Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΠΑΡΙΣΙ



  Η πόρτα εκτινάχτηκε μπροστά στα μάτια μου! Κάποιος την έσπασε! Ξαφνικά βλέπω ανθρώπους να πέφτουν με ορμή στο έδαφος.
- Ωχ Θεέ μου! Ανθρώπινες απελπισμένες φωνές ηχούν στ' αυτιά μου. Κοιτάζω γύρω μου κατάπληκτη, προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Δύο άντρες μπαίνουν μέσα στο θέατρο. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να αποβάλω τον πανικό, αδυνατώ να καταλάβω τι συμβαίνει..Μπορώ να δω μόνον τα μάτια τους, σκούρα μαύρα μάτια γεμάτα θυμό, εντελώς άδεια από συναισθήματα, χωρίς καμία ανοχή, μάτια που χάσανε την ελευθερία και κλείδωσαν μέσα τους το σκότος..
    Κι έπειτα προσέχω τα ρούχα τους. Φορούν παράξενα ρούχα, χρώμα μαύρο κι αυτά, μαύρο του πένθους. Τι θέλουν; Τι κάνουν εδώ; Ποιοι είναι; Ποιον ψάχνουν; Μήπως είναι...; 'Οχι, όχι ,αποκλείεται! Φωνάζουν κάποιες περίεργες λέξεις, λέξεις γεμάτες οργή!             
   Ξαφνικά συνέρχομαι κι αντιλαμβάνομαι πως στέκομαι όρθια απέναντι στους δύο άντρες με τα όπλα. Όλοι έχουν πέσει κάτω,κλαίνε, φωνάζουν κι εγώ απλά στέκομαι μπροστά σε δύο δολοφόνους, ψυχρούς δολοφόνους!
  Δε νιώθω φόβο, έχω ''χαθεί'', για λίγο περνάει από το μυαλό μου η εικόνα της μητέρας μου. Θα ορκιζόμουν κιόλας ότι την άκουσα να φωνάζει το όνομά μου. Προσπαθώ να φωνάξω μα δεν βγαίνει η φωνή μου. Μένω βουβή μπροστά στον εχθρό, έναν εχθρό ερχόμενο από το πουθενά.
  Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω κάτω, προσπαθώ να ενώσω τις παλάμες μου για να προσευχηθώ, μα τα χέρια μου έχουν αίματα. Φαίνεται ότι με πυροβόλησαν κι εγώ δεν ένιωσα τίποτα!
  Πάλι έχω την αίσθηση πως η μητέρα μου βρίσκεται κοντά μου. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι, αφού εκείνη έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.
  Βγαίνω από  τον λήθαργο που ήμουν βυθισμένη κι αρχίζω να τρέχω μαζί με τους υπόλοιπους που βρίσκονται γύρω μου. Τρέχω για να σωθώ! Κάθε βήμα μου συνοδεύεται απο πυροβολισμούς και ένα ένα τα κορμιά των γύρω μου πέφτουν στο πάτωμα.
  Κάποιοι πηδάνε από τα παράθυρα για να γλιτώσουν χωρίς να σκεφτούν ότι βρίσκονται στον πέμπτο όροφο. Μα αυτό είναι σίγουρος θάνατος!
  ''Εμένα γιατί δεν με έχουν χτυπήσει ακόμα;'' σκέφτομαι, μα πριν ολοκληρώσω την σκέψη μου μια σφαίρα περνάει ξυστά από τον ώμο μου. Πέφτω στο πάτωμα, κλείνω τα μάτια μου και κάνω την νεκρή...
   Ακούω βήματα κι αρχίζω να ελέγχω τον ρυθμό της ανάσας μου. Δε θέλω να με καταλάβουν, δε θέλω να με σκοτώσουν. Τώρα φοβάμαι και ο φόβος απλώνεται σε κάθε κύτταρο του σώματός μου. Προσπαθώ να συγκρατήσω το τρέμουλο που νιώθω.
   Ξαπλωμένη στο πάτωμα με το πρόσωπό μου ακουμπισμένο πάνω στο κόκκινο χαλί του θεάτρου κάνω συνεχείς προσπάθειες να συγκεντρωθώ, να προσευχηθώ και να ζητήσω βοήθεια από τον Θεό. Μισανοίγω τα βλέφαρά μου και το μόνο που βλέπω γύρω μου είναι κενό.
    Είμαι περιτριγυρισμένη από νεκρά σώματα, από ανθρώπους που πριν από λίγο προσεύχονταν. Σε ποιόν Θεό προσεύχονταν; Τους άκουσε άραγε; Γιατί  δεν τους βοήθησε να σωθούν; Γιατί δεν έστειλε έναν φύλακα άγγελο έστω την τελευταία στιγμή; Και τώρα είναι όλοι νεκροί.
   Προσεύχομαι στον Θεό που πιστεύω. Όμως και ο άντρας που πριν από λίγο με σημάδεψε με το όπλο του είναι εδώ για να αποδείξει την πίστη του στον δικό του Θεό. Ποιος είναι αυτός ο Θεός που ζητάει τον θάνατο των αθώων; Και ποιός άνθρωπος αντέχει τόση σκληρότητα; Δεν υποφέρει καθόλου ο εκτελεστής;
   Ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός και νιώθω μία φοβερή σουβλιά στο κεφάλι μου. Η τελευταία σφαίρα ήταν για μένα που μάλλον ξεχάστηκα και κινήθηκα τόσο ώστε να γίνω αντιληπτή.

   Όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν και ο πύργος του Άιφελ, που φαινόταν από το παράθυρο, χάνεται από μπροστά μου. Κι εγώ μόλις που προλαβαίνω να αντικρίσω για τελευταία φορά το παγερό βλέμμα του εκτελεστή περιμένοντας να βεβαιωθεί πως δεν υπάρχω πια.                                           
                                                                                                                   ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΟΥΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου