Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

    Ήταν ένα πρωινό του Δεκέμβρη, όταν πήρα την απόφαση να βάλω στην άκρη όλες τις υποχρεώσεις να πάρω άδεια από τη δουλειά και από την οικογένεια, ύστερα μια βαλίτσα στο χέρι και να κάνω αυτό το πολυπόθητο ταξίδι, πίσω στον χρόνο, στις αναμνήσεις. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου και είχε έρθει η ώρα να του κάνω αυτό το δώρο. Ήταν στην Σάμο το πατρικό της μάνας μου, εκεί που έζησα μια ζωή ολόκληρη, τα πιο όμορφα και ανέμελα χρόνια μου. Την έχασα την μάνα μου πριν από πέντε χρόνια και ενα κομμάτι μου χάθηκε μαζί με εκείνη. Τώρα πια ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω εκείνο το σπίτι με δεδομένη τη δική της απουσία, Ήξερα πως όταν φτάσω ο κήπος δεν θα είναι γεμάτος λουλούδια, εκείνη δεν θα βγεί στο μπαλκόνι να με καλοσωρίσει, το σπίτι δεν θα μυρίζει φαγητά... αλλά εγώ θα πήγαινα.
Έφτασα βράδυ στο Καρλόβασι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεν είχα πάρει κανέναν τηλέφωνο, δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν για τον ερχομό μου. Πήρα το πρώτο ταξί και σε δέκα λεπτά ήμουν σπίτι. Αντικρίζοντας εκείνο το σκοτεινό πέτρινο σπίτι, τα αμπαρωμένα παραθυρόφυλλα ένα ρίγος με διαπέρασε. Δεν είχε τίποτα κοινό με το σπίτι μου, αλλά εγώ το αναγνώριζα, η ζεστασιά και η θαλπωρή ήταν ποτισμένες στους τοίχους. Όλα ήταν εκεί στη θέση τους καλυμμένα όμως με λευκά σεντόνια. Δεν μπορούσα να αντικρίζω αυτό το λευκό  που υπήρχε παντού. Μου θύμιζε πένθος, ακόμα και αν ήταν οξύμωρο. Βάλθηκα να του δώσω πάλι ζωή. Ήταν μεσάνυχτα όταν ήμουν καθισμένη μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Κοίταζα γύρω μου. Οι αναμνήσεις ξεπηδούσαν με την σειρά από το μυαλό μου. Είχα να θυμάμαι κάτι απο κάθε γωνία αυτού του σπιτίου. Τα πρώτα μου βήματα, τις ζαβολιές μου, το κυνηγητό με τις πρώτες μου φίλες, τα μυστικά μας, τους πρώτους μας έρωτες. Κάπως έτσι θυμάμαι πως με πήρε ο ύπνος εκείνη την νύχτα βυθισμένη στις αναμνήσεις.
 Δύο μέρες έχουν περάσει και οι σκέψεις δεν τελειώνουν. Μου καρφώθηκε η ιδέα να βρω που είχε καταχωνιασμένο η μάνα μου το μικρό μπαούλο που είχε φυλάξει το βαφτιστικό μου και εκείνη την πάνινη κούκλα που δεν αποχωριζόμουν ποτέ. Δεν ήξερα ότι μαζί με εκείνο το φουστάνι θα ανακάλυπτα το μυστικό που θα μου άλλαζε ολόκληρη τη ζωή.
Έφαγα τον τόπο είχα ψάξει ολόκληρο το σπίτι και ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι είχε εξαφανιστεί όταν αντίκρισα εκείνη την μικρή πορτούλα που οδηγούσε στο πατάρι. Δεν είχα ανέβει ποτέ εκεί πάνω. Πάντα ήταν στο μυαλό μου σαν κάτι απαγορευμένο. Δεν μπορεί εκεί θα ήταν. Ετρεξα στην αποθήκη και πήρα τη σκάλα. Σε λίγο, είχα βρεθεί στο σκοτεινό δωμάτιο και έψαχνα με ένα φακό. Μου πήρε λίγα λεπτά να βρω εκείνο το ξύλινο μπαούλο. Εκεί ήταν όλα εκείνο το μικροσκοπικό φορεματάκι, άσπρο, δαντελένιο. Κάτω από το φόρεμα ήταν χωμένη η κούκλα μου, την πήρα στην αγκαλιά μου και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Πόσες στιγμές, πόσες μνήμες, πόσα πολλά μου θύμιζε! Ήθελα τόσο πολύ να την βρω για να την δώσω στην κόρη μου. Έβαλα ξανά μέσα τα πράγματα, θα τα έπαιρνα μαζί μου στην Αθήνα. Στην προσπάθεια μου να ξετρυπώσω το μπαούλο που ήταν σφηνωμένα ανάμεσα στις παλιατζούρες κάτι ακούστηκε να πέφτει. Έριξα φως. Ήταν ένα δερμάτινο βιβλίο δεν είχε τύχει ποτέ να το δω. Ήταν τόσο αδιάφορος ο τρόπος που άνοιξα εκείνο το βιβλίο. Δεν μπορούσα να φανταστώ το μυστικό που έκρυβε. Ήταν το ημερολόγιο της μάνας μου...

1 Δεκέμβρη 1943
Σήμερα πήρα αυτό το βιβλίο με τα λίγα χρήματα που είχα καταφέρει να μαζέψω εδώ και καιρό. Ένιωθα πολύ μόνη για να το αντέχω. Χρειαζόμουν κάποιον που να μπορώ να του εκφράσω τις σκέψεις μου. Από τότε που έχασα την Ειρήνη μου, στις 17 Νοέμβρη δεχτήκαμε αεροπορικό βομβαρδισμό από τους Γερμανούς κατακτητές, νιώθω τόσο μόνη. Ήταν η καλύτερη μου φίλη. Ήμασταν από παιδάκια μαζί και τώρα στα 17 μου χρόνια μέσα στην δύνη του πολέμου έφυγε. Νιώθω πως δεν έχω κανέναν δίπλα μου. Ο πόλεμος μου την πήρε. Με αυτό το ημερολόγιο νιώθω σαν να με ακούει. Έτσι θα της τα λέω όλα όπως πάντα.

     24 Ιανουαρίου 1944
Γράφτηκα στην αντίσταση. Είμαι αρκετά μεγάλη πια, δεν θα δεχτώ κανείς να με εμποδίσει. Ο πατέρας μου δεν το ξέρει. Αποκλείεται να συμφωνεί, αλλά ακόμα και αν το μάθει δεν με ενδιαφέρει. Μου είπαν πως χρειάζονται άτομα για να φροντίζουν τους τραυματίες. Είναι σκληρό, αλλά θα τα καταφέρω.

17 Μαίου 1944
Πριν δύο μέρες ο Ιερός Λόχος έκανε καταδρομική επιχείρηση. Είχαμε πολλούς τραυματίες. Δύο εικοσιτετράωρα δεν έκλεισα μάτι...

20 Μαίου 1944
Τον λένε Άγγελο. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα τον ερωτεύτηκα. Τα μάτια του είναι πράσινα... όταν τον κοιτάζω ο χρόνος σταματά, είναι σαν μην  βρίσκομαι εκεί στις πληγές του πολέμου, δεν ακούω τίποτα γύρω μου. Είναι τραυματίας ευτυχώς με επιπόλαια τραύματα. Γρήγορα θα γίνει καλά. Αν φύγει όμως.. δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.

21 Μαίου 1944
Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου αλλά σήμερα ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Νομίζω πως ήθελε να γνωριστούμε καλύτερα, αλλά δεν ήξερε πως να με προσεγγίσει. Μακάρι να μην ονειρεύομαι.

23 Μαίου 1944
Επιτέλους αρχίσαμε να μιλάμε. Τα λόγια του είναι συνέχεια στο μυαλό μου, ο τρόπος που με κοιτάζει, το πρόσωπο του, το χαμόγελο του. Σήμερα θα έφευγε, ήταν πλέον καλά. Όλη νύχτα σκεφτόμουν τι πρέπει να του πω. Ήθελα να του φωνάξω να μη φύγει, να μην με αφήσει..,. να του πω πως η ζωή μου θα ειναι άδεια χωρίς αυτόν. Δεν είπα τίποτα. Καθώς έφευγε μου έδωσε ενα σημείωμα << Σήμερα το βράδυ στις 9 μ.μ θα είμαι στο Ηραίον και θα σε περιμένω>>. Ευτυχώς το διάβασα αφού είχε φύγει. Πέταξα από τη χαρά μου. Πήγα σπίτι για να ετοιμαστώ. Φόρεσα το μοναδικό καλό μου φόρεμα,  άφησα κάτω τα μαλλιά μου,  κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, ήμουν σίγουρη ότι θα του άρεσα. Στις 9 ήμουν εκεί . Τον έβλεπα από μακριά να κοιτάζει την θάλασσα στηριγμένος σε ένα δέντρο και να καπνίζει. Τον πλησίασα... άκουσε τα βήματα μου... γύρισε προς το μέρος μου, ένιωσα τη έκπληξη του, τον θαυμασμό του, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το βλέμμα του.. μου είπε τόσα πολλά χωρίς να πει λέξη. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως ένιωθε το ίδιο με εμένα κα ήμουν σίγουρη πως αυτός ο άνθρωπος είχε έρθει για να σημαδέψει τη ζωή μου...

2 Ιουλίου1944
Πάει καιρός που δεν έχω γράψει και έχω τόσα πολλά να πω. Η ζωή μου είναι όνειρο σαν βγαλμένη απο ταινία. Είμαι κάθε μέρα μαζί του. Νομίζω ότι έχω ζήσει μια ζωή ολόκληρη και από την άλλη δεν μου  φτάνουν χιλιάδες ζωές για να τον χορτάσω. Πόσες νύχτες μας βρήκαν αγκαλιασμένους ως το ξημέρωμα χωρίς να τελειώνουν αυτά που είχαμε να πούμε. Το έμαθαν και οι γονείς μου, όχι από εμένα, δεν άργησαν να φτάσουν οι καλοθελητές. Αντέδρασαν. Έφυγα από το σπίτι. Αυτό που νιώθω ξεπερνά όλα τα πρέπει του κόσμου. Είμαι αποφασισμένη να ζήσω μαζί του την κάθε στιγμή και κανείς δεν μπορεί να μου το στερήσει αυτό, μόνο ο θάνατος.


10 Σεπτέμβρη 1944
Έχω ενάμισι μήνα που έφυγα από το σπίτι. Μένουμε σ΄έναν φίλο του Άγγελου, μας φιλοξενεί βέβαια.  Θέλουμε να νοικιάσουμε ένα μικρό σπιτάκι, θα ‘θελα να ‘χει και κήπο, να τον γέμιζα με λουλούδια, θα ήταν το πιο όμορφο σπίτι του κόσμου... όσο μικρό και αν ήταν... θα ήταν γεμάτο αγάπη... τόση αγάπη που θα ξεχείλιζε από παντού. Δεν υπάρχουν όμως  χρήματα, ούτε δουλειές. Όλα είναι πολύ δύσκολα... μα δεν με νοιάζει τίποτα. Νιώθω τόσο δυνατή, που υπάρχει στην ζωή μου. Μαζί του μπορώ να ονειρεύομαι... μπορώ να ελπίζω πως όλα αύριο θα ΄ναι καλύτερα... εγώ μέσα στη μαυρίλα του πολέμου και της δυστυχίας βρίσκω τη δύναμη να γελάω και αυτό το γέλιο θα ΄θελα να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι... όλοι οι Έλληνες... η ζωή είναι όμορφη... η λευτεριά... η αγάπη... ο έρωτας και αξίζει να πολεμάς γι΄αυτά χωρίς να φοβάσαι το θάνατο... να γελάς... να μη λυπάσαι στιγμή. Είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω δίπλα του τη νύχτα και τον κοιτάζω... φοβάμαι μήπως περάσει η ζωή και δεν προλάβω να τον χορτάσω. Αυτός ο άνθρωπος είναι όλη μου η ζωή. Κάποιες φορές νιώθω σαν να τον ήξερα από πάντα... σαν να ήξερα πως θα έρθει μια μέρα... τα μάτια του... ήταν σαν να τα είχα ξαναδεί. Όσες ζωές κι’ αν περάσουν, εγώ πάντα θα τον αναζητώ και θα τον βρίσκω, είμαι σίγουρη πως θα τον βρίσκω.

20 Σεπτέμβρη 1944
Είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στο σύμπαν! Χθες είχαμε πάει μια βόλτα με τον Άγγελο. Μου ζήτησε να φορέσω ένα όμορφο φουστάνι που μου είχε κάνει δώρο και να ‘μαι έτοιμη στις 8 μ.μ. Το φόρεσα... έλαμπα από ευτυχία. Ήμασταν καθισμένοι δίπλα στη θάλασσα σ’ ενα βράχο που συναντιόμασταν παλιότερα. Έβγαλε από τη τσέπη του πουκαμίσου του ένα όμορφο δαχτυλίδι... μου το φόρεσε και μου είπε πως θέλει να γίνω γυναίκα του. Πέταξα από χαρά. Σε δύο μήνες περίπου θα ‘ναι ο γάμος. Τον αγαπάω και θα ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί του! Είμαι τόσο τυχερός άνθρωπος!

28 Σεπτέμβρη 1944
Σήμερα είναι μέρα γιορτής, απελευθερώθηκε και η Μύκονος... πριν 20 ημέρες η η Χίος. Θα τα καταφέρουμε. Κοντοζυγώνει και η δική μας ώρα. Σε λίγες μέρες ο Ιερός Λόχος θα κάνει καταδρομική επιχείρηση και στη Σάμο. Ο Άγγελος είναι αισιόδοξος... μου είπε πως θα πάνε όλα καλά... είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι. Δεν είναι όμως μόνο αυτό είχα μέρες τώρα υποψιαστεί πως κάτι συμβαίνει ζαλιζόμουν... είχα λιγούρες. Σήμερα πήγα στον γιατρό. Είμαι έγκυος!!! Πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Είναι το πιο όμορφο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει η ζωή. Αυτό το παιδί που κουβαλάω μέσα μου είναι ότι πολυτιμότερο είχα, έχω και θα έχω ποτέ μου είναι κομμάτι από τον άνθρωπο που ερωτεύτηκα και αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Θα δώσω τα πάντα για να το κάνω ευτυχισμένο. Σήμερα θα προσευχηθώ ο θεός να μας βοηθήσει να τα καταφέρουμε. Θέλω το παιδί μου να γεννηθεί σε ελεύθερη πατρίδα.

3 Οκτωβρίου 1944
Δεν του το είπα. Σκέφτηκα θα ‘ταν  καλύτερα να περάσει και η αυριανή μέρα. Προετοιμάζονται. Αύριο θα χτυπήσουν. Όλα θα πάνε καλά!

     4 Οκτωβρίου 1944
Είναι νύχτα. Μια νύχτα τόσο σκοτεινή... μαύρη... σταμάτησαν οι μουσικές... έσβησαν τα αστέρια... χάθηκε το φως... δεν υπάρχει ζωή... για μένα δε θα ξημερώσει ποτέ... η Σάμος απελευθερώθηκε... αλλά εγώ έχασα τον <<άγγελό>> μου. Είναι η τελευταία φορά που γράφω σ’ αυτό το ημερολόγιο. Όλα τελείωσαν.

Είχα μείνει εκεί να κοιτάζω εκείνες τις τελευταίες λέξεις... ήμουν εκεί σαν καρφωμένη στο πάτωμα εκείνου του παταριού... να προσπαθώ να χωρέσω στο μυαλό μου αυτά που είχα διαβάσει. Πώς όμως;  Ήμουν παιδί του λοιπόν. Ήμουν παιδί του Άγγελου. Ήμουν το παιδί ενός μεγάλου έρωτα. Έχασα τον πατέρα μου πριν ακόμα έρθω στον κόσμο και γνώρισα έναν πατέρα που μ’ αγάπησε τόσο... μόνο που... δεν ήταν εκείνος,  δεν ήταν πατέρας μου! ‘’τελείωσαν όλα’’ κοίταζα ξανά και ξανά αυτή τη φράση. Αυτή η γυναίκα... αυτή η μάνα που με μεγάλωσε με τόση αγάπη που με έμαθε να είμαι δυνατή και να παλεύω πώς κατάφερε και ξανασηκώθηκε; Πώς στάθηκε στα πόδια της; Πού βρήκε το κουράγιο μόνη μ’ ένα παιδί στην κοιλιά; Χωρίς τη στήριξη των γονιών της, με την κοινωνία απέναντί της; Πώς τα μπόρεσε όλα αυτά;;; Αυτά τα ερωτήματα δεν έφευγαν από το μυαλό της.  Kαι τότε θυμήθηκα εκείνη την άλλη φράση ‘’θα δώσω τα πάντα για να το κάνω ευτυχισμένο... είναι ότι πολυτιμότερο είχα, έχω και θα έχω ... είναι κομμάτι από τον άνθρωπο που ερωτεύτηκα και αγάπησα μ’ όλη μου την ψυχή’’

                                                                               Δήμητρα Μαρίνη





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου