωμένο και ενώ γνωρίζεις την έκβαση της μάχης εξ αρχής, συνεχίζεις να μάχεσαι. Πιθανόν να σε δελεάζει η ατέρμονη αναζήτηση των ψυχικών αποθεμάτων δύναμης και αντοχής που διαθέτεις.
Όπως και αν είχε έπρεπε να συνεχίσω να μάχομαι. Δεν έπρεπε να τα παρατήσω τώρα. Τώρα που το τέλος πλησιάζει.. Ήμουν αποφασισμένη να παραδώσω τα πάντα για να νιώσω ξανά.
      Οι δείκτες του ρολογιού είχαν παγώσει στις δυο τα ξημερώματα. Δεν είμαι σίγουρη για το πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που επάψαν να φλερτάρουν με το χρόνο. Για εμένα ο χρόνος είχε μηδενιστεί εδώ και μήνες. Έπαψα να κοιτάω το ρολόι και πέρασα με αποφασιστικό βηματισμό την είσοδο της κλινικής. Κάτι μέσα μου με προειδοποιούσε πως αυτή η συνάντηση θα είχε κάτι το ξεχωριστό, κάτι το μοναδικό, δίχως βέβαια να μπορώ να προσδιορίσω τη φύση του οιωνού. Η αισιοδοξία και το αίσθημα της χαμένης ελπίδας περιπλέκονταν στη σκέψη μου σχηματίζοντας γύρω μου έναν ισχυρό κλοιό που με φυλάκιζε. Όσο προσπαθούσα να ξεφύγω από τα δεσμά του , τόσο στένευε εγκλωβίζοντάς με στον επίγειο εφιάλτη μου. Ανέβηκα τα σκαλιά μηχανικά. Περπατούσα στους άδειους διαδρόμους που μόνο τα φαντάσματα της οδύνης πλανώνταν ακόμα αήττητα και πιο ισχυρά από ποτέ κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι τοίχοι πελώρια φρούρια μου σιγοψιθύριζαν παλιά, αγαπημένα, λησμονημένα ακούσματα του παρελθόντος. Στο ξεθωριασμένο τους γαλήνιο γαλάζιο χρώμα αντικατοπτριζόταν η θλίψη της ψυχής μου και στροβιλιζόταν μαζί με τις αναμνήσεις των τελευταίων μηνών σε ένα τελευταίο, εντυπωσιακό χορό. Το κλίμα που επικρατούσε γύρω μου με ανάγκασε να επιταχύνω το βήμα μου, φτάνοντας τελικά έξω από την πόρτα του δωματίου.
       Κοντοστάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα νιώθοντας τη φλόγα μέσα μου να φουντώνει και να καίει τα σωθικά μου απαλείφοντας στο πέρασμα της κάθε πτυχή της παλιάς μου ζωής. Το χαμόγελο που αναδύθηκε από μέσα μου δε θα έλεγα ότι ανακλούσε τα θραύσματα αισιοδοξίας που ενώθηκαν ξανά, αλλά επρόκειτο μάλλον για μια πλάνη. Μια όαση στην έρημο της δυστυχίας μου, εξασφαλίζοντας για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα την επιβίωση μου...
         Μπήκα στο δωμάτιο. Καθόταν στραμμένη προς το παράθυρο. Αμίλητη στεκόταν στο σκοτάδι να θαυμάζει το μεγαλείο της νύχτας. Τα άστρα την έλουζαν με το φως τους, την αγκάλιαζαν τρυφερά και εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει και με το παραπάνω. Έμεινα να τη χαζεύω για αρκετή ώρα. Διαισθανόμουν το ερωτικό παιχνίδι της ευτυχίας που της χάριζε ο θεός των μικρών πραγμάτων με τη θλίψη που πλέον της χάριζε το θαύμα της ζωής. Ξάφνου γύρισε και με κοίταξε. Πάγωσα. Ένα ρίγος διαπέρασε κάθε εκατοστό του κορμιού μου και διαχύθηκε στο δωμάτιο. Το πέλαγος των γαλάζιων ματιών της είχε πάρει ένα βαθύ μπλε χρώμα τόσο σκοτεινό, τόσο απειλητικό. Ένα δάκρυ απελευθερώθηκε από τα δεσμά της βασανισμένης της ψυχής και ταξίδεψε στην ακρογιαλιά του προσώπου της. Τα κύματα ,όμως , του τέλους που πλησίαζε γρήγορα το δάμασαν και το εξαφάνισαν πριν προλάβει να ολοκληρώσει το ταξίδι του και να χαθεί στο άπειρο. Όπως ακριβώς κάνουν τώρα και με εκείνη. Την τυλίγουν στο βελούδινο πέπλο τους και της κλέβουν αργά τη ζωή.
          “Γεια σου” της ψέλλισα τελικά. Εκείνη μου έγνεψε με όση δύναμη της είχε πλέον απομείνει δίχως να αφήνει περιθώρια για περαιτέρω συζήτηση. Είχα μέρες να ακούσω τη φωνή της. Το ταλαιπωρημένο της κορμί, βαριά άγκυρα, την τραβούσε στον βυθό του θανάτου αποτρέποντάς την από κάθε νέα μάχη επιβίωσης. Έδειχνε ήδη να έχει χάσει τη μάχη με τον καρκίνο που πλέον είχε γίνει κύριος του κορμιού και της ψυχής της. Δίχως να δείχνει κανένα έλεος την παρέσυρε προς την αιχμαλωσία του θανάτου. Οι τελευταίοι μήνες κυλούσαν γρήγορα όπως και τα δάκρυα που απελευθερώνονταν κάθε τόσο από την φυλακή των ματιών της. Ο χρόνος μετρούσε πλέον αντίστροφα στην κλεψύδρα της ζωής. Η ελπίδα και το όνειρο πετούσαν μακριά και χάνονταν. Οι συζητήσεις μας περιορίζονταν στα τυπικά παρόλο που οι επισκέψεις μου αυξάνονταν. Ένιωθα την ανάγκη να αισθάνομαι την παρουσία της κοντά μου, να ακούω τη φωνή της να αντηχεί σαν μελωδία στη σκέψη μου, να κοιτάζω το είδωλο μου να αντικατοπτρίζεται στη θάλασσα των ματιών της και να διεισδύω στα απόκρυφα μυστικά της αβύσσου της καρδιάς της. Ένιωθα της ανάγκη να εκμεταλλεύομαι καθετί μικρό που αγγίζει τον πολυπόθητο ουρανό της ευτυχίας..
          Την πλησίασα διστακτικά και της άγγιξα το χέρι. Ένα κύμα με κύκλωσε και με τράβηξε προς το κενό, όμως κατάφερα να σταθώ στην επιφάνεια. Έπρεπε να παλέψω για εκείνη. Το άξιζε. “Πάρε με από εδώ” μου αποκρίθηκε με μάτια παρακλητικά και βουρκωμένα. Η επιθυμία της ήταν απόλυτα κατανοητή αλλά και η αδυναμία μου να το πραγματοποιήσω επίσης. Ήμουν ανίκανη να αποδεχτώ την ήττα παρόλο που όλες οι ενδείξεις μου μαρτυρούσαν την έκβαση του αγώνα. Το μόνο που μπορούσα να της προσφέρω ήταν μια μικρή βόλτα, όμως και αυτή στα πλαίσια της κλινικής.
       Βγαίνοντας από το δωμάτιο, η ατμόσφαιρα που επικρατούσε της προκαλούσε ταραχή. Ασθενείς να περιπλανώνται στους κρύους διαδρόμους, σαν άψυχα σώματα να έρχονται σε επαφή με τη ζωή σε ένα τελευταίο ταγκό, περιμένοντας υπομονετικά τη λήξη του. Μικρά παιδιά να βρίσκονται αντιμέτωπα με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής σε μια καθοριστική παρτίδα. Συγγενείς να βλέπουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα να καταρρέουν και να αναζητούν στους γιατρούς την τελευταία ελπίδα για σωτηρία. Και άλλοτε άδεια δωμάτια να υποδηλώνουν την κάποτε ανθρώπινη ύπαρξη, δίχως να αφήνουν περαιτέρω στοιχεία και μια πρωτόγνωρη μοναξιά να εναποθέτει τον πλούτο της γύρω μας.
         Όταν φτάσαμε στην καφετέρια της κλινικής διάλεξα ένα μοναχικό τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο για να μπορεί και από εδώ να ταξιδεύει στην απεραντοσύνη της νύχτας. Εκείνη ανέκφραστη κοίταζε προς τα έξω. Για να ελαφρύνω κάπως το κλίμα άρχισα να της διηγούμαι γεγονότα του παρελθόντος ευχάριστα και για τις δυο μας. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα απορίας αλλά και έκπληξης σαν να μην ήταν εκείνη η πρωταγωνίστρια της αφήγησης μου. Έδειχνε να είχε ξεχάσει. Της χαμογέλασα γλυκά αποφεύγοντας να τη φέρω σε δύσκολη θέση   όμως ούτε αυτή τη φορά μου το ανταπέδωσε. Το λευκό και επιβλητικό προσωπείο που κάλυπτε κάθε ίχνος συναισθήματος στεκόταν εκεί ανυπέρβλητο. Ήταν η πρωταγωνίστρια της δικής της τραγωδίας σε ένα θέατρο δίχως θεατές και δευτερεύοντα πρόσωπα. Της κράτησα το χέρι. Ασυνείδητα άρχισα να το κρατάω γερά, σαν μια δύναμη, μια δύναμη από ένα άλλο, μακρινό και απόκοσμό σύμπαν να παλεύει να την πάρει μακριά μου. Ένα αίσθημα φρίκης αποτυπώθηκε στο πρόσωπο μου και πάγωσα. Το σκοτάδι με κύκλωσε και για μικρό χρονικό διάστημα έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον γύρω μου... Λίγα λεπτά αργότερα ένα ξαφνικό τηλεφώνημα με επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα. Της ζήτησα να με συγχωρέσει και βγήκα έξω.
        Μέχρι την έξοδο μου από την κλινική το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπά και αποφάσισα να κάνω μια μικρή βόλτα ώσπου να με ξανακαλέσει ο άγνωστος αριθμός. Ενώ λοιπόν περπατούσα και ταξίδευα εγκλωβισμένη στο καταφύγιο των ειρμών μου χτενίζοντας με το βλέμμα μου το έδαφος παρατήρησα μια πολύχρωμη λεπτομέρεια να σπάει τη μονοτονία της νύχτας. Ήταν ένα χρώμα αλλιώτικο από τα αλλά που με δυσκολία μπορούσα να προσδιορίσω. Με επιφύλαξη θα έλεγα πως περισσότερο έμοιαζε με το χρώμα των ρόδων την αυγή, όταν τα λούζει το καστανοκόκκινο χρώμα του ουρανού. Το μικρό άνθος είχε μόλις ανοίξει τα κρυστάλλινα πέταλά του. Οι σταγόνες της βροχής μικροί, πολύτιμοι λίθοι το άγγιζαν τρυφερά προστατεύοντάς το. Μέσα στην παγωνιά του χειμώνα και στη βίαιη εκδοχή της φύσης είχε κάνει την εμφάνισή της μια νέα ζωή. Μια ζωή που είχε υπερνικήσει το θάνατο σε μια άνιση αναμέτρηση. Πλησίασα ρίχνοντας του μια πιο εξεταστική ματιά. Η ομορφιά του με παρέσυρε να το κόψω και στην συνέχεια να το αγκαλιάσω απαλά με το χέρι μου, απαλύνοντάς του τον πόνο. Ίσως τελικά αυτό να ήταν το κάτι ξεχωριστό, το κάτι μοναδικό που μου προμήνυε η νύχτα. Ένας ευχάριστος οιωνός κληρονομιά της φύσης αλλά και της μοίρας. Χωρίς να χάσω λεπτό έσπευσα να επιστρέψω πίσω ξανά στην κλινική.
       Παρέμενε εκεί ακίνητη και ανέκφραστη όπως ακριβώς την είχα αφήσει, καθηλωμένη να κοιτάζει το παγερό σκηνικό της αποψινής βραδιάς. Στάθηκα πλάι της κοιτάζοντάς την για ώρα, μέχρι που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Δε μου μίλησε, όμως η σιωπή μου επέτρεψε με ευκολία να διαβάσω κάθε της σκέψη. Της άγγιξα για ακόμα μια φορά το χέρι, αφήνοντάς της το μικρό άνθος. Εκείνη έμεινε να το κοιτάζει να εναποθέτει ολόκληρη την ύπαρξη του στα χέρια της. Ένα μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της και γρήγορα μετατράπηκε σε ένα πλατύ χαμόγελο. Ένα κύμα ευφορίας μας αγκάλιασε και μας ταξίδεψε μακριά σε έναν άλλο κόσμο, ένα κόσμο γαλήνιο και αιώνιο. Ξεσπάσαμε και οι δύο σε γέλια. Ένα γέλιο ηχηρό έβγαινε από τα βάθη της ψυχής μας μαζί με καυτά δάκρυα μας ωθούσε να αγκαλιαζόμαστε όλο και πιο δυνατά και να ακροβατούμε με εξαιρετική δεξιότητα στο νήμα της ζωής. Εκείνο το βράδυ ένιωθα πως χαράζαμε μια νέα, κοινή πορεία στον καμβά της ζωής. Η ευτυχία είχε αποτυπωθεί για πρώτη φορά τους τελευταίους έξι μήνες στο πρόσωπό της. Την κοίταξα για μια τελευταία φορά στα μάτια. Εκείνα τα μάτια που πάντα μου έλεγαν την αλήθεια αυτή τη φορά μου εξομολογήθηκαν μικρά μυστικά που τα κράτησα σαν φυλακτό μέσα μου για χρόνια και που ποτέ δεν τα αποκάλυψα. Οι μόνες λέξεις που κατάφεραν να βγουν από μέσα μου ήταν “Αντίο μητέρα...”. Το προσωπείο έπεσε και το χειροκρότημα του τέλους ακούστηκε. Είχε έρθει πια η ώρα για το δικό της τελευταίο ταγκό...

                                                                                                          Μαριλένα Ζάρκου

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου